Και ποιο το νόημα της αυτοκριτικής;

Όμως ευτυχώς μια αυτοκριτική δεν ενέχει τέτοιους κινδύνους, όπως ακριβώς και το να πηδήξεις από τη μια ταράτσα στη διπλανή, κάνοντας άλμα 5 μέτρων ενώ αυτές απέχουν 1 μέτρο, δεν ενέχει τον κίνδυνο του να πέσεις. Κι αυτό κατά την γνώμη μου, μπορεί επίσης να είναι κι η αυτοκριτική. Μια μορφή πρόληψης. Όπως δεν θα 'πρεπε να περιμένω να έρθει μια ασθένεια για να κάνω όλα εκείνα που την αποτρέπουν, αντίστοιχα δεν θα ΄πρεπε να δω το κατά πόσο ποσοστιαία ισχύουν αυτά που μου καταλογίζει κάποιος, για να δω μετέπειτα ποια σχήματα προσθαφαιρέσεων θα (ανα)συμπλήρωναν τα λεγόμενα του και θα τα έκαναν να στέκουν πέρα για πέρα.
Leonidas Sofianidis

Πιστεύω είναι πολλές οι φορές, που δυσκολεύεται κάποιος να παραδεχτεί τα λάθη του, κι ακόμη περισσότερες εκείνες που αποφεύγει εντελώς την ομολογία τους, απλά και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει την παραδοχή αυτή ως αφορμή, για να τον ταμπελιάσει και να τον χαρακτηρίσει περισσότερο απ΄όσο πραγματικά του αναλογεί.

Όταν δε, ο καταλογισμός ενός σφάλματος, αν και εν μέρει αληθής, γίνεται χωρίς να διευκρινίζονται με αντίστοιχη ακρίβεια κι οι λόγοι απ΄τους οποίους πηγάζει, τότε αυτό αντανακλαστικά προκαλεί την αντιδραστικότητά μας και δε μπαίνουμε καν στη διαδικασία να εξετάσουμε, ακόμη κι εκείνα τα ελαττώματα που γνωρίζουμε πως ισχύουν, επειδή ο τρόπος υπόδειξής τους δεν ήταν και τόσο... ορθολογιστικός.

Και κάπως έτσι, μπορεί να βρεθεί κανείς στη παγίδα του να αναστείλει, ή και να αποκλείσει μια ενδεχόμενη αυτοκριτική, σκεπτόμενος πως δεν μπορεί η έναρξη μιας τέτοιας διαδικασίας να οδηγήσει και να καταλήξει σε αναθεώρηση απ' τη στιγμή που δεν ήταν και πολύ (όπως προειπώθηκε) ορθολογιστική η αφορμή που την πυροδότησε.

Κι εντέλει, το αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει από αυτή την αντίληψη, είναι να αγνοηθεί το γεγονός του λάθους, απλά και μόνο επειδή το βέλος που δείχνει προς την κατεύθυνση του (παρ' ότι καλά στερεωμένο) είναι χάρτινο και ανεμίζει.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που απεικονίζει μια τέτοια στάση, είναι η περίπτωση στην οποία ο αλκοολικός, δεν παραδέχεται την εξάρτηση του, θεωρώντας πως η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά, και μάλιστα η ηχηρά έκδηλη, θα ήταν η μόνη εικόνα, ικανή να δημιουργήσει στους υπολοίπους (κι άρα να δικαιολογήσει) την σκέψη αυτού του χαρακτηρισμού. Προσπαθώντας δηλαδή να αποκρούσει την εικόνα του αλκοολικού, έτσι όπως είναι διαμορφωμένη στην κοινή συνείδηση, παραλείπει την ουσία. Κι αυτή δεν είναι άλλη, πέραν του ότι πίνει σχεδόν καθημερινά, σε αντίθεση με όσους πίνουν κοσμικά ή περιστασιακά μια-δυο φορές την εβδομάδα.

Προφανώς κι ένα παράδειγμα δε μπορεί να εκφράσει το σύνολο των περιπτώσεων, αλλά σε σύνδεση και με τα λεγόμενα της πρώτης παραγράφου, ίσως κάνει πιο αντιληπτό, το γιατί και μόνο η σκέψη της παραδοχής ενός λάθους να μπορεί συχνά να προκαλεί μια συστολή, με το να δημιουργεί σε κάποιον την αίσθηση/άγχος της αναγκαιότητας του να αποδεικνύει σε καθένα από τα στάδια της μετάβασης ότι αλλάζει συνεχώς, έτσι ώστε μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή, να μην μεσολαβήσει οτιδήποτε θα μπορούσε να τον (επανα)συνδέσει με τον χαρακτηρισμό που προσπαθεί να αποποιηθεί, να απεμπολήσει.

Λιγότερο ή περισσότερο λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο δημιουργείται ένα υποσυνείδητο δίλημμα, σχετικά με την επιλογή που μπορεί να γίνει, ανάμεσα στην ανάγκη του να επανορθώσει κανείς, και τη δυσκολία του να το παραδεχτεί. Πράγματι το να παραδεχτεί κανείς ένα λάθος του, ως πρώτο βήμα στην προσπάθεια του να το διορθώσει, είναι δύσκολο. Ίσως όμως και να φαντάζει έτσι, επειδή πολλές φορές υπάρχει ως δεδομένο η αίσθηση πως θα΄πρεπε να΄ταν το πρώτο. Άλλωστε, τι άλλο θα φάνταζε πιο λογικό μετά από ένα λάθος (που μετάνιωσες), πέραν της σκέψης του να το διορθώσεις άμεσα;

Και το μόνο που σκέφτομαι πως μπορεί να αναβάλει αυτό το πρώτο βήμα (και ίσως λόγου αυτού να γίνει και πιο εύκολο μετά) χωρίς απαραίτητα να συμβιβάσει τους δύο πόλους του διλήμματος που προαναφέρθηκε, ούτε να τους γεφυρώσει ή να τους συνδέσει, αλλά να μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα τους απλά αναφορικά ως μια υπόθεση (ως μια παρεμβολή μάλλον πιο σωστά), είναι μια πρόβα αυτοκριτικής.

Ενδεχομένως η διαδικασία της αποκατάστασης ενός λάθους μέσω της παραδοχής του, να φαντάζει σαν το άλλαγμα των ταχυτήτων (πρώτη-δευτέρα-πρώτη-νεκρά-πρώτη-δευτέρα), κι αυτό με την σειρά του (λόγω και της έκθεσης που μεσολαβεί παράλληλα) να δίνει την εντύπωση ότι η όλη προσπάθεια ενέχει το ρίσκο του να βγει κανείς ακόμη πιο εκτεθειμένος μέσα από αυτήν, ή να μη μπορεί να αποχαρακτηριστεί, ακόμη κι αν γίνει η αλλαγή που είχε στοχευθεί.

Όμως ευτυχώς μια αυτοκριτική δεν ενέχει τέτοιους κινδύνους, όπως ακριβώς και το να πηδήξεις από την μια ταράτσα στην διπλανή, κάνοντας άλμα 5 μέτρων ενώ αυτές απέχουν 1 μέτρο, δεν ενέχει τον κίνδυνο του να πέσεις. Κι αυτό κατά την γνώμη μου, μπορεί επίσης να είναι κι η αυτοκριτική. Μια μορφή πρόληψης. Όπως δεν θα 'πρεπε να περιμένω να έρθει μια ασθένεια για να κάνω όλα εκείνα που την αποτρέπουν, αντίστοιχα δεν θα ΄πρεπε να δω το κατά πόσο ποσοστιαία ισχύουν αυτά που μου καταλογίζει κάποιος, για να δω μετέπειτα ποια σχήματα προσθαφαιρέσεων θα (ανα)συμπλήρωναν τα λεγόμενα του και θα τα έκαναν να στέκουν πέρα για πέρα. Συν του ότι παράλληλα υπάρχει και το αβαντάζ της ιδιαιτερότητας, του να γίνεται δηλαδή η όλη διαδικασία παρασκηνιακά, χωρίς να φαίνεσαι και να σε βλέπει κανείς, πράγμα που διασφαλίζει το να μην προηγηθεί της διόρθωσης ενός σφάλματος, η (περαιτέρω) έκθεση του.

Θυμάμαι επίσης που μας έλεγαν μερικοί καθηγητές στο σχολείο «Όταν σε ένα διαγώνισμα βλέπεις οτι δεν ξέρεις ένα ερώτημα, προχώρα στο παρακάτω για να μην χάνεις χρόνο και μετά επανέρχεσαι σε όσα δεν ήξερες», όπως θυμάμαι και τον διάλογο που είχα με έναν φίλο μου στο σχολείο, όταν μια μέρα είχαμε επιεικώς ... πατώσει σ' ένα τεστ, και ρωτούσαμε μετά στο διάλειμμα ο ένας τον άλλο, πώς τα πήγε.

- Έλα ρε Λεώ, τι έγινε;

- Τι να 'γινε ; Πάλι καλά που είχε και τα πολλαπλής επιλογής, και πιάσαμε το κατιτίς.

- Πες το ψέματα. Κι εγώ σούπερ μάρκετ το 'κανα. Καροτσάκι πήγαινα, μια από δω, μια από κει, μπας και μαζέψω μονάδες!

Αν λοιπόν (κι όπως κι αν), βρεθούμε σ΄ένα παρόμοιας αίσθησης σκηνικό, όπου βλέπουμε ότι πηγαίνουμε ... «καροτσάκι», ή ότι μας πηγαίνει καροτσάκι, ίσως να μην ήταν και κακή, η ιδέα πριν συμπεράνουμε το ποιος και πόσο φταίει, να δούμε τι είναι εκείνο που μπορεί να σταματήσει τα ... δρομολόγια και τις πέρα δώθε κούρσες, προτού κοιτάξουμε τα υπόλοιπα. Χωρίς βέβαια αυτά να παραλείπονται.

Εξάλλου, είπαμε ... Αν το πρώτο βήμα είναι δύσκολο, δεν χρειάζεται ντε και καλά να είναι και το πρώτο.

Υγ. 1: Σκέφτομαι πως σαν εικόνα, θα μπορούσε η αυτοκριτική να μοιάζει με το έναυσμα που σηματοδοτεί την εξέλιξη μιας γεωμετρικής προόδου, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει την αποδοχή και τη μετέπειτα ανάληψη ευθυνών, με τις οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη. Όπου δηλαδή, η γεωμετρική ... «πρόοδος» δημιουργείται και εξελίσσεται με αφορμή μια αρχή, άσχετα απ΄το που γίνεται ή ποια είναι, αρκεί να υπάρξει.

Υγ. 2: Δε θίγω, παρά μόνο αναφορικά, την περίπτωση στην οποία κάποιος δεν παραδέχεται ένα σφάλμα του, ισχυριζόμενος πως δε μπορείς να του καταλογίσεις πρόθεση, διότι με την ίδια λογική δεν θα έπρεπε ο προπονητής μιας ομάδας να τα χώνει στους παίκτες του μετά από μια ήττα, εφόσον είναι πάντα εκ προοιμίου δεδομένη η πρόθεση τους να μην θέλουν να χάσουν, αλλά να κερδίσουν.

Υγ. 3: Τα δικά μου ... «καροτσάκια» δεν τα (χμμμ... κλασικά) λέω, γιατί μπορεί να χρειαζόταν κι ένα δεύτερο άρθρο. Μπορεί κι ένα τρίτο. Μπορεί και ένα τέταρτο. Ή μπορεί και να ψάχνω προφάσεις γιατί δυσκολεύομαι να κάνω το... «πρώτο» βήμα που λέγαμε. Γενικά μιλώντας όμως, ακόμα κι αυτό, μια αρχή δεν είναι; Απ' τη στιγμή που ανάμεσα, στο αν, το πως, και το πότε θα πρέπει να γίνει αυτή, το πρώτο δεν αποτελεί πλέον δίλημμα; Κι ας το κάνουν να μοιάζει έτσι τ΄ άλλα δύο.