Μα γιατί άργησα(ν), να γνωρίσω τον Ελύτη;

Ίσως αντί να ερμήνευε ο καθηγητής, το ποιες προσωπικές εμπειρίες του εκάστοτε λογοτέχνη αποτέλεσαν την αφορμή των σκέψεων στο έργο του (στην προσπάθεια του να μας γνωρίσει μαζί του) θα μπορούσε αντ΄αυτού να περιγράψει τον αντίκτυπο που ο ίδιος εισέπραξε απ΄τον συγγραφέα. Διότι ως προς τον μαθητή, μόνο η μαρτυρία κάποιου με τον οποίο είχε ήδη συναναστραφεί προσωπικά (δηλαδή του καθηγητή), θα μπορούσε να λειτουργήσει συνδετικά ως το βέλτιστο διαπιστευτήριο, σχετικά με το αν αξίζει να γνωρίσει κάτι που του συστήνεται. Κι είναι και η μόνη ρεαλιστική αφορμή, που θα μπορούσε να διεγείρει την περιέργεια για μια τέτοια γνωριμία.

Έπρεπε λοιπόν, μ΄αυτά και μ΄εκείνα, να περάσουν όλα τα μαθητικά χρόνια του γυμνασίου και του λυκείου, για να φτάσουμε μετά από 6 συναπτά έτη λογοτεχνικής διδασκαλίας, στη μέρα εκείνη όπου θα διαβάζαμε ένα κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, αυτή τη φορά στο σχολικό βιβλίο έκθεσης Γ' λυκείου *, για να μου μαγνητίσει την σκέψη και την προσοχή το παρακάτω απόσπασμα.

« Όμως η διαφάνεια των νοημάτων ήταν κάτι διαφορετικό· κι ώσπου να βρω κάποιον τρόπο ν' ανταποκριθώ σ' αυτήν, γνώρισα περιπλανήσεις κι έφτασα σε υπερβολές, που άφησαν βαθιά τα σημάδια τους πάνω στα πρώτα μου κείμενα. Καθώς τα ξαναδιαβάζω σήμερα, μαζί με τη γοητεία, που είναι φυσικό να φέρνει το ξαναζωντάνεμα μιας "ηρωικής εποχής", αισθάνομαι, την ίδια στιγμή, και μια έντονη απώθηση. Ενθουσιασμοί αδικαιολόγητοι, κάποτε, μπορώ να πω, και αντιπαθητικοί, φράσεις με απίθανο αλλά όχι, δυστυχώς, πάντοτε και αβίαστο μήκος, λυρικές εξάρσεις χωρίς αντίκρισμα, γλωσσικοί ακροβατισμοί και φραστικά πυροτεχνήματα, γενικά μια περίσσεια λόγου που, κοντά στ' άλλα, δε μ' άφησε ποτέ να μιλήσω με τρόπο ευθύγραμμο γι' αυτά που αποτελέσανε, πιστεύω, τα κίνητρα και τη δικαίωση της ζωής μου. Δεν πειράζει· μήτε τ' απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να 'ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλακτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. »

Μέχρι προηγουμένως, καθ΄όλη την διάρκεια των μαθητικών χρόνων πριν το σημείο της ανάγνωσης αυτού του αποσπάσματος, υπήρχε στο μυαλό μου μια συμβατική εικόνα/άποψη για το μάθημα των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Οι περιγραφές, αλλά και γενικότερα ο τρόπος αντιμετώπισης γνωστών λογοτεχνών από τους καθηγητές, σε παράπεμπε σε μια αίσθηση - η μια γενικότερη αντίληψη αν θέλετε - ότι πρόκειται για ανθρώπους μ΄ένα εκ γενετής ταλέντο, που από κάποια στιγμή της ζωής τους κι έπειτα απλά άρχισαν να το εκφράζουν συστηματικά, μέχρις ότου η όλη αυτή έκθεση να γίνει ευρέως διαδεδομένη και να τους καθιερώσει εντέλει ως τους διακεκριμένους λόγιους που γνωρίζουμε σήμερα. Εν ολίγοις δηλαδή, μια εικόνα αψεγάδιαστη, που στα μάτια αλλά και την αντίληψη ενός εφήβου, δεν θα μπορούσε, παρά να φαντάζει, ως μη ρεαλιστική στην καλύτερη των περιπτώσεων, κι ως σουρεαλιστική στη χειρότερη. Ειδικότερα απ΄τη στιγμή που ο έφηβος δε θέλει και ιδιαίτερες αφορμές - και καλά κάνει εν μέρει - για να αμφισβητήσει τον κόσμο ολάκερο γύρω του (πόσο μάλλον, ένα μέρος αυτού).

Διαβάζοντας όμως το απόσπασμα αυτό του Ελύτη, διάκρινα μια εντελώς διαφορετική εικόνα, από αυτήν, που μου είχαν σχηματίσει οι γενικότερες αναφορές του ενίοτε καθηγητή. Η αίσθηση που μου αποτυπώθηκε (ενδεχομένως και κάπως τεθλασμένα) είναι πως, το να έχεις άριστη γνώση των εργαλείων μιας γλώσσας, δηλαδή των γλωσσικών της σχημάτων, των δομών, των εκφραστικών της μέσων και γενικώς το να την χειρίζεσαι με όλες τις δυνατές συνθέσεις και εκφάνσεις που είναι διαθέσιμες και σου παρέχει, ούτε απαραίτητο είναι κι ούτε εγγυάται ότι θα εκφράσεις και θα περιγράψεις με απόλυτη ακρίβεια, και τέλεια στοχευμένα, μια σκέψη.

Ο Ελύτης, μέσα από ένα εξομολογητικό και οικείο συζητησιακό ύφος, παραδέχτηκε (ή μάλλον πιο σωστά) φανέρωσε, χωρίς ενδοιασμούς, τις ρωγμές του. Δίχως να προβάλλει τα λάθη στα οποία αναφέρεται, ως τα ... «σημάδια» του «νικητή» που ... «μαρτυρούν» το τελικό «κατόρθωμα», αποδεχόμενος αυτά, περιέγραψε το αυτονόητο.

Ότι εφόσον δεν είναι αυθαίρετος ο γενικός προσανατολισμός, με αφορμή τον οποίο γίνονται τα εκάστοτε λάθη, κατά συνέπεια, και οι τριβές στις οποίες σε υποβάλλει η διαδοχή τους, μιας και γίνονται με στοχευμένο γνώμονα, κάθε άλλο παρά περιττές είναι. Τουναντίον. Η διαδοχή αυτή είναι που συνεχώς και σταδιακά, σκιαγραφεί το μοτίβο της επαναληψιμότητάς τους, κι άρα διαμορφώνει την αντίληψη που επιτρέπει τον διαχωρισμό, και όχι τον εντοπισμό τους. Ο διαχωρισμός, λοιπόν. Γιατί εκείνος σου επιτρέπει, να απεικονίζεις διαρκώς τους σχηματικούς (ανα)συνδυασμούς με τους οποίους προκύπτουν τα λάθη, σε αντίθεση με την μεμονωμένη εστίαση, χωρίς βέβαια αυτή να παραβλέπεται.

Και κάπως έτσι, γίνεται κατανοητό (όπως απορρέει κι απ΄το απόσπασμα) το γιατί ο Ελύτης, αποδέχεται και εστερνίζεται τις αστοχίες των σφαλμάτων του. Διότι συνειδητοποιεί πως τα λάθη που προηγήθηκαν, κάθε ένα χωριστά, και όλα μαζί συγχρόνως, αποτέλεσαν το έναυσμα - και κάθε συνέχεια - της τελικής επίτευξης, που μέχρι και προ των πυλών αυτής, μοιάζουν σαν πρώιμο στάδιο της. Σαν μια επαναλαμβανόμενη κακή αρχή.

Ξαφνικά λοιπόν έγινε συνειδητός ένας παραλληλισμός, κι όχι μια ταύτιση στα όσα παραδεχόταν ο Ελύτης (και που στον εγωισμό ενός εφήβου, συνήθως μεταφραζόταν ως υποχώρηση στις απόψεις του όποιου Ελύτη, κι άρα ενστικτωδώς πυροδοτούσε μια αποστροφή). Έγινε αντιληπτό, ότι τα επιτεύγματα περνούν μέσα απ΄όλο το φάσμα των ενδιάμεσων δια/ανα-κυμάνσεων για να φτάσουν στην τελική τους μορφή, όπως άλλωστε κι η επεξεργασία κάθε τι ακατέργαστου. **Και τότε, ήταν η στιγμή, που η τελευταία φράση του αποσπάσματος «... Και αυτό έχει σημασία... », ενστικτωδώς, συμπληρώθηκε από την φράση « ... η επιδίωξη ». Ότι δηλαδή η έλλειψη αυτής, είναι το μόνο πράγμα δυνητικά ικανό, να σε αποτρέψει από μια επίτευξη.

Για πρώτη φορά η ανάγνωση ενός λογοτέχνη, δεν απόπνεε ένα ύφος προτροπής, που εξ΄αντιδράσεως σε απωθεί, αλλά μια παραδοχή, που διεγείρει το φιλότιμο του αναγνώστη, και που δείχνει και κάνει σαφές, το αυτονόητο. Το ότι δηλαδή, όλοι λιγότερο ή περισσότερο, ξεκινούν από μια κοινή βάση (ακούσματα-ερεθίσματα σχολικά, ενδοοικογενειακά, κοινωνικά κ.τ.λ.) Συνεπώς, στα άτομα (αν αναλογιστούμε, την κατάληξη της αντίστροφης πορείας των επιτευγμάτων τους) η διαφορά/απόσταση μεταξύ τους, δεν είναι κατακόρυφη - άρα δεν δηλώνει ανωτερότητα - μα επίπεδη, πάνω σε ένα κοινό τερέν. Κι αυτό σφυρηλατεί κάθε κομπλεξισμό κι εσωτερική ανασφάλεια της ανταγωνιστικής φύσης των ανθρώπων, απ΄την στιγμή που τα μόνα περιθώρια που αφήνουν οι επίπεδοι διαχωρισμοί μεταξύ τους, εκ των πραγμάτων είναι (ως ειρωνικό αδιέξοδο θα΄λεγε κανείς) κι η βαθύτερη επιθυμία τους. Δηλαδή το να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο, να συνεννοηθούν, να συμπράξουν και κυρίως να μάθουν, να γνωρίσουν, όχι μέσω της προβολής των δεξιοτήτων τους, αλλά της αλληλοσυμπλήρωσης των λαθών (σημείων που υστερούν) μεταξύ τους, απ΄όπου και απορρέει η αναζύμωση ενός ατόμου, που με την σειρά της τροφοδοτεί την καλλιέργεια της προσωπικότητάς του. Διότι διαφορετικά, οποιαδήποτε άλλη επιλογή του καθενός, θα τον κρατάει αν μη τι άλλο απομονωμένο. Κι αυτό μπορεί σε κλιμάκωση υψομετρικών επιπέδων να φαντάζει ως «ξεχωριστός» υπό την μορφή ψευδαίσθησης, αλλά όταν όλοι είναι στο έδαφος, μόνο ως απομάκρυνση μεταφράζεται (και υφίσταται, εξ΄άλλου).

Ο Ελύτης, σ΄αυτό του το απόσπασμα φανέρωσε, εκείνα τα στοιχεία, που πραγματικά προηγήθηκαν των έργων του. Δηλαδή αποτυχίες, λάθη, αδυναμίες, αστοχίες - που είναι άλλωστε και τα συστατικά της συνταγής κάθε ωρίμανσης - και που προηγούνται κάθε τελικής επίτευξης. Συμπέρασμα το οποίο, αφενός αποτρέπει την αυτοαμφισβήτηση και την ανασφάλεια που συνοδεύει κάθε προσωπικό ξεκίνημα - αλλά και κάθε διάρκεια πορείας - και αφετέρου σου υποδηλώνει την προγενέστερη αφέλεια σου, όταν πλέον τώρα συνειδητοποιείς ότι στη ζωή, χτυπώντας πάνω στα εμπόδια (κι όχι πάντα υπερπηδώντας τα) προχωράς, και αλληλοεπαληθεύοντας τα λάθη σου, σημειώνεις πρόοδο και εξέλιξη σε ό,τι κάνεις. Πράγμα που από ένα σημείο κι ύστερα, όχι σε κάνει να τα προδιαγιγνώσκεις, ούτε περιορίζει το ενδεχόμενο επανεμφάνισης τους, αλλά σε εξοικειώνει με αυτό, και άρα σου επιτρέπει να τα αποκλείεις με γρηγορότερα αντανακλαστικά λόγω ... «οικειότητας».

Εξέφρασε δηλαδή ο Ελύτης, την στόχευση/προσανατολισμό της επιτυχίας, μέσα από την έννοια του τιμήματος, πράγμα που κατά συνθήκη αποτρέπει την ζήλεια. Διότι όταν γίνεται πλέον αισθητά προφανές, ότι το τίμημα είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την επίτευξη της ζήλειας, τότε της αφαιρεί τη σαγηνευτικότητα, και κυρίως, την εθιστικότητα της. Όταν διαπιστώνεις πως μεταξύ των δύο, η «ευχάριστη» ζήλεια, μπορεί μονάχα να ονειρεύεται από μακριά τον προορισμό - αποφεύγοντας οτιδήποτε μεσολαβεί - ενώ το «δυσάρεστο» κόστος του τιμήματος, αποτελεί τα διόδια της διαδρομής αυτής, μάλλον γίνεται κάπως αντιληπτό, ότι μπορεί και να υπερτερεί το δεύτερο. Και ίσως λόγω αυτού, να σταματήσει να αποφεύγεται φυγόπονα, και (ωσάν αδιέξοδη εναλλακτική) να αντιμετωπιστεί σαν πρόκληση, που μοιραία, οδηγεί στην ανάληψη των ευθυνών που επιδιώκουν ένα αποτέλεσμα, μέχρι να το πετύχουν.

Και κατόπιν, λίγες μέρες μετά την ανάγνωση του αποσπάσματος αυτού, αναρωτήθηκα, γιατί 6 χρόνια διδασκαλίας μαζί με τόσα βιβλία και λογοτεχνικά κείμενα, δεν μπόρεσαν να πουν, αυτό που κατάφερε μέσα σε 1 λεπτό, ένας σύντομος προσωπικός μονόλογος του Ελύτη, και μάλιστα μέσω, όχι μιας διδασκαλίας, αλλά μιας απλής ανάγνωσης.

Ίσως αντί να ερμήνευε ο καθηγητής, το ποιες προσωπικές εμπειρίες του εκάστοτε λογοτέχνη αποτέλεσαν την αφορμή των σκέψεων στο έργο του (στην προσπάθεια του να μας γνωρίσει μαζί του) θα μπορούσε αντ΄αυτού να περιγράψει τον αντίκτυπο που ο ίδιος εισέπραξε απ΄τον συγγραφέα. Διότι ως προς τον μαθητή, μόνο η μαρτυρία κάποιου με τον οποίο είχε ήδη συναναστραφεί προσωπικά (δηλαδή του καθηγητή), θα μπορούσε να λειτουργήσει συνδετικά ως το βέλτιστο διαπιστευτήριο, σχετικά με το αν αξίζει να γνωρίσει κάτι που του συστήνεται. Κι είναι και η μόνη ρεαλιστική αφορμή, που θα μπορούσε να διεγείρει την περιέργεια για μια τέτοια γνωριμία.

Διαφορετικά, πολλές φορές ασυναίσθητα, στη προσπάθεια της εν λόγω γνωριμίας, ο εκπαιδευτικός καθίσταται παρουσιαστής (ή με την ετυμολογική σημασία της λέξης, τηλε-παρουσιαστής), κι όχι διαμεσολαβητής, που είναι και το ζητούμενο.

Και ενδέχεται, μέσα απ΄το πρώτο να διαφαίνεται η οξυδερκής αντίληψη ενός λογοτέχνη - στοχαστή, γύρω από γεγονότα και καταστάσεις, ωστόσο δεν παρακινεί σε περαιτέρω συμπεράσματα, ούτε και στην ένταξη ενός τρίτου ατόμου σε αυτήν, απ΄την στιγμή που η όλη αυτή αντίληψη, δεν εκφράζεται με έναν τρόπο ώστε να υποψιάζει το άτομο, σχετικά με το ποιο κομμάτι του, είναι ήδη συμπεριλαμβανόμενο σε αυτήν.

Γιατί είναι. Κι αν είμαστε λίγο (μα όχι περισσότερο) καλοπροαίρετοι, δεν θα αργήσουμε πολύ, να μάθουμε και το γιατί. Άλλωστε, στην εποχή του ίντερνετ, ποιος μας εμποδίζει;

ΥΓ1 : Αυτό μου έμεινε τελικά, απ΄τον Ελύτη. Η αποενοχοποίηση - όχι της έννοιας - αλλά του στίγματος ενός λάθους. Τότε ήταν που σκέφτηκα «χμχ ... μάλλον δεν του΄δωσαν τυχαία νόμπελ», με τη διαφορά όμως, ότι αυτό ήταν διαπίστωση, κι όχι η αφορμή-επιχείρημα που την προεξοφλούσε.

ΥΓ2 : Κι όσο για την - όχι και πολύ ιδανική - διεξαγωγή της γνωριμίας μας με τον (κάθε) Ελύτη, εκ μέρους των δασκάλων, δεν πειράζει (πλέον). Το Google και το YouTube, τους εξιλέωσε όλους (μας).

ΥΓ3 : Τελικά, όντως... Αυτό έχει σημασία (9η παράγραφος**)

* το εν λόγω απόσπασμα του Ελύτη, βρίσκεται στις σελίδες 144 & 145 του σχολικού βιβλίου : ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΕΥΧΟΣ Γ΄, που διδάσκεται στην Γ΄ τάξη γενικού λυκείου, και το οποίο βρίσκεται σε ηλεκτρονική μορφή στην παρακάτω διεύθυνση.