Μια ριζοσπαστική αναθεώρηση χωρίς συνταγματική αναθεώρηση

Δεν έφταιγε πάντως το Σύνταγμα για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά ή για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Δεν χρειάζεται εξάλλου να γίνει συνταγματική αναθεώρηση για να παταχθεί η γραφειοκρατία και η φοροδιαφυγή, να επιταχυνθεί η απόδοση της Δικαιοσύνης και να αποκτήσουμε Διοίκηση ευέλικτη και αποτελεσματική, σεβαστή από τον πολίτη και τις επιχειρήσεις. Ας μην χρησιμοποιείται το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του ως άλλοθι της πολιτικής εξουσίας για να καλύψει την ανικανότητά της να αντιμετωπίσει με πολιτικούς όρους ένα πολιτικό πρόβλημα. Και είναι κρίμα για τον τόπο και χρησιμοποιείται η αναθεώρηση ως πυροτέχνημα ή ως μέσο άσκησης.
sooc

Το τελευταίο που χρειάζεται αυτή την στιγμή η χώρα, είναι η κίνηση της διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Σε ώρα μηδέν για την οικονομία της, με την κρατική της υπόσταση να απειλείται και με το πολιτικό σύστημα να καταρρέει και να γίνεται όλο και περισσότερο αναξιόπιστο, κάθε συζήτηση για την αναθεώρηση είναι, κατά την γνώμη μου άκαιρη, άτοπη, ανώφελη και παραπλανητική. Δεν πρόκειται να απαντήσει σε κανένα από τα άμεσα και καυτά προβλήματα, που αναδείχθηκαν με την κρίση ούτε μπορεί να αντιμετωπίσει ή να θεραπεύσει τις χρόνιες, δομικές και υποκειμενικές παθογένειες της ελληνικής πολιτικής ζωής: την πολιτική και διοικητική διαφθορά, την φοροδιαφυγή, την παράλυση του κράτους και της διοίκησης, την διάλυση της παιδείας, ούτε βέβαια να σταθεί απέναντι στην κομματική φαυλότητα και κυρίως την πελατοκρατία.

Δεν έφταιγε πάντως το Σύνταγμα για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά ή για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Δεν χρειάζεται εξάλλου να γίνει συνταγματική αναθεώρηση για να παταχθεί η γραφειοκρατία και η φοροδιαφυγή, να επιταχυνθεί η απόδοση της Δικαιοσύνης και να αποκτήσουμε Διοίκηση ευέλικτη και αποτελεσματική, σεβαστή από τον πολίτη και τις επιχειρήσεις. Ας μην χρησιμοποιείται το Σύνταγμα και η αναθεώρησή του ως άλλοθι της πολιτικής εξουσίας για να καλύψει την ανικανότητά της να αντιμετωπίσει με πολιτικούς όρους ένα πολιτικό πρόβλημα. Και είναι κρίμα για τον τόπο και χρησιμοποιείται η αναθεώρηση ως πυροτέχνημα ή ως μέσο άσκησης.

Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που με κάνει επιφυλακτικό απέναντι σε κάθε εξαγγελία αναθεώρησης. Υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος που με κάνει επιφυλακτικό. Η Αναθεώρηση είναι μια χρονοβόρα διαδικασία. Χρειάζεται αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες από δύο Βουλές. Απαιτεί χρόνο, μια ελάχιστη διάρκεια δύο περίπου ετών για να συντελεστεί. Αφορά, άρα, το μέλλον και όχι το παρόν. Και το πιο σημαντικό είναι ότι χρειάζεται αποφάσεις κοινοβουλευτικές από δύο Βουλές. Πρώτη Βουλή που αποφασίζει για την αναθεώρηση και μια δεύτερη που αναθεωρεί το Σύνταγμα. Και στις δύο απαιτείται μια ελάχιστη εθνική συνεννόηση, πλειοψηφίες ειδικές και ένα ελάχιστο σταθερό δείγμα πολιτικής συναίνεσης. Στο εμφυλιο-πολεμικό και εξόχως πολωτικό κλίμα που ζούμε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, δεν βλέπω να διαμορφώνεται κλίμα συναίνεσης.

Παρόλα αυτά, είναι αλήθεια, το παραδέχομαι, ότι το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος είναι πάντα στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής επικαιρότητας. Ο νέος αρχηγός μάλιστα της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης, το επανάφερε με τις πρώτες δηλώσεις του μετά την εκλογή του στην προεδρία της ΝΔ: η Αναθεώρηση θα ήταν το μόνο ζήτημα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο συνεννόησης και πολιτικής συνδιαλλαγής με τον Σύριζα.

Δεν έφταιγε πάντως το Σύνταγμα για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά ή για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος.

Αν πράγματι υπάρχει προοπτική για εθνική συνεννόηση και πολιτική συναίνεση -είναι κάτι που όλοι το ευχόμαστε και θα πρέπει πάση θυσία να επιδιώκεται- πάνω σε ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και ειδικά στους κανόνες του πολιτικού και εκλογικού παιγνιδιού, τότε μπορεί, κατά την γνώμη μου, να συμφωνηθούν άμεσα, εδώ και τώρα, μερικές θεσμικές αλλαγές, πολύ σημαντικές, που μπορούν να πραγματοποιηθούν όμως από την παρούσα Βουλή με απλό νόμο, χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος. Πρόκειται για αλλαγές συνταγματικού μεν χαρακτήρα που θίγουν όμως το ουσιαστικό και όχι το τυπικό Σύνταγμα.

Αυτές είναι τέσσερις: Πρώτον, μπορεί να μειωθεί με απλό νόμο, όπως το επιτρέπει ρητά το άρθρο 51Σ, ο αριθμός των βουλευτών από 300 σε 200 ή 220, και αυτό να ισχύσει από την επόμενη Βουλή. Αυτό συνεπάγεται ανάλογη μείωση κατά το 1/3 των εδρών στις εκλογικές περιφέρειες και μερική ανακατανομή τους.

Δεύτερον, το προηγούμενο μέτρο χρειάζεται οπωσδήποτε να συνδυαστεί, με την νομοθετική καθιέρωση, κατά τους ορισμούς του άρθρου 81 παρ. 4Σ, του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του υπουργού με εκείνη του βουλευτή. Όποιος βουλευτής διορίζεται υπουργός, θα παραιτείται από το βουλευτικό αξίωμα, δεν θα μπορεί να ασκεί ταυτόχρονα και καθήκοντα βουλευτή. Η βουλευτές εκλέγονται για να αντιπροσωπεύουν το έθνος και να νομοθετούν μαζί με την κυβέρνηση και όχι να κυβερνούν με το μυαλό τους πως επανεκλεγούν βουλευτές ικανοποιώντας την εκλογική πελατείας τους.

Τρίτον, χρειάζεται να γίνει ένας κατακερματισμός, των μεγάλων εκλογικών περιφερειών. Να σπάσουν οι μεγάλες σε μικρότερες για να μειωθούν, μεταξύ των άλλων, οι υπέρογκες εκλογικές δαπάνες και οι αθέμιτες συναλλαγές με τα ΜΜΕ.

Τέταρτον, να μειωθεί δραστικά η σκανδαλώδης πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50 έδρες και να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί η σταυροδοσία. Να αντικατασταθεί με άλλον τρόπο εκδήλωσης της εκλογικής προτίμησης των ψηφοφόρων. Επ΄ αυτού έχουν διατυπωθεί πολλές αξιόλογες προτάσεις, που από μόνες τους αξίζει τον κόπο να γίνουν αντικείμενο εθνικής συνεννόησης.

Και οι τέσσερις αυτές διαρθρωτικές αλλαγές αποβλέπουν σε ένα κεντρικό στόχο: στο να πατάξουν την κομματική φαυλότητα και πελατοκρατία, την εξάρτηση του βουλευτή και του υπουργού από την ψηφοθηρική συναλλαγή και το ρουσφέτι. Σκοπεύουν να επιφέρουν όσο γίνεται πιο καίριο πλήγμα στο αιωνόβιο σαράκι, που κατατρώει το πολιτικό σύστημα και αλλοιώνει την ουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας. Ουσία που βρίσκεται στην ελεύθερη σχέση αντιπροσώπευσης του λαού από τους αντιπροσώπους του και όχι στη σχέση επιτακτικής εντολής των κομματικών ψηφοφόρων της περιφέρειας προς τους βουλευτές του κόμματος.

Η συνταγματική αναθεώρηση έπεται, δεν προηγείται.

O κ. Αντώνης Μανιτάκης, Πρώην Υπουργός, Κοσμήτορας επί τιμή στο Πανεπιστήμιο «Νέαπολις» της Πάφου, είναι ομιλητής στο Delphi Economic Forum, στην ενότητα «Τα Διλήμματα της Συνταγματικής Αναθεώρησης», την Παρασκευή, 26 Φεβρουαρίου στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Περισσότερες πληροφορίες στο www.delphiforum.gr

Δημοφιλή