Πελατειακές σχέσεις, μεταρρυθμίσεις και λιτότητα

Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν έχει τις περισσότερες φορές ιδεολογικούς δεσμούς με το κόμμα που ψηφίζει, αλλά πελατειακούς. Αυτού του είδους η σχέση μπορεί να μην ήταν πρόβλημα όσο υπήρχε δημόσιο χρήμα και εξυπηρετούνταν, το γεγονός όμως ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έφτασαν στο σημείο να αδυνατούν να παράσχουν τα ανταλλάγματα του παρελθόντος, σε συνδυασμό με την απουσία ιδεολογικών δεσμών, προκάλεσε την απώλεια των ψηφοφόρων τους. Οι ψηφοφόροι, επομένως, προχώρησαν σε αναζήτηση νέας πηγής παροχών.
sooc

Οι κυβερνήσεις των τελευταίων έξι ετών αδυνατούν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να ωφελήσουν όχι μόνο την οικονομία, αλλά και τη δημοκρατικότερη λειτουργία του κράτους, παρά εστιάζουν σε περικοπές μισθών και συντάξεων, οι οποίες συναντούν ισχυρές αντιδράσεις από πλευράς των πολιτών. Πώς όμως θα μπορούσαν να γίνουν βαθιές μεταρρυθμίσεις και περικοπές σε μια χώρα νοοτροπίας και οργάνωσης μέσω πελατειακών σχέσεων;

Οι πελατειακές σχέσεις ορίζονται ως ένας συγκεκριμένος τρόπος κοινωνικής και κυρίως πολιτικής οργάνωσης, της οποίας το βασικό δομικό στοιχείο είναι η σχέση πάτρωνα-πελάτη (Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, 1983). Ο ιστός του σύγχρονου ελληνικού κράτους περιείχε εξαρχής αυτού του είδους τη σχέση ανάμεσα σε πολίτες (πελάτες) και πολιτικούς (πάτρωνες), η οποία μετά τη μεταπολίτευση εξελίχθηκε και εξαπλώθηκε σε όλο το φάσμα των επαφών πολίτη-κράτους.

Νομοθετική εξουσία, υπάλληλοι διοικητικών θέσεων του δημοσίου, ομάδες πίεσης, από συνδικάτα μέχρι και μέσα ενημέρωσης, συμμετέχουν σε ένα σύστημα προσοδοθηρίας ("rent-seeking") το οποίο αντιτίθεται εδώ και χρόνια σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του κατεστημένου, αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον. Αφοσιωμένοι στην εδραίωση των προνομίων τους, αλλά και στην αύξηση αυτών όταν τους δοθεί ευκαιρία, προωθούν και προστατεύουν τη νομοθεσία που τους συμφέρει. Αντιθέτως, τάσσονται κατά όποιας μεταρρύθμισης θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια μείωση στα προνόμια τους. Μέσα σε αυτό το σύστημα οι πολίτες έπαιξαν και αυτοί το ρόλο τους. Οπωσδήποτε το βάρος της ευθύνης των πολιτών δεν είναι ίδιο με αυτό των πολιτικών, όμως και αυτοί συνέβαλαν στη συντήρηση αυτής της κατάστασης μέσω της αποδοχής αλλά και απαίτησης ανταμοιβών για την ψήφο τους.

Η έλευση της οικονομικής κρίσης, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον παραπάνω τρόπο πολιτικής οργάνωσης και το λαϊκισμό, έμελλε να ταράξει αυτό το σύστημα. Οι πολιτικοί δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να προβαίνουν σε δημόσιες δαπάνες για να εξαγοράσουν τη στήριξη των ψηφοφόρων, αλλά θα έπρεπε, για πρώτη φορά, να πράξουν το ακριβώς αντίθετο: να κάνουν περικοπές, καθώς επίσης και μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουν γίνει πολύ καιρό πριν.

Γιατί ήταν τόσο δύσκολο για ένα λαό να δεχθεί περικοπές εν μέσω οικονομικής κρίσης; Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των οικονομικών προγραμμάτων προσαρμογής έγιναν υπερβολικές μειώσεις μισθών και συντάξεων και αυξήθηκε υπέρμετρα η φορολογία, μέτρα που συνεχίζονται ακατάπαυστα ακόμα και σήμερα. Εξαρχής όμως, παρατηρήθηκε η ανυπαρξία μιας ελάχιστης ανοχής εκ μέρους των πολιτών σε μειώσεις δημοσίων δαπανών για μισθούς και συντάξεις, σε μια χώρα της οποίας η οικονομία βρισκόταν υπό κατάρρευση.

Μια πρώτη σημαντική αιτία αυτής της μη ανοχής, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα. Αυτή η δυσπιστία οφείλεται στην οργάνωση του κράτους μέσα από πελατειακές σχέσεις και την πεποίθηση των πολιτών ότι δεν υπάρχει αξιοκρατία, αλλά και σε μια σειρά από οικονομικά σκάνδαλα των προηγούμενων ετών. Οι πράξεις αυτές, με άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους πολιτικούς και υπαλλήλους ανωτάτων διοικητικών θέσεων του δημοσίου, δημιούργησαν την επικρατούσα ισοπεδωτική αντίληψη περί διαφθοράς και διαπλοκής.

Μια δεύτερη αιτία είναι η απουσία συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Στην αρχή της κρίσης, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία συνέχισαν τη συγκρουσιακή στρατηγική και την αλληλοκατηγορία, κατάλοιπα της πολιτικής τακτικής των προηγούμενων δεκαετιών, με την Νέα Δημοκρατία, αρχικά, να δημιουργεί την αίσθηση ότι υπήρχε εναλλακτική λύση σε σχέση με το δρόμο του μνημονίου που ακολουθήθηκε. Την αίσθηση αυτή ενδυνάμωσε στη συνέχεια ο Σύριζα, που υποσχόταν κατάργηση της λιτότητας.

Μια τρίτη, βαθύτερη αιτία είναι το είδος της σχέσης των ψηφοφόρων με τα κόμματα που υποστηρίζουν. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν έχει τις περισσότερες φορές ιδεολογικούς δεσμούς με το κόμμα που ψηφίζει, αλλά πελατειακούς. Αυτού του είδους η σχέση μπορεί να μην ήταν πρόβλημα όσο υπήρχε δημόσιο χρήμα και εξυπηρετούνταν, το γεγονός όμως ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έφτασαν στο σημείο να αδυνατούν να παράσχουν τα ανταλλάγματα του παρελθόντος, σε συνδυασμό με την απουσία ιδεολογικών δεσμών, προκάλεσε την απώλεια των ψηφοφόρων τους. Οι ψηφοφόροι, επομένως, προχώρησαν σε αναζήτηση νέας πηγής παροχών.

Αυτό που χρειαζόταν από πλευράς των κυβερνήσεων μέχρι το 2014, ήταν αποφασιστικότητα και αποβολή μικροκομματικών σκοπιμοτήτων μπροστά σε μια κατάσταση που βρισκόταν εκτός ελέγχου. Ήταν, και είναι ακόμα, αναγκαία η εφαρμογή ριζικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων, ενάντια στα οργανωμένα συμφέροντα, οι οποίες θα έδιναν ανάσα και προοπτική ανάπτυξης στην οικονομία της χώρας, και όχι η εμμονή σε περικοπές και υψηλή φορολογία. Δεν ήταν εύκολο να συμβεί αυτό σε ένα σύστημα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και με αντιπολίτευση τότε το Σύριζα, που παρακινούσε αποδοκιμασίες και υποσχόταν την εφαρμογή ενός προγράμματος τερματισμού της λιτότητας και επαναφορά των απωλεσθέντων κοινωνικών και οικονομικών παροχών. Το πιθανότερο είναι ότι θα χάνονταν πάλι οι εκλογές του 2015, η αυτοθυσία τους όμως θα άξιζε.

Ακόμα και σήμερα οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης δεν έχουν καταπολεμηθεί. Οι πελατειακές σχέσεις, όπως και ο λαϊκισμός, καλά κρατούν όσο κυβερνά ο Σύριζα. Συνεπώς, η πρόοδος της χώρας, με μια κυβέρνηση που ακολουθεί το μοντέλο διακυβέρνησης το οποίο την οδήγησε στην κρίση, μοιάζει αμφίβολη.

Δημοφιλή