Είδα: το «Ο Αδαής και ο Παράφρων», σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα

Ο Τόμας Μπέρχαρντ δεν είναι παίξε-γέλασε. Γράφει για την κωμωδία της ανθρώπινης ύπαρξης με τον πιο εκκεντρικό, μελαγχολικό τρόπο, είναι τραγικός και κωμικός μέσα στην ίδια στιγμή και φυσικά τα κείμενα του είναι τόσο ασφυκτικά πυκνά που απαιτούν ασύλληπτη εγρήγορση από τον καθένα που επιλέγει να γίνει κοινωνός τους. Φανταστείτε το αυτό τώρα, να γίνεται λόγος προφορικός, βίωμα ερμηνευτικό και έμπνευση για περαιτέρω εμβάθυνση. Σπαζοκεφαλιά, αν μη τι άλλο.
tospirto.net

Μετά το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στον «Ιμάνουελ Καντ» μια δεύτερη ή μια τρίτη - όπως δρομολογείται - σκηνοθεσία του στον Τόμας Μπέρχαρντ (και μάλιστα μέσα σε διάστημα ενός χρόνου) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως εμμονή. Παρακολουθώντας τη δεύτερη σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα στην σκηνή της Πειραματικής πάνω στον «Αδαή και παράφρονα» ωστόσο, διακρίνουμε συνέπεια. Κι αν αυτό ακούγεται μετριοπαθές, διακρίνουμε πάθος.

Ο Τόμας Μπέρχαρντ δεν είναι παίξε-γέλασε. Γράφει για την κωμωδία της ανθρώπινης ύπαρξης με τον πιο εκκεντρικό, μελαγχολικό τρόπο, είναι τραγικός και κωμικός μέσα στην ίδια στιγμή και φυσικά τα κείμενα του είναι τόσο ασφυκτικά πυκνά που απαιτούν ασύλληπτη εγρήγορση από τον καθένα που επιλέγει να γίνει κοινωνός τους. Φανταστείτε το αυτό τώρα, να γίνεται λόγος προφορικός, βίωμα ερμηνευτικό και έμπνευση για περαιτέρω εμβάθυνση. Σπαζοκεφαλιά, αν μη τι άλλο.

Ο Γιάννος Περλέγκας δεν φαίνεται να διστάζει. «Ο Αδαής και ο Παράφρων» που έχει επιλέξει δεν είναι μια κωμωδία με την ευρεία έννοια του όρου, αλλά μια εγκεφαλική, βιτριολική, γκροτέσκα κατάσταση που ξεκινά από το υπαρξιακό δράμα μιας σοπράνο. Πρόκειται για μια ερμηνεύτρια πραγματικό φαινόμενο στα χρονικά της όπερας που έχει ερμηνεύσει πάνω από 200 φορές τον ίδιο ρόλο στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ και που παρά τη διεθνή καταξίωση της βρίσκεται στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού. Αιτία ο τυφλός πατέρας της, στο πρόσωπο και το status της οποίας έχει επενδύσει κάθε νόημα για να συνεχίσει να ζει, χειραγωγώντας την και εξωθώντας την στα άκρα. Η τελειοθηρία της λοιπόν, γίνεται αδιέξοδη κι αντί να την ζωοδοτεί, την σκοτώνει. Απογυμνώνεται από την ανθρώπινη υπόσταση της και γίνεται μια μαριονέτα. Την ίδια αίσθηση ενισχύει και ο Ιατροδικαστής (που για κάποιο ανεξήγητο λόγο τους συντροφεύει) ο οποίος αντιμετωπίζει την ιατρική ως μέσο οργάνωσης του ανθρωπίνου σώματος κι όχι ως μέσο κατανόησης του.

Η παρουσία του στο έργο δίνει την εγκυρότητα στον Μπέρνχαρντ να οργανώσει τη γραφή και την σκέψη του σαν μια διαδικασία ανατομίας: Ανατέμνοντας τη σχέση ανάμεσα στον πατέρα και στην κόρη, στο θέαμα και στο κοινό, στην τέχνη και τη ζωή, στην επιστήμη και στον κοινό νου. Είναι δε αυτός που ενορχηστρώνει τη ροή της παράστασης, σαν μαέστρος στα παρασκήνια και προκαλεί τις εκρήξεις των προσώπων, σαν όργανα ενός σώματος που αιμορραγούν. Ίσως, είναι μια δυνατότητα ώστε ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ να πλάσει ένα alter ego του, κυνικό, μανιακό, αυτοαναφορικό και να το εντάξει μέσα στην πλοκή.

Η μηχανική συμπεριφορά των ηρώων απαλλαγμένη από κάθε υποψία συναισθήματος προσφέρει το άλλοθι στην σκηνοθεσία να τους αντιμετωπίσει σαν προσωπεία παρά σαν πρόσωπα. Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις βασικοί ήρωες δεν έχουν καν ονόματα παρά μόνον ιδιότητες. Είναι δηλαδή, αυτό που κάνουν. Με την καθοριστική συμβολή του Χρόνη Τζήμου στις κομμώσεις, της Εύης Ζαφειροπούλου στο μακιγιάζ και την κινησιολογική επιμέλεια της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου, ο Περλέγκας κερδίζει το πρώτο στοίχημα στην κατασκευή μιας θεατρικής ατμόσφαιρας, μιας επιδραστικής μεταμόρφωσης των ηθοποιών σαν κλόουν, που μοιάζει να αποφορτίζει και την αναμέτρηση τους με τον λόγο.

Το εντυπωσιακό είναι πως ενώ το ίδιο το κείμενο σαρκάζει την υπέρμετρη αφοσίωση του καλλιτέχνη ή του επιστήμονα στο αντικείμενο του την ίδια ώρα αναγκάζει εκείνους που το αναπαριστούν να κάνουν το ίδιο. Να δουλέψουν, τρόπον τινά, βιωματικά. Εξάλλου, χωρίς στρατιωτική πειθαρχία ούτε αυτό το κείμενο ερμηνεύεται, ούτε η παράσταση ανεβαίνει.

Οι ηθοποιοί λοιπόν είναι σχεδόν ασκητές. Με εξαίρεση τον Γιάννη Καπελέρη που έχει το μικρότερο, σε διάρκεια, ρόλο αλλά με εξαιρετικά κωμικά ξεσπάσματα, οι άλλοι τρεις ερμηνευτές «τρέχουν» αγώνα δρόμου. Η Ανθή Ευστρατιάδου ως Βασίλισσα της Νύχτας, ο Γιάννος Περλέγκας ως Ιατροδικαστής και ο Χρήστος Μαλάκης ως Πατέρας ιδρώνουν - κυριολεκτικά και μεταφορικά - για να ανταποκριθούν στο ύψος της πρόκλησης. Και ισορροπούν θαυμάσια ανάμεσα στο πικρό χιούμορ και τη συγκαλυμμένη τραγωδία.

Η ανισορροπία πάντως, ελλοχεύει αλλού. Το κείμενο του Μπέρνχαρντ (στην έξοχη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα ο οποίος, τι σύμπτωση, έχει εργαστεί ως ιατροδικαστής) χρειάζεται γενναία περικοπή, μια πρώτη σκηνοθεσία δηλαδή στην επεξεργασία του. Οι υπεραναλυτικές εξηγήσεις περί ανατομίας βαραίνουν την παράσταση, της επιτρέπουν να φλυαρεί, να πλατειάζει, να χάνει, κατά τόπους, το νεύρο της. Το δε σκηνικό, ένας λαβύρινθος που σχηματίζεται από μεγάλους ορθογώνιους όγκους (το υπογράφει η Λουκία Χουλιάρα που έχει επιμεληθεί τα ωραία κοστούμια) «μπουκώνει» το χώρο της σκηνής. Θα μπορούσε κάλλιστα η ιδέα του σχεδιασμού να εξυπηρετηθεί με μικρότερης κλίμακας αντικείμενα, ποντάροντας στους ίδιους νοηματικούς συμβολισμούς, χωρίς να δίνεται αυτή η εντύπωση της σκηνογραφικής ασφυξίας.

Καταλήγοντας - και παρά τις αδυναμίες της - μια ακόμα θαρραλέα πράξη από τον Γιάννο Περλέγκα.

Στέλλα Χαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Δημοφιλή