Διαμεσολάβηση αντί για χρονοβόρες αντιδικίες!

Γιατί, συνεπώς, αξίζει να προσπαθήσει κανείς να επιλύσει τη διαφορά του με Διαμεσολάβηση; Περιληπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Διαμεσολάβηση προσφέρει, κατ' αρχήν χαμηλό κόστος, αμεσότητα και ταχύτητα, συγκριτικά με μια δικαστική διαμάχη. Ακόμη, το κλίμα εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας μέσα στο οποίο εξελίσσεται, δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας και συχνά οδηγεί στη συμφιλίωση των δύο μερών, πράγμα που σπάνια συναντάται στις αίθουσες των δικαστηρίων. Επιπλέον, με τη Διαμεσολάβηση, συχνά, επιτυγχάνεται η διατήρηση μιας πολυετούς συνεργασίας στο μέλλον ή η πολιτισμένη λήξη της, πράγμα επίσης σπάνιο έπειτα από μια δικαστική διαμάχη.
Kerstin Waurick via Getty Images

«Η διαχείριση μιας διαφοράς, ακόμη και αν είναι ορθή, την διατηρεί ζωντανή. Εαν επιθυμούμε την εξαφάνισή της, πρέπει να την επιλύσουμε οριστικά!»

Το 2010, επί υπουργίας Χ. Καστανίδη, εισήχθη στην Ελλάδα ένας νέος θεσμός επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, έως εκείνη τη στιγμή άγνωστος στη χώρα μας. Πρόκειται για τον θεσμό της Διαμεσολάβησης, έναν εναλλακτικό θεσμό επίλυσης διαφορών, διαφορετικό από τους έως τώρα γνωστούς θεσμούς, οι οποίοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την εφαρμογή νομικών κανόνων, όπου υποχρεωτικά η σχέση αφορά δύο αντίδικους και η λύση που θα προκύψει οδηγεί στην ύπαρξη ενός νικητή και ενός χαμένου (win-lose situation). Η Διαμεσολάβηση διαπνέεται από τη λογική της σχετικότητας της ορθής λύσης και ο επανακαθορισμός των σχέσεων, μέσα από την επίλυση της διαφοράς, με στόχο τη διατήρηση της επαφής μεταξύ των μερών, προέχει της νίκης του ενός ή του άλλου μέρους. Στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχει νικητής και χαμένος, αλλά όλα τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν κάτι να κερδίσουν από τη διευθέτηση της διαφοράς και για το λόγο αυτό μιλάμε για win - win situation (όπου ο καθένας παραχωρεί κάτι, για να κερδίσει κάτι άλλο, το οποίο κατά την άποψή του και σύμφωνα με την υποκειμενική του εκτίμηση είναι πιο σημαντικό).

Εισάγοντας τον νέο αυτόν θεσμό, ο νομοθέτης θέλησε να προσφέρει στην ελληνική κοινωνία περισσότερους από έναν τρόπους επίλυσης των διαφορών τους και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει την αναποτελεσματικότητα στην παροχή της τακτικής δικαιοσύνης, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.

Παρατηρούμε φαινόμενα όπως η υπερφόρτωση των δικαστηρίων, η συχνή κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων και οι σημαντικές ελλείψεις και δυσλειτουργίες, τα οποία πλήττουν καίρια την απόδοση δικαιοσύνης και οδηγούν σε καταστάσεις αρνησιδικίας και παραβίασης του δικαιώματος στη «δίκαια δίκη». Η ύπαρξη, συνεπώς, περισσοτέρων του ενός τρόπων επίλυσης των διαφορών και η δυνατότητα επιλογής μεταξύ αυτών, διευκολύνει την αντιμετώπιση της υπερφόρτωσης των δικαστηρίων και την εύρεση εκείνης ακριβώς της λύσης που ταιριάζει στην κάθε περίπτωση.

Τι ακριβώς, όμως, είναι η Διαμεσολάβηση και πώς λειτουργεί στην πράξη;

Πρόκειται, λοιπόν, για μια εναλλακτική μέθοδο εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνον με τη θέλησή τους. Με τη βοήθεια και τη συνδρομή του Διαμεσολαβητή, διαπραγματεύονται προκειμένου να καταλήξουν σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική λύση της διαφοράς τους, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουν σε μία χρονοβόρα και δαπανηρή δικαστική διαμάχη.

Ο Διαμεσολαβητής είναι ένας ανεξάρτητος, αμερόληπτος και ουδέτερος ενδιάμεσος, ο οποίος έχει λάβει ειδική εκπαίδευση και είναι διαπιστευμένος (πιστοποιημένος) από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση, δεν επιβάλλει λύση, δεν αποφασίζει για το «δίκαιο» ή το «σωστό». Ο ρόλος του είναι να βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ώστε να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Επιπλέον, δεσμεύεται έναντι το μερών για την απόλυτη τήρηση εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας.

Οι κατηγορίες των διαφορών τις οποίες μπορούμε να επιλύσουμε με τη Διαμεσολάβηση είναι συγκεκριμένες. Πρόκειται για τις διαφορές εκείνες στις οποίες τα μέρη έχουν -όπως λέγεται- την «ελευθερία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς». Για να γίνει κατανοητό, θα πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για τις συνήθεις αστικές και εμπορικές διαφορές, δηλαδή ενδεικτικά, τις οικογενειακές διαφορές (όχι το διαζύγιο, αλλά τη ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών και τις επιμέλειας των παιδιών), τις διαφορές οροφοκτησίας, γειτόνων ή ενοίκων πολυκατοικιών, τις εργατικές διαφορές, τις διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, τις υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, τις διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας και τις σχετικές με τα εμπορικά σήματα και την ευρεσιτεχνία κ.α. Οι τεχνικές της Διαμεσολάβησης χρησιμοποιούνται επίσης για την αντιμετώπιση των φαινομένων ενδοσχολικής βίας (bullying) και στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για «σχολική Διαμεσολάβηση».

Η διαδικασία που ακολουθείται είναι ουσιαστικά μια διαδικασία διαπραγματεύσεων, στην οποία όμως ακολουθούνται συγκεκριμένοι, γνωστοί εκ των προτέρων, κανόνες και το «γενικό πρόσταγμα» έχει ο Διαμεσολαβητής. Ο τελευταίος επιλέγει, σε συνεννόηση με τα μέρη, μία ελαστική και ευέλικτη διαδικασία, προσαρμοσμένη στη φύση της υποθέσεως και στα συμμετέχοντα μέρη, την οποία ακολουθεί με στόχο την επίλυση της διαφοράς. Τα μέρη προσέρχονται στη Διαμεσολάβηση υποχρεωτικά, κατά το νόμο, με τον δικηγόρο τους, ο ρόλος του οποίου είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Η διαδικασία ξεκινά συνήθως με μια κοινή συνάντηση μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, τα οποία ενημερώνονται για αυτήν και παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη μεταξύ τους διαφορά. Ακολουθούν κατ' ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους. Ο Διαμεσολαβητής διερευνά την ουσία της υπόθεσης, βοηθά τα μέρη στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, προσανατολίζοντάς τα προς τα συμφέροντά τους και μεταφέροντας προτάσεις, από τη μια πλευρά στην άλλη, πάντα όμως με τη συναίνεσή τους.

Εφόσον καταλήξουν, ο Διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό της Διαμεσολάβησης, το οποίο περιλαμβάνει, κυρίως, τη συμφωνία επίλυσης και υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία. Μπορεί δε να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου. Με τον τρόπο αυτό, η συμφωνία μετατρέπεται άμεσα σε εκτελεστό τίτλο, δηλ. τα μέρη έχουν πλέον στα χέρια τους μια συμφωνία που έχει την ίδια ισχύ με μια δικαστική απόφαση.

Γιατί, συνεπώς, αξίζει να προσπαθήσει κανείς να επιλύσει τη διαφορά του με Διαμεσολάβηση; Περιληπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Διαμεσολάβηση προσφέρει, κατ' αρχήν χαμηλό κόστος, αμεσότητα και ταχύτητα, συγκριτικά με μια δικαστική διαμάχη. Ακόμη, το κλίμα εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας μέσα στο οποίο εξελίσσεται, δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας και συχνά οδηγεί στη συμφιλίωση των δύο μερών, πράγμα που σπάνια συναντάται στις αίθουσες των δικαστηρίων. Επιπλέον, με τη Διαμεσολάβηση, συχνά, επιτυγχάνεται η διατήρηση μιας πολυετούς συνεργασίας στο μέλλον ή η πολιτισμένη λήξη της, πράγμα επίσης σπάνιο έπειτα από μια δικαστική διαμάχη.

Περισσότερες πληροφορίες για τον θεσμό και τη λειτουργία του, στην πύλη Διαμεσολάβησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου http://www.diamesolavisi.gov.gr

Δημοφιλή