Οι αυταρχικές τάσεις μιας «σοσιαλδημοκράτισσας»

Πλην της στροφής της προς τον λαϊκισμό, η διαγραφή βουλευτή εξαιτίας δηλώσεών του και μόνο, έφερε επίσης στο προσκήνιο παλαιολιθικές νοοτροπίες και πρακτικές. Νοοτροπίες του τύπου ότι «ο αρχηγός οφείλει να απολαμβάνει την τυφλή υποταγή, την προσωπική αφοσίωση και την αναντίρρητη πειθαρχία των βουλευτών του». Επομένως, σαν άλλος Ανδρέας Παπανδρέου που επέλεγε στελέχη με κριτήριο πρωτίστως την αφοσίωση και όχι την ικανότητα, η κ. Γεννηματά θέλησε με τη διαγραφή Γρηγοράκου να επιδείξει τον αυταρχισμό και την πυγμή της εντός της κοινοβουλευτικής της ομάδας -εκδηλώνοντας εν μέρει και την αλαζονεία της-, αποκρύβοντας παράλληλα τεχνηέντως το φόβο και την ανησυχία της.
Pacific Press via Getty Images

Άρθρο 60 παρ. 1 Συντάγματος της Ελλάδος : «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Στη συγκεκριμένη διάταξη αποτυπώνεται στον υπερθετικό βαθμό ο πυρήνας της αντιπροσωπευτικής-κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας• το γεγονός, δηλαδή, ότι οι εκλεγμένοι από τον ίδιο τον λαό αντιπρόσωποί του διαθέτουν την απόλυτη ελευθερία λόγου και ψήφου, μαχόμενοι και υπερασπιζόμενοι δύο (2) καθοριστικές αρχές για τη Δημοκρατία μας, εκείνες του δημοσίου συμφέροντος και της λαϊκής κυριαρχίας. Εντούτοις, όπως μαρτυρά η πραγματικότητα, η εν λόγω συνταγματική διάταξη διαφεύγει από μια υπέρμετρη «σοσιαλδημοκράτισσα», τη σημερινή πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ.

Μόλις προ ολίγων ημερών ο βουλευτής Λακωνίας κ. Γρηγοράκος απομακρύνθηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης με προεδρική απόφαση-φιρμάνι. Αφορμή για τη συγκεκριμένη διαγραφή αποτέλεσαν οι δηλώσεις του τέως Αντιπροέδρου της Βουλής και Υπουργού σε ερτζιανά μέσα, αφ' ενός περί της άστοχης τοποθέτησης της προέδρου του ως προς την εκλογή Μητσοτάκη, αφ' ετέρου δε περί της ανάγκης επαναπροσδιορισμού του πολιτικού στίγματος του κόμματος.

Πράγματι, η κ. Γεννηματά αμέσως μετά την εκλογή νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας υπέπεσε σε δύο (2) τουλάχιστον σοβαρά ατοπήματα. Τονίζοντας πως ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διακρίνεται από νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, επέδειξε τόσο την ανησυχία της -αν όχι φόβο- απέναντι στις εξελίξεις που διαμορφώνονται για τον εν Ελλάδι φιλελεύθερο-μεταρρυθμιστικό χώρο, όσο όμως και την πολιτική και οικονομική της απαιδευσία• εκείνη μάλιστα που χαρακτηρίζει και κάμποσα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τους εθνολαϊκιστές κυβερνητικούς του συντρόφους, όπως επίσης και διάφορους βαρόνους της λαϊκοδεξιάς συνιστώσας της Νέας Δημοκρατίας.

Προς γνώσιν των προαναφερθέντων πολιτευτών, ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την οικονομική -κατά κύριο λόγο- θεωρία που επιτάσσει την υποταγή του κράτους στο δόγμα της απόλυτης ελευθερίας των αγορών. Οι νεοφιλελεύθερες κυβερνητικές αντιλήψεις επιτρέπουν τις αυθαιρεσίες της ιδιωτικής οικονομίας, την πλήρη απουσία προνοιακών κοινωνικών πολιτικών, την ύπαρξη ενός κράτους αντί για ρυθμιστή και εγγυητή της δίκαιης και ελεύθερης κοινωνίας, ως απλού, παθητικού και αδρανούς παρατηρητή των τεκταινομένων στην αγορά εις βάρος της συλλογικής ευημερίας.

Συνεπώς, ουδέποτε έχει υπάρξει ένα αντίστοιχο μοντέλο στην Ελλάδα, ούτε πρόκειται να υπάρξει όταν ο κ. Μητσοτάκης θα κληθεί να αναλάβει τα ηνία της εκτελεστικής εξουσίας. Κάτι που αποτυπώνεται τόσο στην πολιτική του διαδρομή, όσο και στις προτάσεις και τις πολιτικές θέσεις που έχει παραθέσει καθόλη την εσωκομματική προεκλογική περίοδο. Για τον λόγο τούτο, άλλωστε, δεν ήταν ουδόλως τυχαίο το βλέμμα αμηχανίας που διέκρινε κανείς σ' έναν επίσης σοβαρό πολιτικό, τον κ. Μανιάτη -έναν από τους ελάχιστους, μαζί με τον Μητσοτάκη, εργατικούς και αποτελεσματικούς Υπουργούς κατά την περίοδο της συγκυβέρνησης ΝΔ/ΠΑΣΟΚ-, που παραβρισκόταν δίπλα στην πρόεδρο του κόμματός του, όταν η τελευταία εκστόμιζε την εν λόγω ανοησία.

Πέραν πάντως της ανωτέρω αστοχίας της προέδρου του ΠΑΣΟΚ, στις δηλώσεις της περί της εκλογής Μητσοτάκη ομολόγησε και μία αλήθεια. Πράγματι «άβυσσος» χωρίζει την όψιμη ιδεολογική της ταυτότητα με την αντίστοιχη του κ. Μητσοτάκη. Όπως απέδειξαν, κατά τις πρόσφατες συναντήσεις της, οι φιλοφρονήσεις της προς Φωτόπουλους και Παναγόπουλους, η κ. Γεννηματά φέρεται πως κάνει στροφή προς το μοντέλο που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τον φιλελευθερισμό που πρεσβεύει ο Μητσοτάκης, τον υπέρμετρο δηλαδή κρατισμό και, κυρίως δε λαϊκισμό. Ένα μοντέλο που χρεοκόπησε πολιτικά, οικονομικά, πνευματικά και πρωτίστως ηθικά την Ελλάδα. Ένα μοντέλο που ενώ το είχε απορρίψει -τουλάχιστον τυπικώς- από το 2010 το ΠΑΣΟΚ, επανήλθε στο προσκήνιο από τον κ. Τσίπρα ως μέσο για την ανάληψη της εξουσίας, η δε κ. Γεννηματά φέρεται έτοιμη να το αξιοποιήσει με αυτοσκοπό την πολιτική της επιβίωση. Γι' αυτό και ο κ. Γρηγοράκος εύστοχα έκανε λόγο για απουσία ξεκάθαρου πολιτικού στίγματος στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας έτσι την μήνη της προέδρου του και την εκ μέρους της ενάσκηση μιας ανδρεοπαπανδρεϊκής πρακτικής.

Πλην της στροφής της προς τον λαϊκισμό, η διαγραφή βουλευτή εξαιτίας δηλώσεών του και μόνο, έφερε επίσης στο προσκήνιο παλαιολιθικές νοοτροπίες και πρακτικές.

Νοοτροπίες του τύπου ότι «ο αρχηγός οφείλει να απολαμβάνει την τυφλή υποταγή, την προσωπική αφοσίωση και την αναντίρρητη πειθαρχία των βουλευτών του». Επομένως, σαν άλλος Ανδρέας Παπανδρέου που επέλεγε στελέχη με κριτήριο πρωτίστως την αφοσίωση και όχι την ικανότητα, η κ. Γεννηματά θέλησε με τη διαγραφή Γρηγοράκου να επιδείξει τον αυταρχισμό και την πυγμή της εντός της κοινοβουλευτικής της ομάδας -εκδηλώνοντας εν μέρει και την αλαζονεία της-, αποκρύβοντας παράλληλα τεχνηέντως το φόβο και την ανησυχία της. Οι εκ των υστέρων δε βαρύγδουπα εκδηλωθείσες προθέσεις-προσκλήσεις της περί ανάδειξης από τη βάση μιας «μεγάλης συμπαράταξης» καθίστανται ανάξιες σχολιασμού.

Εκείνο πάντως που δυνάμεθα να συγκρατήσουμε από την αυταρχική της αντίδραση απέναντι σ' έναν αντιπρόσωπο του ελληνικού λαού -δίχως βέβαια να ανησυχούμε για τα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ ή της πολύφερνης νύφης «κεντροαριστεράς»-, είναι το -μεταξύ άλλων- έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό μας σύστημα. Ένα έλλειμμα που έχει διαχρονικά μετατρέψει το βουλευτή από αντιπρόσωπο του έθνους και του λαού σε φερέφωνο των βουλήσεων της εκάστοτε ηγεσίας.

Ένα έλλειμμα που από το εσωκομματικό πεδίο είτε του ΠΑΣΟΚ, είτε παλαιόθεν, επί καραμανλικής και σαμαρικής ηγεσίας, της Νέας Δημοκρατίας, έχει μετασταθεί στον πυρήνα της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, τη Βουλή, με τον ρόλο της να παραμένει απλώς επικυρωτικός και ταυτόχρονα πλήρως παραμερισμένος και υποβαθμισμένος εδώ και πολλές δεκαετίες. Εξαιτίας δε της σοβαρότητάς του για την αποτελεσματική λειτουργία του ίδιου μας του πολιτεύματος, αυτό το έλλειμμα Δημοκρατίας έχουμε ΟΛΟΙ -κομματικές ηγεσίες, πολιτικοί αντιπρόσωποι και πολίτες- την υποχρέωση, με σύνεση και σωφροσύνη, να το περιορίσουμε.

Δημοφιλή