Κούβα: Επίσκεψη στο όραμα

Αυτές είναι μερικές από τις αναμνήσεις μου - μια εκθαμβωτική σειρά εικόνων, χρωμάτων και γεύσεων που διαπνέονταν από την βαθιά ευτυχία ότι βρισκόμουν σε ένα μέρος που αποτελούσε όραμα για εμένα για τόσο καιρό. Εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη μια τεράστια διαφορά μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών εδώ και πολλά από όσα βλέπει κανείς τον κάνουν να θλίβεται ή να θυμώνει. Εντούτοις, οι Κουβανοί, το πνεύμα, η ένεργειά τους και η ικανότητά τους να φτιάχνουν τόσο εκπληκτικά πούρα, μουσική και μοχίτος με χάρη, ρυθμό και ταλέντο θα σας κλέψουν την καρδιά. Και θα είστε τόσο ευχαριστημένοι που το έκαναν.

Η φθορά δεν μου είναι παντελώς άγνωστη. Στην πόλη μου, στην Αθήνα, έχω υπάρξει μάρτυρας της φθοράς και της κατάρρευσης περίτεχνων επαύλεων από τα τέλη της δεκαετίας 1800, λόγω ετών παραμέλησης, ρύπανσης και της προλεταριακής μανίας. Όλο και περισσότερα καταστήματα κλείνουν παροδικά αλλά και μόνιμα, οι κάποτε «καλές» γειτονιές τώρα πλέον κατακλύζονται από ναρκωτικά και είναι επικίνδυνες. Και εδώ υπάρχουν κτήρια τύπου Σοβιετικού μπλοκ, των οποίων το γκρίζο χρώμα δεν μπορεί ποτέ να φωτιστεί αρκετά ανεξάρτητα από το πόσο φως από τον Μεσογειακό ήλιο ξεπλένει την χλωμάδα τους.

Η La Havana - το άρθρο εισάγεται επειδή στην Ισπανική και στην Γαλλική γλώσσα απαιτείται δικαιολογημένα μια διάκριση τίτλου -είναι η προσωποποίηση της φθοράς σε κινηματογραφική κλίμακα που μοιάζει με μια ηχητική σκηνή. Εξωτερικά κτηρίων, με περίτεχνες γύψινες διακοσμήσεις - γιρλάντες φουρούσια, μετέωρες αντηρίδες και φο κολώνες Κορινθιακού ρυθμού - που προβάλουν σαν κάστρα στον δρόμο, όπου όμως σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει τίποτε πίσω τους παρά μόνο το κενό. Ή ένα εσωτερικό το οποίο έχει καταρρεύσει εσωτερικά με ένα κακομοιριασμένο δέντρο που υψώνεται προς τα έξω και προς τον ουρανό, προσπαθώντας να εισάγει ένα μικρό σημάδι ζωής μέσα σε ένα ετοιμόρροπο περίβλημα.

Ευτυχώς, τα περισσότερα από τα κτήρια παραμένουν άθικτα και με ιδιότητες που σε υπνωτίζουν. Τα χρώματα των προσόψεων συναγωνίζονται μεταξύ τους στην οπτική έκσταση και με τα λαμπερά παστέλ των διάσημων Αμερικανικών αυτοκινήτων της πόλης από τη δεκαετία του 1950.

Πράσινο της μέντας, έντονο ροζ, βασιλικό μπλε, φούξια, εκτυφλωτικό κίτρινο, φιστικί και πράσινο του αρακά - όλ' αυτά αναμεμειγμένα στις εξωτερικές επιφάνειες από στόκο εντυπωσιακών κτηρίων που έχουν χτιστεί από το 1890 και μετά από μεγιστάνες των οποίων οι περιουσίες είχαν αυγατίσει από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου, την παραγωγή ρούμι και βέβαια τις μοναδικές φυτείες Κουβανέζικου καπνού ...που δεν υπάρχουν πουθενά άλλου στον κόσμο.

Σήμερα, οι κομψές πολυκατοικίες της Παλιάς Πόλης της Αβάνας (Havana Vieja) κατοικούνται από εκατοντάδες ανθρώπους...περνά κανείς βλέποντας των εξαιρετικό εσωτερικό τους διάκοσμο αλλά καθώς κρυφοκοιτάζει μέσα από τις σκοτεινιασμένες εισόδους, η φτώχεια είναι αρκετά εμφανής. Στενά ανοίγματα κρύβουν στριμωγμένα χασάπικα, μεγαλύτερα ανοίγματα αποκαλύπτουν σπηλαιώδη μανάβικα... οι προμήθειες σε τρόφιμα είναι άφθονες και η Κούβα έχει ουσιαστικά μηδενικά ποσοστά υποσιτισμού.

Υπήρξα ερωτευμένη με την ιδέα της Κούβας για χρόνια, μια ανεξήγητη λαχτάρα από μακριά να μπορέσω να γνωρίσω αυτόν τον κατεστραμμένο αστικό παράδεισο. Γνώριζα καλά την Καραϊβική, τις παραλίες με άμμο λεπτή και απαλή σαν σκόνη, τις θάλασσες που ήταν ένα παράδοξο κρυστάλλινης διαύγειας και υψηλών θερμοκρασιών, τα υπερβολικά διακοσμημένα κοκτέιλ, την εκτυφλωτικά κατάφυτη βλάστηση, τα σπίτια με τα κομψά χρώματα σε όλα τα νησιά που ήταν είτε Βρετανικής, είτε Γαλλικής, είτε Ολλανδικής καταγωγής.

Η Κούβα είναι διαφορετική. Δεν είναι ούτε φτιαγμένη στην πένα, ούτε με άψογο μανικιούρ, ούτε είναι τακτοποιημένη και γυαλισμένη. Δεν τηρεί γραφικές Αγγλικές συνήθειες όπως το να παίρνουμε το τσάι μας και να παίζουμε κρίκετ, δεν είναι ούτε αποστειρωμένη ούτε προσαρμοσμένη στα δυτικά πρότυπα, ούτε και έχει εμπορικά κέντρα, μπουτίκ γνωστών σχεδιαστών ή ξενοδοχεία 7 αστέρων. Η μαγεία και η μοναδικότητά της έγκειται στο ότι είναι κατεστραμμένη αλλά πανέμορφη, αυθεντική, ανθρώπινη, συγκινητική, αφάνταστα διασκεδαστική με καταπληκτικούς ανθρώπους. Προσελκύει το ενδιαφέρον σας από την στιγμή που φτάνετε στο αεροδρόμιο με το ταβάνι που στάζει και με τον φαινομενικά αργό ιμάντα αποσκευών και το κρατά αμείωτο καθ' όλη την παραμονή σας εκεί.

Σε ό,τι αφορά στις μεταφορές, τα κίτρινα ταξί είναι εύκολο να βρεθούν και ασφαλή, εντούτοις δεν θα πρέπει να αμελήσετε να κάνετε μια βόλτα με ένα vintage αυτοκίνητο μάρκας Dodge, Studebacker ή Chevrolet Impala, Buick, Ford ή Packard. Ή με μία ξεδιάντροπα μεγάλη και ρυπογόνα λιμουζίνα Σοβιετικού τύπου, από την οποία αναμένει κανείς να βγουν η μούμια του Μπρέζνιεφ ή του Χρουστσόφ.

Αυτές οι επιδρομές όμως θα πρέπει να περιορίζονται σε εξόδους στις πόλεις. Παρά την εύκολη πρόσβαση σε ανταλλακτικά που προκαλεί κατάπληξη, την επινοητικότητα των μηχανικών αυτοκινήτων και τα ξεθωριασμένα αλλά χλιδάτα εσωτερικά τους, τα αυτοκίνητα αυτά δεν μπορούν να υποστηρίξουν μια εκδρομή στις λεωφόρους της Κούβας όπου κυριαρχούν η αστάθεια και οι λακκούβες.

Οι τιμές ενοικίασης αυτοκινήτου μου φάνηκαν ίδιες με τις Ευρωπαϊκές, η αμοιβή όμως του οδηγού μας ήταν λογική - 30 ευρώ την ημέρα, το αντίστοιχο των 30 cuc (από τα αρχικά των λέξεων «conventional Cuban convertible» pesos) που είναι το ισοδύναμο του νομίσματος της Κούβας για τους αλλοδαπούς. Εξαιτίας όμως κακής συνεννόησης με γραπτό μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο, χρειάστηκε να ενοικιάσουμε αυτοκίνητο το βράδυ που φτάσαμε αεροπορικώς, κουρασμένοι και σε σύγχυση και με τις διαπραγματευτικές μας ικανότητες κάπως μειωμένες.

Τα ξενοδοχεία είναι τεράστια και ποικίλουν από μερικά ερειπωμένα, Σοβιετικά, μεγαλιθικά ξενοδοχεία κατά μήκος της ακτής έως μερικά μικρότερα, πιο οικεία, με χαρακτήρα και ωραίο περιβάλλον στο κέντρο της παλιάς πόλης. Το Saratoga διαθέτει ένα ήσυχο λόμπι, άλλα περιλαμβάνουν το Armadores de Santander, με το θεσπέσιο εσωτερικό του, το Hotel Raquel σε ένα πανέμορφο κτήριο, το επιβλητικό Telegrafo και το Ξενοδοχείο Los Frailes με το λόμπι με το περιστύλιο.

Επέλεξα το National και θα το έκανα και πάλι. Σχεδιασμένο από τους Αμερικανούς αρχιτέκτονες Mckim, Mead και White που δημιούργησαν τον Σταθμό Penn Station, τα Harvard και Metropolitan Clubs της Νέας Υόρκης, διαθέτει ένα τεράστιο λόμπι ενός μιλίου, Μαυριτανικού ύφους, ένα εστιατόριο σε μια αίθουσα χορού της δεκαετίας του 1930 με οδοντωτά, σαν λέπια ανάγλυφα στο ταβάνι, μια τεράστια στοά όπου βρίσκεται το μπαρ και διαδρόμους αναλογιών Ανατολικού Μπλοκ με έντονο πράσινο lime χρώμα που σε ζαλίζει.

Οι σουίτες και τα δωμάτια, όπως αρμόζει σε ένα ξενοδοχείο 400 κλινών εκείνης της εποχής, είναι διαφόρων μεγεθών και βαθμών γοητείας. Μια τζούνιορ σουίτα κοστίζει 420 € και ένα δίκλινο δωμάτιο 310€ ανά διανυκτέρευση. Βαριά Ισπανικά αποικιακά έπιπλα πνίγουν το δωμάτιο, η θέα από ορισμένα όμως από αυτά είναι υπέροχη, ορισμένα μπάνια είναι τεράστια και η υπηρεσία δωματίου αντίστοιχη με εκείνη οποιουδήποτε διεθνούς ξενοδοχείου πέντε αστέρων, ενώ η καλή μας καμαριέρα πληρώνεται φαινομενικά πολύ λιγότερα χρήματα από την Ευρωπαία συνάδελφό της!

Το Nacional με τον πυργίσκο βρίσκεται επιβλητικό στην λεωφόρο Malécon, στον παραλιακό πεζόδρομο με τα τείχη. Η Αμερικανική Πρεσβεία που είναι σαν φρούριο φαίνεται πολύ ήσυχη αριστερά ενώ η παλιά Αβάνα βρίσκεται σε απόσταση περίπου 3 χιλιόμετρα προς τα δεξιά. Η Malécon ήταν η καθημερινή μας διαδρομή για τρέξιμο αν και αυτό που κατόρθωσα στην Κούβα ήταν κάτι που πλησίαζε στο τρέξιμο χωρίς να είναι τρέξιμο αυτό καθ' εαυτό. Η υγρασία ήταν 90%, ο καιρός στα μέσα Ιανουαρίου αυτήν την χρονιά έμοιαζε πιο πολύ με τον καιρό του Μάντσεστερ της Αγγλίας, παρά με τον καιρό στις Μεγάλες Αντίλλες, με θερμοκρασία 14 βαθμούς στην καλύτερη περίπτωση στη διάρκεια της ημέρας και 9 βαθμούς το βράδυ, με βροχές και θυελλώδεις ανέμους που μαστίγωναν την θάλασσα και την μετέτρεπαν στο πιο αφιλόξενο μέρος. Η ιδέα και μόνο της κωπηλασίας ήταν αποκρουστική, πόσω μάλλον της κολύμβησης. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει ένας βραχώδης ύφαλος σε όλο το μήκος της Malecon και οι πλησιέστερες παραλίες, οι Playas Del Este, απέχουν σαράντα λεπτά. Η διαδρομή για τρέξιμο θα ήταν πιο ακριβές να μετονομαστεί σε διαδρομή για τρέξιμο, μπουρδούκλωμα και βάδισμα.

Φτάσαμε στην αποβάθρα απέναντι από το Κάστρο Morro, ένα φρούριο από χαμηλές πέτρες που βρίσκεται μελαγχολικό στο άνοιγμα του λιμανιού, υπερασπιζόμενο την Κούβα από τους πειρατές στο παρελθόν και γνέφοντας τώρα στα κρουαζιερόπλοια που είναι υπέργεμάτα με τουρίστες. Σε μικρή απόσταση, υπάρχει ένα λευκό άγαλμα του Χριστού που μοιάζει εκπληκτικά με αυτό που βρίσκεται στο Ρίο ντε Τζανέιρο αλλά είναι μικρότερο και με τα χέρια σε διαφορετική στάση. Μπορεί κανείς να κάνει περίπατο κατά μήκος των τειχών του στιβαρού κάστρου, να περάσει δίπλα από μαύρα κανόνια με πίσσα και να επισκεφθεί το παρεκκλήσι και τα καταστήματα πολεμοφοδίων ή να ανέβει στον φάρο, μόνον όμως όταν έχει νηνεμία. Τις περισσότερες ημέρες, τα κύματα χτυπούσαν το ένα το άλλο και έσκαγαν στα βράχια, ικανά να παρασύρουν μακριά οποιονδήποτε ενθουσιώδη, επίδοξο φωτογράφο!

Σχεδόν απέναντι από το κάστρο βρίσκεται το Ferria San José, ένας κατεστραμμένος σιδηροδρομικός σταθμός ακριβώς δίπλα από τη θάλασσα και τον περισσότερο καιρό μέσα σε αυτήν, λόγω των ψηλών κυμάτων. Είναι μια θορυβώδης, γεμάτη ζωή αποθήκη με vibe που θυμίζει αυτό των παρόχθιων περιοχών στη Νέα Υόρκη, όπου συνωστίζονται πάγκοι όπου πωλούνται διάφορα εμπορεύματα από όλη την Κούβα: ζωγραφικοί πίνακες ναΐφ, μπλουζάκια, τύμπανα και τοπικά μουσικά όργανα, σταχτοδοχεία και βάσεις για πούρα και φτηνά μπιχλιμπίδια.

Ολοκληρώσαμε την πρώτη μας μέρα με αρκετά κοκτέιλ Daiquiri (ντάκιρι) και με σνακ από τα οποία έλειπε η φαντασία στην La Floridita, στο μπαρ που επισκέπτονταν πιο συχνά ο Χέμινγουεϊ μεταξύ των πολλών αγαπημένων του. Το μπρούτζινο ομοίωμά του βρίσκεται στον πάγκο του μπαρ και καθώς καθίσαμε μια μικρή ορχήστρα άρχισε να παίζει όπως φαίνεται ότι κάνει πάντα εδώ. Ρουφώντας ρούμι και τραβώντας ρουφηξιές από το πρώτο μου πούρο που κάπνιζα στην γενέτειρά του, αισθάνθηκα να κατακλύζομαι από χαρά κι ένα παράδοξο συναίσθημα του ότι ήμουν στο σπίτι μου.

Η επόμενη ημέρα ήταν Κυριακή. Ενώ εγώ πίστευα ότι υποτίθεται ότι ήταν νησί άθεων, πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν στην εκκλησία. Έπειτα από μια σοβαρή επίσκεψη στην Santa Maria de Mercedes όπου ανάψαμε κεριά και αφήσαμε λευκά λουλούδια δίπλα τους, επισκεφθήκαμε την πλατεία Plaza san Carlos και το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο φιλοξενείται στην κατοικία του Κυβερνήτη της Κούβας. Όπως σε όλα τα μουσεία που φιλοξενούνται σε παλιές επαύλεις, η Μαυριτανική αρχιτεκτονική προσέδιδε μια επιβλητική ατμόσφαιρα ηρεμίας. Παχιοί τοίχοι κατέληγαν σε μια εσωτερική αυλή και σε μια στοά στον πρώτο όροφο, τα κύρια δωμάτια είχαν ταβάνια με ζωγραφισμένη ξύλινα φατνώματα ενώ ο υπόλοιπος χώρος καταλαμβάνονταν αποκλειστικά από βαριές Ισπανικές καρέκλες, πορσελάνινα αγαλματίδια Meissen, Γαλλικά κεραμικά και μουτρωμένους υπαλλήλους που γίνονταν γοητευτικοί μόλις έπαιρναν φιλοδώρημα.

Έξω από το μουσείο βρίσκεται ένα υπαίθριο παζάρι με ποικιλία ρολογιών αντικών, μαχαιροπήρουνων, κοσμημάτων και βιβλίων. Δεν αγόρασα ένα μεγάλο σταχτοδοχείο για πούρα μάρκας Trinidad στην τιμή των 150 ευρώ, κάτι το οποίο φαινόταν τόσο υπερβολικό στην Σοσιαλιστική Κούβα...Ακόμη μετανιώνω που άκουσα την εσωτερική φωνή της λογικής μου!

Περάσαμε από καφέ που ονομάζονταν Μουσείο του Καφέ, Μουσείο του Νερού αλλά ορισμένα ήταν κλειστά. Η λέξη «Cerrado» (Κλειστό) είναι η λέξη που βλέπαμε συχνά - το Καπιτώλιο, το Εθνικό Μουσείο Καλών Τεχνών, το γνήσιο εργοστάσιο πούρων Partagas, όλα ήταν κλειστά για ανακαίνιση, γεγονός που έμοιαζε παράξενο για την αιχμή της τουριστικής περιόδου αλλά όπως ανακάλυψα όλες οι περίοδοι είναι περίοδοι αιχμής με εξαίρεση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο οπότε η υγρασία μπορεί να είναι απαγορευτική για ο,τιδήποτε.

Στη συνέχεια, διασχίσαμε την πόλη για να βρεθούμε στην Plaza Sagrada, όπου επιχειρήσαμε να επισκεφθούμε τη δική μας Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία και καταφέραμε να την εντοπίσουμε ανοικτή τρεις ημέρες αργότερα. Επίσης έριξα και μια προσεκτική ματιά σε μια μελαγχολική εκκλησία η οποία στεγάζει το Μουσείο Θρησκευτικής Τέχνης, που είναι γεμάτη με μάλλον μακάβριες ξύλινες φιγούρες και άλλα κειμήλια.

Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη σε ένα άλλο στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί την Κούβα από τις αντίστοιχες τοποθεσίες της Καραϊβικής. Υπάρχουν αμέτρητα μουσεία που καλύπτουν όλα τα θέματα, από την σοκολάτα μέχρι τα κεραμικά. Τα τρία αγαπημένα μου ήταν το Μουσείο της Επανάστασης, το Μουσείο για το ρούμι Havana Club και το Μουσείο Κουβανέζικης Τέχνης. Το Μουσείο της Επανάστασης είναι εγκατεστημένο στην Έπαυλη του Κυβερνήτη από την οποία εκδιώχθηκε με τόσο άδοξο τρόπο το 1959 ο δικτάτορας Fulgencio Batista.

Σας φέρνει αντιμέτωπους με λεκιασμένα με αίμα πουκάμισα, εγκαταλελειμμένα παπούτσια και μια πληθώρα τεκμηρίων ιστορικής καταγραφής σχετικά με ήρωες που πέθαναν μαρτυρικά για τον αγώνα του Κάστρο.

Η κλειστοφοβική διάταξη, τα πλακάτ υπέρ του αγώνα όπως εκείνα που βλέπει κανείς στις μεγάλες πινακίδες κατά μήκος των λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας, που εκθειάζουν τον σοσιαλισμό και που απειλούν όσους ενδέχεται να διαφωνούν, μου έκαναν παντελή πλύση εγκεφάλου. Αισθάνθηκα σοκαρισμένη με την διαφθορά που υπήρχε πριν από την εποχή του Κάστρο και συνειδητοποίησα με δέος πόσο υπέρμετρο θαυμασμό και θέρμη εξακολουθεί ακόμη να εμπνέει μαζί με τον μυθικό του ομόλογο Τσε Γκεβάρα. Το μόνο εκπληκτικό απομεινάρι του απολυταρχικού παρελθόντος αυτού του ανακτόρου του κυβερνήτη είναι η μεγάλη αίθουσα συμβουλίων, η οποία τώρα επισκευάζεται και ανακαινίζεται ώστε να επανέλθει στις προηγούμενες χρυσές, καπιταλιστικές δόξες της.

Εκτός από το ότι έμεινα με ανοικτό το στόμα μπροστά σε αυτό το θέαμα, έφυγα νιώθοντας αποπροσανατολισμένη και κατά συνέπεια έχασα και τα εξωτερικά εκθέματα, τα οποία μπορεί κανείς να επισκεφθεί μόνον εφόσον είναι μέσα στο μουσείο. Πρόκειται για την άσβεστη φλόγα της Επανάστασης, πυραύλους και αεροπλάνα και το αυθεντικό σκάφος Granma με το οποίο ταξίδεψαν οι επαναστάτες.

Το Μουσείο Κουβανέζικης Τέχνης είναι σοφά σχεδιασμένο και φιλοξενεί σύγχρονους και ιστορικούς πίνακες ζωγραφικής.

Στο ισόγειο, βρίσκονται ακριβά και προκλητικά έργα του Esterio Segura, του οποίου το ατελιέ θέλαμε να επισκεφθούμε στην άλλη πλευρά της πόλης. Λόγω του άστατου καιρού και της έλλειψης ζωντάνιας από τον οδηγό μας, δεν πήγαμε ποτέ εκεί, τα έργα του όμως ακόμη στοιχειώνουν το μυαλό μου.

Το Μουσείο για το Ρούμι Havana Club είναι το πλησιέστερο μέρος που μπορεί κανείς να παρομοιάσει με τις δραστηριότητες της Disney World στην Κούβα. Παρουσιάζει τα όργανα και τα μέσα που χρησιμοποιούνταν για τη μετατροπή του ζαχαροκάλαμου σε ρούμι, ερευνά την ανατριχιαστική χρήση σκλάβων μέχρι και το 1886 και έχει μια μεγάλη μακέτα εργοστασίου ζαχαροκάλαμου με σιδηροδρομικές ράγες και φούρνους με φλόγες που τρεμοπαίζουν.

Το δικό μου παντς με ρούμι από ζαχαροκάλαμο, το οποίο αγόρασα στην αυλή πριν από την περιήγησή μου, δεν βοήθησε ούτε την συγκέντρωση, ούτε την ισορροπία μου, αλλά το θέμα με ενδιέφερε πραγματικά. Η περιήγηση σταματά σε ένα υγρό και κρύο κατάστημα με είδη δώρων όπου παραμονεύει το πνεύμα της Disney και όπου πωλείται ρούμι Havana Club και συναφή αξεσουάρ.

Δύο άλλα αξιοσημείωτα μουσεία είναι το ισόγειο ενός σπιτιού της Αβάνας, το οποίο υπήρξε η κατοικία του συγγραφέα José Lezama Lima, γεμάτο ασφυκτικά με βιβλία και ατμόσφαιρα και το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών στο Miramar, μια περίτεχνη κατοικία των αρχών του 20ου αιώνα που χτίστηκε για έναν βαρόνο της ζάχαρης, της οποίας τα επιδεικτικά δωμάτια υπερηφανεύονται μια συλλογή Κινέζικων βάζων, Γαλλικών επίπλων και μαρμάρων από την Carrara. Αποτελεί ένα πνιγηρό αλλά καλά διατηρημένο παράδειγμα Κουβανέζικης έπαυλης που συνοδεύεται από έναν παλιό κήπο με δύο τεράστια αγάλματα σκύλων.

Οι απολαύσεις της Αβάνας ήταν άφθονες αλλά πρέπει να ξεφεύγει κανείς από αυτές έπειτα από μερικές ημέρες. Η πρώτη μας εκδρομή ήταν στο Viñales (Βινιάλες), στην περιοχή καλλιέργειας καπνών του Piñar del Rio.

Οι πλούσιοι, πράσινοι ορίζοντες ασκούσαν ηρεμιστική δράση και η εμπειρία της εισόδου σε ένα σπίτι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από ξύλο καθώς και του να περπατήσει κανείς ανάμεσα στις σειρές των φύλλων καπνού που είχαν απλωθεί για να ξεραθούν ήταν αξέχαστη.

Το ζευγάρι των ηλικιωμένων που εργάζονται εκεί, έστριψαν για μένα ένα αυτοσχέδιο πούρο. Έξω, κότες, πρόβατα και ένας κόκκορας - αρσενικό τύπου Α - μας έκαναν παρέα και θα ήμουν ευτυχής αν έμενα εκεί και χαζολογούσα για όλη την υπόλοιπη ημέρα. Όμως πήγαμε στις Σπηλιές του Santo Tomas, οι οποίες, όπως μου είπαν οι κόρες μου, έκρυβαν σταλακτίτες και άλλα θαύματα.

Για να φτάσει κανείς στο Viñales, διασχίζει το Miramar, το Μπέβερλυ Χιλς της Αβάνας και του οποίου ο κύριος οδικός άξονας ονομάζεται επίσης Πέμπτη Λεωφόρος. Εδώ βρίσκονται πολυτελείς επαύλεις με πύλες, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι πρεσβείες με εκπληκτικούς κήπους και σκιασμένες, ισόγειες βεράντες. Αυτές οδηγούν σε ορισμένες, πραγματικά μεγάλες οικίες που ανήκουν στους ηγέτες και στην ελίτ της Κούβας. Συγκράτησα τις αντιδράσεις μου, σκεπτόμενη τις τρώγλες της Αβάνας, παρά το ότι βρίσκονταν σε ένδοξα, κατεστραμμένα κτήρια.

Η δεύτερη εκδρομή, που πραγματοποιήθηκε με μισή καρδιά, ήταν μια απόπειρα να εξερευνήσω το Varadero. Ο δροσερός, λευκός ουρανός, η χαμηλή θερμοκρασία, η ανησυχία για την μία κόρη μου που είχα αφήσει στο ξενοδοχείο με τροφική δηλητηρίαση, δεν προσέδωσαν ενθουσιασμό στο ταξίδι μου, το οποίο ήταν μακρύ, κουραστικό και βαρετό.

Το Varadero είναι μια μακριά γλώσσα ξηράς και στο σημείο όπου ξεκινά έχει μια μεγάλη δημόσια παραλία. Η άμμος είναι λευκή και απαλή, με παράξενες μέδουσες σε γαλάζιο χρώμα και σε σχήμα άστρου σε όλη την ακτή. Υπήρχε ένας θαρραλέος Δυτικός πατέρας ο οποίος βούταγε μαζί με τον εξίσου θαρραλέο γιό του στα κύματα που έσκαγαν στην ακτή. Κατά τα άλλα, η παραλία ήταν άδεια. Ο δρόμος παράλληλα προς την παραλία είχε απαίσια τουριστικά καταστήματα και μπαρ, όπως αυτά που βρίσκει κανείς σε φθηνά θέρετρα σε όλον τον κόσμο. Έκανα το λάθος να μην επιμείνω να οδηγήσουμε προς την κατεύθυνση των πολυτελών ξενοδοχείων ... κάτι που ελπίζω ότι θα κάνω σε μια μελλοντική και πιο ηλιόλουστη επίσκεψη.

Η τρίτη εκδρομή ήταν η καλύτερη.... Η ημερήσια εκδρομή με αυτοκίνητο που ανέπτυσσε μεγάλη ταχύτητα προς το Cienfuegos.

Η πόλη έχει μια μακριά, κεντρική οδική αρτηρία με χρωματιστά παστέλ σπίτια και πολλές ενδιαφέρουσες γκαλερί, ένα μικρό Μαυριτανικό ανάκτορο με εσωτερικό που φαίνεται σκούρο λόγω της βαριάς Βικτωριανής επίπλωσης, έναν πεζόδρομο με τουριστικά και τοπικά καταστήματα με τίποτε που να θέλω να αγοράσω και μια κεντρική πλατεία στην οποία βρίσκεται το θέατρο Tomas Terry , έναν καθεδρικό ναό που ήταν κλειστός και ένα εντυπωσιακό κρατικό κτήριο. Περίμενα να δω μικρά δρομάκια με μπαρ, αλλά δεν υπήρχε τίποτε.

Επιστρέψαμε στην Αβάνα για τη νυχτερινή ζωή. Τα paladar, ιδιωτικά εστιατόρια που λειτουργούν σε διαμερίσματα και σπίτια, είναι μια βασική εμπειρία της Αβάνας. Ορισμένα ανήκουν στο κράτος με εκλεπτυσμένο φαγητό και έναν μάλλον «αποστειρωμένο» αέρα. Το Vista al Mar και το Doctor Café βρίσκονται στο Μιραμάρ, με καλό φαγητό αλλά δεν διαθέτουν γοητεία. Το πιο ένδοξο είναι το La Guarida και το επισκεφθήκαμε δύο φορές. Στεγασμένο σε μια καταρρέουσα πολυκατοικία που είναι πραγματικό σκηνικό κινηματογραφικής ταινίας, με πρόσβαση σε αυτό από μια σκάλα η οποία είναι ταυτόχρονα μισογκρεμισμένη και μεγαλοπρεπής, διαθέτει πολλές διαφορετικές αίθουσες με πολυέλαιους και ένα πολυτελές, όχι απόλυτα άψογο, εσωτερικό. Τα κοκτέιλ είναι περίφημα, μπορείς να καπνίσεις τα πούρα σου χωρίς καμία αντίδραση από τους τουρίστες στο διπλανό τραπέζι ... είναι η απόλυτη ηδονή! Το Collins μου με ρούμι συνοδεύτηκε από τραγανά Τάκος Ιστιοφόρου (είδος ψαριού) στον ατμό και από πικάντικο ταρτάρ τόνου ενώ η Σαγκρία της κόρης μου είχε σερβιριστεί σε ένα ποτήρι τόσο μεγάλο που έκρυβε το πρόσωπό της. Ένα αξέχαστο κυρίως πιάτο ήταν το γλυκό κοτόπουλο με μέλι και λεμόνι.

Μια δεύτερη επίσκεψη «must» είναι σε ένα παροπλισμένο εργοστάσιο φυτικών ελαίων που ονομάζεται El Cocinero. Ανατριχιάσαμε με την ομοιότητα της ταράτσας με το στυλ του Μπρούκλυν καθώς απολαμβάναμε το Χιλιανό Sauvignon Blanc με βόμβες από πουρέ φρούτων, εμβαπτισμένο με ρούμι και μια πιο σύγχρονη, πικάντικη άποψη των κάπως περιορισμένων πιάτων που προσφέρει η Κούβα. Θυμάμαι μια τραγανή και γευστική σαλάτα, μια τάρτα τυριού και μια ποικιλία τριών διαφορετικών τάκο. Υπήρχε μια σοκολατόπιτα με λιωμένη σοκολάτα γάλακτος που δεν μπορώ να ξεχάσω.

Το τρίτο «must» ήταν το paladar «Mercaderia» που πήρε το όνομά του από την οδό στην οποία βρίσκεται: Mercaderes. Εδώ τα πιάτα ήταν τηγανητές malangas (όπως οι μπανάνες των Αντιλλών), ελιές, αστακός ποσέ με σως Sunrise, που είναι μια πολύ καλή μαγιονέζα, χοιρινά παϊδάκια μαγειρεμένα σε χαμηλή φωτιά με ανάμεικτα λαχανικά και καλά βρασμένο ρύζι με μαύρα φασόλια και κομμάτια γιούκα. Σέρβιραν την καλύτερη «crème catalan» που έχω δοκιμάσει ποτέ.

Τα μεσημεριανά γεύματα ήταν πιο απλά - δύο εξαιρέσεις ήταν το Café Abel, το οποίο λειτουργούσε ο ίδιος ο Abel ο οποίος εργάζεται στο εργοστάσιο Partagas όπου στρίβουν καθημερινά 20.000 πούρα. Ένας φωτεινός χώρος στον δεύτερο όροφο με προσεκτική εξυπηρέτηση παρόλο που είναι λίγο αργή και με φαγητό που προσφέρεται όμορφα σερβιρισμένο σε παλιά σερβίτσια. Το δεύτερο είναι ο χώρος από τον οποίο προήλθε υποτίθεται το Mojito, η La Bodeguita del Medio που άνοιξε το 1942, γεμάτη μέχρι το ταβάνι με φωτογραφίες από διασημότητες και με μενού που βασίζεται κυρίως στο χοιρινό και στις τηγανητές μπανάνες Αντιλλών.

Κάθε βράδυ ορκιζόμασταν ότι θα πηγαίναμε σε ένα μπαρ σάλσα όπως το La Tun Tun, η κατανάλωση όμως ρούμι πριν από το δείπνο σε συνδυασμό με το τζετ λαγκ μάλλον μας χαλούσε τα σχέδια!

Δεδομένου ότι οι παραστάσεις του πραγματοποιούνταν σε μια τεράστια αίθουσα εκδηλώσεων του Nacional, στο οποίο μέναμε, παρακολουθήσαμε δύο μέλη του πραγματικού Buena Vista Social Club να τραγουδούν με άλλους τραγουδιστές και ένα ζευγάρι ευλύγιστων χορευτών για μια μουσική βραδιά με την συνοδεία ενός πολύ δραστήριου ντράμερ. Το δείπνο που είχε σερβιριστεί ήταν σχετικά άγευστο και υπερβολικά ακριβό αλλά το ταλέντο και η ενέργεια του ζευγαριού των ογδοντάχρονων ήταν μεταδοτικά.

Δεύτερον, επισκεφτήκαμε το θέατρο Alicia Alonso, ένα ονειρικό κτήριο σαν το παλάτι της Ζαχαρένιας Νεράιδας από τον Καρυοθραύστη, στο κέντρο της παλιάς Αβάνας με καμπύλη μαρμάρινη σκάλα και με περίτεχνο αμφιθέατρο. Εκεί, παρακολουθήσαμε τον Θίασο Σύγχρονου Χορού, έναν πλούσιο θίασο από χορευτές που σε μαγνητίζουν, ορισμένοι λεπτοί σαν καλάμια, άλλοι πιο αθλητικοί και μυώδεις και όλες οι μπαλαρίνες τόπλες, να χορεύουν τρεις διαφορετικές σύγχρονες συνθέσεις.

Τέλος, εξασφαλίσαμε ένα τραπέζι στην μπροστινή σειρά στο La Tropicana, το περίφημο nightclub της δεκαετίας του σαράντα. Εδώ, ηλικιωμένοι και εριστικοί μετρ εκτόξευαν αντί να σερβίρουν το κρασί που χρειάστηκαν τριάντα λεπτά για να το παραγγείλουμε, συνοδευμένο από μερικά καθόλου καλά συνοδευτικά. Η ορχήστρα και ο μάλλον απαρχαιωμένος διευθυντής της φαίνονταν να είναι «κολλημένοι» σε μια δίνη χρόνου της δεκαετίας του 1940 αλλά οι χορευτές, ντυμένοι με κακόγουστα κοστούμια και επιδεικτικά χτενίσματα, ήταν σχετικά καλοί, ιδίως δυο ακροβατικά που ήταν το Κουβανέζικο ισοδύναμο των Le Cirque du Soleil. Και πάλι, οι ψυχρές πνοές του ανέμου δεν βοήθησαν να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα διασκέδασης και οπωσδήποτε αισθάνθηκα ότι το Tropicana ήταν σαν μια ξεθωριασμένη χορεύτρια καμπαρέ, θυμόταν τις δόξες του παρελθόντος και συμβιβαζόταν με ένα πολύ μέτριο παρόν.

Αυτές είναι μερικές από τις αναμνήσεις μου - μια εκθαμβωτική σειρά εικόνων, χρωμάτων και γεύσεων που διαπνέονταν από την βαθιά ευτυχία ότι βρισκόμουν σε ένα μέρος που αποτελούσε όραμα για εμένα για τόσο καιρό. Εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη μια τεράστια διαφορά μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών εδώ και πολλά από όσα βλέπει κανείς τον κάνουν να θλίβεται ή να θυμώνει. Εντούτοις, οι Κουβανοί, το πνεύμα, η ένεργειά τους και η ικανότητά τους να φτιάχνουν τόσο εκπληκτικά πούρα, μουσική και μοχίτος με χάρη, ρυθμό και ταλέντο θα σας κλέψουν την καρδιά. Και θα είστε τόσο ευχαριστημένοι που το έκαναν.

Δημοφιλή