Γιατί κέρδισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης

Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια πολιτική νίκη γιατί κατόρθωσε να «διαβάσει» και να καταδείξει την, εν δυνάμει, αληθινή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή δεν είναι ούτε το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αποφύγει το Τρίτο μνημόνιο, ούτε το γεγονός ότι ιδεολογικά μεταλλάσεται σε κάτι ακαθόριστο. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που έχουμε μέχρι τώρα, δεν θα κάνει καμιά προσπάθεια προς την αλλαγή όλων των τομέων που σχετίζονται με την οικονομία και την ανάπτυξη.
SOOC

Η ιστορία είναι περισσότερο το πεδίο δράσης του απρόβλεπτου, ακόμη και του τυχαίου, παρά ένα σενάριο που γράφεται «από τα πάνω» και εφαρμόζεται πιστά. Ωστόσο, στη περίπτωση της νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη, εντοπίζουμε ένα σημαντικό σημείο που του χάρισε το προβάδισμα στην προεκλογική εκστρατεία έναντι του Βαγγέλη Μεϊμαράκη και που, κατά τη γνώμη μου, θα είναι το σημείο αιχμής στην αντιπολιτευτική γραμμή της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατανόησε κάτι σημαντικό: ότι η διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό και τον ερασιτέχνη της πολιτικής είναι η λήψη μέτρων και δράσης, όχι την ώρα που πρέπει αυτά να φέρουν αποτελέσματα, αλλά κατά τη χρονική στιγμή, όταν η λήψη είναι δυνατή σε σχέση με τη στιγμή που τα μέτρα μπορούν να αποδώσουν. Προφανώς ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε καλές προθέσεις, όπως πιθανόν καλές προθέσεις είχε και ο Κώστας Καραμανλής όταν συνειδητοποίησε το 2008 «ότι η χώρα πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση». Γνωρίζουμε, όμως, όλοι που οδηγεί ο δρόμος που είναι στρωμένος με καλές προθέσεις και δίχως σχέδιο. Το βλέπουμε καθημερινά από το 2010 και το ζήσαμε με, σουρεαλιστικά τραγική, ένταση το 2015.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αξιοποίησε προς όφελος του την χρονική συγκυρία. Από τη μια πλευρά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή και ιδεολογικό αποπροσανατολισμό, αφού όλες οι εξελίξεις τεκμηρίωσαν ότι δεν καβαλάει ακριβώς το νικητήριο κύμα της ιστορίας. Αντίθετα, αναγκάστηκε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που δεν πιστεύει, βαφτίζοντας το κρέας ψάρι. Από την άλλη, οι πολίτες, ανεξάρτητα από την κομματική τοπόθετηση τους, εξαντλήθηκαν και ανησυχούν, αφού διαπιστώνουν ότι η «σοσιαλδημοκρατίζουσα» διαχείριση της κρίσης μέσω της επίκλησης στον ορθό λόγο, τα ιδανικά της Ευρώπης και την «ανοικοδόμηση της οικονομίας» που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς δεν συμβαίνει. Όσες φορές η κυβέρνηση βιάστηκε να προβεί σε «ριζοσπαστισμούς» και αυτοσχεδιασμούς, μπουρδουκλώθηκε και ο λογαριασμός ήταν τσουχτερός. Επιπλέον, σήμερα υπάρχει διάχυτη η αίσθηση στη κοινωνία ότι, κόντρα στο ιδεολόγημα της αριστερής παρένθεσης του κ. Σαμαρά, ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει και πως να κρατηθεί στην εξουσία, αλλά και με ποιούς τρόπους λειτουργούν οι δομές της σκληρής ελληνικής γραφειοκρατίας.

Ωστόσο, η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια πολιτική νίκη γιατί κατόρθωσε να «διαβάσει» και να καταδείξει την, εν δυνάμει, αληθινή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή δεν είναι ούτε το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αποφύγει το Τρίτο μνημόνιο, ούτε το γεγονός ότι ιδεολογικά μεταλλάσεται σε κάτι ακαθόριστο. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που έχουμε μέχρι τώρα, δεν θα κάνει καμιά προσπάθεια προς την αλλαγή όλων των τομέων που σχετίζονται με την οικονομία και την ανάπτυξη.

«Η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι μια πολιτική νίκη γιατί κατόρθωσε να «διαβάσει» και να καταδείξει την, εν δυνάμει, αληθινή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Ό,τι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που έχουμε μέχρι τώρα, δεν θα κάνει καμιά προσπάθεια προς την αλλαγή όλων των τομέων που σχετίζονται με την οικονομία και την ανάπτυξη».

Στη συζήτηση που είχαμε λίγο πριν τις εκλογές , αυτό ήταν φανερό. Εξίσου φανερό ήταν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατανοεί ότι οι «δομικές μεταρρυθμίσεις» των Μνημονίων, όσο και αν πράγματι εκφράζουν τις φιλελεύθερες ιδεολογικές εμμονές των απανταχού τεχνοκρατών, είναι προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση ενός εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και τους διοίκησης του κράτους. Καλώς ή κακώς, το καπιταλιστικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης που δομήθηκε πάνω σε κρατικοδίαιτες κουμπαριές και ευνοήθηκε από την ύστερη φάση διαχείρισης, κατάρρευσης και διαδοχής ενός διπολικού κόσμου, απλώς δεν μπορεί να σταθεί πλέον. Και όσο δεν μας αρέσει που ακούμε τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ να λένε -πολλές φορές κυνικά- ότι καμιά από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα, η ενοχλητική ρητορική τους, δυστυχώς, εξακολουθεί να περιγράφει ένα υπαρκτό πρόβλημα.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν έδειξε ή δεν ήθελε να μπει στην ουσία της συζήτησης. Θα μπορούσε π.χ. αντί να προβεί σε διακηρυκτισμούς τύπου ΣΥΡΙΖΑ περί της ΝΔ ως «λαϊκού κόμματος», να καταδείξει γιατί η ατζέντα των μεταρρυθμίσων δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αποκλειστικα «τεχνοκρατική». Η αμφιθυμική και εξπρεσιονιστική στάση του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εκτός τόπου και χρόνου. Η διαρκής επίκληση στη δυσφορία γιατί «μας έπιασε κότσο ο Τσίπρας ή ο Βαρουφάκης» ήταν ανέδοξη. Το σύνθημα «Βαγγέλα είσαι σέξι, σκίσε τον Αλέξη!» που ακούστηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν έθεσε το διακύβευμα της επόμενης μέρας στη σωστή βάση. Ο χρόνος θα δείξει αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κατορθώσει να αντισταθεί και να περιορίσει κάθε είδους και προέλευσης «παρασιτισμούς» που εξακολουθούν να δεσπόζουν σε πολλούς τομείς στην Ελλάδα του τρίτου Μνημονίου, καταπιέζοντας κάθε προοδευτική και φιλελεύθερη σκέψη και τάση επιχειρεί να «χαλάσει τη σούπα».

Για το τέλος. Στη σελίδα 121 της «Αναφοράς στον Ανδρέα Εμπειρίκο» («Εν Λευκώ», Ίκαρος, 2011) ο Οδυσσέας Ελύτης έγραφε αναφερόμενος στον Εμπειρίκο:

«Είναι το ξέρω, δύσκολο να αξιολογείς το σημερινό μολύβι σαν χθεσινό χρυσάφι. Κι όμως, αν θέλεις να κρίνεις αντικειμενικά (θέλω να πω, να' ρθεις στη θέση ενός μεγαλοαστού την εποχή που οι μεγαλοαστοί, αντί να παίζουν κουμ καν, δημιουργούσανε την Ελλάδα) πρέπει να το πράξεις».

Δημοφιλή