Τελικά, καμία προσαρμογή δεν μας αρέσει;

Αν η ρήξη μεταξύ κυβέρνησης και εταίρων οφείλεται στην άρνηση της κυβέρνησης να εφαρμόσει τη πολιτική της προτεινόμενης «δημοσιονομικής υποτίμησης», η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει τους Έλληνες πολίτες σχετικά με το δική της εναλλακτική στρατηγική. Τι ακριβώς επιδιώκει; Πως φαντάζεται την αναγκαία προσαρμογή; Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο και όλοι πρέπει να γνωρίζουν το σχέδιο.
ASSOCIATED PRESS

Βάσει των στοιχείων που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης διαφέρει από εκείνη των εταίρων- τουλάχιστον στο ζήτημα των δημοσιονομικών μέτρων- σε δύο βασικά σημεία.

Πρώτον, στο θέμα του ΦΠΑ, όπου οι εταίροι προτείνουν την μετάταξη περισσοτέρων προϊόντων στον υψηλό συντελεστή- κάτι το οποίο απορρίπτει η ελληνική κυβέρνηση. Δεύτερον, στο ζήτημα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, όπου η ελληνική κυβέρνηση προτείνει αύξηση των εργοδοτικών εισφορών που βρίσκει αντίθετους τους εταίρους. Η ελληνική κοινή γνώμη δείχνει να θεωρεί την πρόταση των εταίρων (δηλαδή τη πολιτική της αύξησης του ΦΠΑ αντί της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών) παράλογη. Στην πραγματικότητα όμως η πρόταση αυτή εξυπηρετεί μια πολύ καθαρή στρατηγική προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, την οποία οι οικονομολόγοι ονομάζουν «δημοσιονομική υποτίμηση». Η στρατηγική αυτή είναι εντελώς διαφορετική από τη στρατηγική της λεγόμενης «εσωτερικής υποτίμησης» που ακολούθησε η χώρα με τα δυο προγράμματα προσαρμογής (μνημόνια) τα προηγούμενα χρόνια.

Η λογική της δημοσιονομικής υποτίμησης έχει ως εξής: Η κυβέρνηση μειώνει τους φόρους που επιβαρύνουν την εργασία (πχ. εισφορές εργοδοτών ή εργαζομένων) και ταυτόχρονα για να καλύψει τη μείωση των εσόδων, αυξάνει τους φόρους στην κατανάλωση (πχ. ΦΠΑ). Οι μικρότεροι φόροι στην εργασία μειώνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και στο βαθμό που αυτό καταλήγει σε μείωση των τιμών των επιχειρήσεων, τελικά αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ΦΠΑ αυξάνει τις τιμές αποκλειστικά στην εγχώρια αγορά, αφού ο ΦΠΑ δεν εφαρμόζεται στις εξαγωγές και λειτουργεί -κατά κάποιο τρόπο- σαν ένας δασμός στις εισαγωγές. Η ιδέα αυτής της στρατηγικής δεν είναι νέα. Στην πραγματικότητα μοιάζει με κάποιες προτάσεις πολιτικής του Keynes ή πιο πρόσφατα με κάποιες θέσεις του Krugman.

Πρακτικά η πολιτική της «δημοσιονομικής υποτίμησης» μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη στην Ελλάδα για αρκετούς λόγους. Πρώτα απ' όλα η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών δημιουργεί κίνητρα τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά εργασίας και έχει πολλαπλές θετικές επιδράσεις στην απασχόληση. Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό για μια οικονομία που μαστίζεται από υψηλή μακροχρόνια ανεργία και ακόμα χειρότερα από ανεργία στους νέους που φτάνει στο 65%. Δεύτερον, ως πολιτική χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία τόσο στην Πορτογαλία όσο και την Ισπανία, χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα με αυτά της ελληνικής οικονομίας. Τέλος φαίνεται, να βοηθάει στην επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (τουλάχιστον βραχυχρόνια) και ως εκ τούτου εξυπηρετεί τον στόχο της οικονομικής ανάκαμψης.

Η βασική κριτική που υπάρχει στις αυξήσεις του ΦΠΑ εστιάζει κυρίως στα προβλήματα που θα δημιουργήσει στον τουρισμό (πχ. η συζήτηση για το ΦΠΑ στην εστίαση). Αν και το επιχείρημα αυτό είναι απολύτως λογικό από θεωρητική σκοπιά, δε φαίνεται να ισχύει στην πράξη. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η απόφαση των τουριστών σχετικά με τη χώρα προορισμού/διακοπών δεν επηρεάζεται τόσο έντονα από τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών στην εγχώρια αγορά (με μοναδική εξαίρεση τις τιμές των ξενοδοχείων). Αντίθετα η απόφαση για τον τόπο προορισμού φαίνεται να επηρεάζεται κυρίως από άλλους παράγοντες (πχ. κόστος μεταφοράς, ευκολία πρόσβασης, ποιότητα τουριστικών υποδομών κλπ). Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε αμελήσει για πολλά χρόνια να ασχοληθούμε με αυτά τα ζητήματα και να προχωρήσουμε στις απαραίτητες διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτίωναν αυτούς τους παράγοντες.

Αν η ρήξη μεταξύ κυβέρνησης και εταίρων οφείλεται στην άρνηση της κυβέρνησης να εφαρμόσει τη πολιτική της προτεινόμενης «δημοσιονομικής υποτίμησης», η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει τους Έλληνες πολίτες σχετικά με τη δική της εναλλακτική στρατηγική. Τι ακριβώς επιδιώκει; Πως φαντάζεται την αναγκαία προσαρμογή; Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο και όλοι πρέπει να γνωρίζουν το σχέδιο. Η σημερινή κυβέρνηση έχει στο παρελθόν απορρίψει (ως αντιπολίτευση) την περίφημη «εσωτερική υποτίμηση» των μνημονίων, τώρα φαίνεται να απορρίπτει τη «δημοσιονομική υποτίμηση», οπότε τι απομένει; Δικαιούμαστε πλέον να ανησυχούμε ότι επιδιώκει να «λύσει το πρόβλημα» της προσαρμογής με την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος και τη μεγάλη υποτίμηση που θα ακολουθήσει.

Δημοφιλή