Είδα: τη «Νέκυια» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού

Παρά το αυστηρό αισθητικό τυπικό που επιβάλλουν οι κώδικες του Νο, την κινησιολογική, λεπταίσθητη ραθυμία (συγκριτικά πάντα με το δυτικό θέατρο), τις μιμητικές αναπαραστάσεις και την αργή, τελετουργική σχηματοποίηση,ήταν διακριτές, ακόμα και από τους ελάχιστα μυημένους, οι ομοιότητες με τα αρχέτυπα της ελληνικής τραγωδίας.
Evi Fylaktou

«Ποτέ δεν θα κοπάσει το τραγούδι αυτό. Αιώνια θα το λέμε». Με τούτη τη φράση οι ψαλμικές φωνές του Χορού του θεάτρου Νο, ολοκληρώνουν ένα διττό προσκύνημα: Του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου που αγκάλιασε θερμά την ιαπωνική παράδοση και συνάμα την ανατολική κουλτούρα που με ευλάβεια προσέγγισε το Οδυσσεϊκό έπος. Κι η αλήθεια ήταν πως στο τέλος της βραδιάς είχαν αναδυθεί, εν αφθονία, σημεία επαφής των δύο θεατρικών πολιτισμών που, εκ πρώτης όψεως, έμοιαζαν τόσο διαφορετικά.

Στη «Νέκυια» - που απολαύσαμε κάτω από τη λυτρωτική μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη - το θέατρο Νο, βρήκε τον τόπο για να διεισδύσει στο αρχαίο δράμα: Η κάθοδος του Οδυσσέα «στη χώρα των Νεκρών με μελανό καράβι, στα ανάκτορα του Άδη» για να συναντήσει το μάντη Τειρεσία που θα προφητεύσει την πορεία του ταξιδιού του προς την Ιθάκη, στάθηκε το ιδανικό δραματουργικό άλλοθι. Εξάλλου, η θεματολογία των περισσότερων έργων του ιαπωνικού θεάτρου στηρίζεται σε μια τέτοια συνάντηση, ένας ζωντανός (συνήθως πολεμιστής ή θεός) απαντάται με μια αλύτρωτη ψυχή.

Ο 15μελής θίασος του Νο (με την αδιάλειπτη παρουσία πενταμελούς ορχήστρας τυμπάνων, πνευστών και εμψυχωτών) καταλαμβάνει σύσσωμος την σκηνή από στιλβωμένο κυπαρισσόξυλο, τα ηρωικά πρόσωπα (Κίρκη, Οδυσσέας, Αντίκλεια, Τειρεσίας, Πηνελόπη) ενδεδυμένα σε επικά κοστούμια από φίνο μετάξι φορούν μάσκες εξαιρετικής αισθητικής. Ο δε μοναστηριακά λευκοντυμένος Χορός επιδίδεται (σε γνώριμες στους θεατές του αρχαίου δράματος) τραγουδιστικές συνεκφωνήσεις. Ωστόσο, ο κάθε ρόλος δεν ερμηνεύεται μόνο από τον πρωταγωνιστή (σιτέ) αλλά σε αυτόν παρεμβαίνει και ο δευτεραγωνιστής (ουάκι) ή ο Χορός. Πίσω τους, στο βάθος της Ορχήστρας, τα γέρικα πεύκα του επιδαύριου χώρου δημιουργούν το πλέον φυσικό σκηνικό - αλήθεια, τι ευχάριστη σύμπτωση! - αφού το πεύκο αποτελεί αδιαπραγμάτευτη σκηνογραφία σε όλες τις παραστάσεις Νο.

Κι έτσι, παρά το αυστηρό αισθητικό τυπικό που επιβάλλουν οι κώδικες του Νο, την κινησιολογική, λεπταίσθητη ραθυμία (συγκριτικά πάντα με το δυτικό θέατρο), τις μιμητικές αναπαραστάσεις και την αργή, τελετουργική σχηματοποίηση,ήταν διακριτές, ακόμα και από τους ελάχιστα μυημένους, οι ομοιότητες με τα αρχέτυπα της ελληνικής τραγωδίας. Καταρχάς, το ποιητικό, φιλοσοφικό και μεταφυσικό δραματουργικό υλικό πάνω στο οποίο στηρίζονται και οι δύο φόρμες και δευτερευόντως η χρήση της μάσκας όπως και η λειτουργία-παρουσία του Χορού μάς είναι συνθήκες ιδιαίτερα οικείες που είδαμε να ταυτίζονται (έλκοντας ίσως μια μακρινή συγγένεια) στην παράσταση της «Νέκυια».

Κάπου εδώ φαίνεται πως εγκαταστάθηκε και το μαγικό άγγιγμα του Μιχαήλ Μαρμαρινού που, σε συνεργασία με το Μαέστρο Ροκούρο Γκένσο Ουμεουάκα, οργάνωσε αισθητικά αυτό το πραγματικά φιλόδοξο εγχείρημα. Βρήκε εξάλλου ένα πρόσφορο, από κάθε άποψη, έδαφος ειδικά αν λάβουμε υπόψη το μινιμαλιστικό και αφαιρετικό ύφος που καθορίζει τη φυσιογνωμία του θεάτρου Νο. Κι επιπλέον, διαπιστώσαμε μια αξιοσημείωτη ανατροπή: Το Μαρμαρινό να καταπιάνεται με τους κώδικες του κλασσικού κι εκεί να εδράζει η πρωτοπορία του. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του Νο που δέχθηκε στους κόλπους του ένα ξένο σκηνοθέτη και η παρθενική απόπειρά του να ανεβάσει ένα έργο εκτός του ιαπωνικού δραματολογίου. Βεβαίως, τόσο το θέατρο Νο όσο και η ελληνική τραγωδία έχουν αρχαίες ρίζες, αδιάρρηκτες μέσα στους αιώνες. Και να σκεφτεί κανείς πως η γνωριμία της Δύσης με το είδος του ιαπωνικού θεάτρου συνέβη ακριβώς πριν από έναν αιώνα το 1916, χάρη στην ενασχόληση του Αμερικανού ποιητή Εζρα Πάουντ με αυτό.

Αναφοράς χρίζουν δε, τόσο ο λιτός σκηνικός σχεδιασμός στα πρότυπα του Νο από την Εύα Μανιδάκη όσο και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ που τόνωναν την εντελή εικαστικότητα της παράστασης.

Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη «Νέκυια» στους όρους της εμπειρίας, της μυσταγωγίας, του πολιτιστικού γεγονότος του καλοκαιριού - αν όχι της χρονιάς - εφόσον υπήρξε μια άκρως ενδιαφέρουσα σύζευξη πολιτισμών, ένα πείραμα που, από την ιδέα μέχρι την υλοποίησή του, πέτυχε. Συνέβη όμως κάτι ακόμα σοβαρότερο στη διάρκειά της. Η «Νέκυια» εξέπεμψε ένα σήμα βαθύτατης συγκίνησης. Ήταν μια λαμπρή υπόμνηση για την τέχνη που γεφυρώνει ή σωστότερα αδελφοποιεί κάθε διαφορά σε έναν καινούργιο μα κοινό τόπο.

Στέλλα Xαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Δημοφιλή