Νατοποίηση της Κύπρου και το Κυπριακό ζήτημα

Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια, προσεκτική ανάλυση γεγονότων, προσεκτική λήψη αποφάσεων και δράση με πρωταρχικό μέλημα την εξυπηρέτηση των δικών της εθνικών συμφερόντων. Οι Ρωσικές σχέσεις και με τις δύο χώρες είναι διαχρονικά καλές, αν εξαιρεθεί η περίοδος κατάρριψης του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους απο την Τουρκία. Παρόλα αυτά, η Ρωσία δεν έχει λάβει ποτέ σκληρή θέση έναντι της Τουρκίας για το θέμα της Κύπρου, με εξαίρεση την περίπτωση του 1964, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ απέστειλε επιστολή στον Ισμέτ Ινονού λόγω της απειλής απόβασης στη Κύπρο. Αλλά γιατί η Ρωσία επιλέγει να τηρεί σιγή ιχθύος για το Κυπριακό;

Με τον όρο Κυπριακό ζήτημα ή Κυπριακό πρόβλημα, αναφερόμαστε σε ένα ζήτημα του Διεθνούς Δικαίου που οφείλεται στη παράνομη στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας απο το Τουρκικό κράτος, η οποία καταδικάστηκε με το ψήφισμα 1974/360 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Παρόλα αυτά, ακόμη και πριν τη τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974, υπήρχε το Κυπριακό ζήτημα, υπό τη μορφή ενός αποικιακού προβλήματος λόγω της προσάρτησης της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία στις 5 Νοεμβρίου 1914, καθιστώντας το νησί, «αποικία του Στέμματος».

Προκειμένου να αντιμετωπισθεί η επιθυμία των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση, και εν συνεχεία η σχετική προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας στον Ο.Η.Ε, οι Άγγλοι ευνόησαν την εμπλοκή της ήδη υπάρχουσας Τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να μετατραπεί το Κυπριακό σε δικοινοτική διαφορά Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων καθώς και σε διμερή διακρατική διαφορά Ελλάδας - Τουρκίας. Το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό έχει λάβει διεθνείς διαστάσεις και ότι οι εμπλεκόμενοι είναι παίκτες του Διεθνούς Συστήματος καθιστά τους παράγοντες που επηρεάζουν τη Κυπριακή κρίση αρκετά ευμετάβλητους στη μακρόχρονη πορεία της.

Πέρα όμως απο τα υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου όπως τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί, δεν πρέπει να υποτιμάμε και τη γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στα όρια της Ευρώπης με τη Μέση Ανατολή, ένα νησί που ο Τούρκος συνταγματολόγος Nihat Erim το είχε ονομάσει ως το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Η θέση αυτή, έχει υπάρξει ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, όπως της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της ψυχροπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης. Για να αντιληφθούμε καλύτερα την αναγκαία επίλυση της εκρεμότητας του Κυπριακού προβλήματος αρκεί ένα απόσπασμα του τέως Τούρκου πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος και η Τουρκία»: «Ακόμη και εάν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία οφείλει να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα.»

Τι είναι ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (ΣγΕ) και πως μπορεί να δράσει αποτρεπτικά;

Πρόγονος του ΣγΕ (Partnership for Peace) αποτελεί το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας (North Atlantic Council), γνωστό και ως NAC, το οποίο αποτελείτο από τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και από 11 πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Το NAC αποτέλεσε ένα δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ του ΝΑΤΟ και των χωρών αυτών, οι οποίες λόγω των συνεχών μεταπτώσεων απο το ένα καθεστώς στο άλλο αντιμετώπιζαν προβλήματα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας. Εν τέλει, το 1994 ιδρύθηκε ο ΣγΕ και έπαυσε να λειτουργεί το NAC.

Οι υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη του ΣγΕ είναι δύο. Η πρώτη είναι η υπογραφή συνθήκης ασφάλειας μεταξύ του κάθε κράτους χωριστά και του ΝΑΤΟ, αναφορικά με τη διαχείριση των διαβαθμισμένων πληροφοριών που θα διαβιβάζονται στις χώρες μέλη του ΣγΕ στα πλαίσια υλοποίησης των προγραμμάτων αλλά και για πληθώρα άλλων ζητήματων που αφορούν την ασφάλεια των μελών του ΣγΕ. Η δεύτερη υποχρέωση, είναι η υπογραφή ενός πρωτοκόλλου των μελών του ΣγΕ με το ΝΑΤΟ, με το οποίο η κάθε χώρα αναλαμβάνει τη δέσμευση τήρησης των δημοκρατικών αρχών, του σεβασμού στη διεθνή νομιμότητα και τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στη διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη τελική πράξη του Ελσίνκι, στη συμφωνία ελέγχου των εξοπλισμών, στη μη χρήση βίας εναντίον άλλων κρατών, στο σεβασμό των συνόρων και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών. Πέραν των πιο πάνω υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν τα μέλη του ΣγΕ μέσα από διμερείς συμφωνίες, ο ΣγΕ εμπλέκεται και σε μια σειρά διεθνών συμφωνιών και αποφάσεων διεθνών οργανισμών.

Η πρώτη απόφαση ονομάζεται Declaration on the European Security and Defence Policy η οποία λήφθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2002 και υπεγράφη απο τους Γενικούς Γραμματείς των δύο Οργανισμών. Σύμφωνα με αυτή, χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες δεν είναι ενταγμένες ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στο ΣγΕ, δεν μπορούν να συμμετέχουν σε διεργασίες και δραστηριότητες της Ένωσης στις οποίες εμπλέκονται μέσα ή υποδομές του ΝΑΤΟ. Η παρούσα απόφαση αποτελεί απόρροια της συνεργασίας ΕΕ - ΝΑΤΟ, γνωστή και ως Berlin Plus. Η παρούσα συνθήκη θεωρείται υψίστης σημασίας, καθώς οριοθετούνται και καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις της συνεργασίας των δύο οργανισμών στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ.

Η δεύτερη, είναι η συνθήκη μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, η οποία υπεγράφη στις 17 Μαρτίου του 2003. Στη συνθήκη αυτή (Berlin Plus Αgreement) , καθορίζεται σαφώς ότι απαραίτητη προϋπόθεση οποιασδήποτε συνεργασίας, θα είναι οι χώρες που μετέχουν σε δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες εμπλέκεται καθοιονδήποτε τρόπο το ΝΑΤΟ, θα πρέπει να είναι ενταγμένες είτε στο ΣγΕ είτε στο ΝΑΤΟ.

Είναι λοιπόν προφανές πως ο ΣγΕ θα μπορούσε να αυξήσει τη σχετική ισχύ της Κύπρου, και ως αποτέλεσμα να αποτελέσει ένα διαπραγματευτικό όπλο. Για την ακρίβεια, η Λευκωσία είχε επιχειρηματολογήσει πως «Η άρση των τουρκικών εγγυήσεων επιτυγχάνεται μέσω της ένταξης στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη και συνεπακόλουθα στο ΝΑΤΟ», μια επιχειρηματολογία που δεν χαρακτηρίζεται απλώς ανεφάρμοστη, αλλά ουτοπική για τους μελετητές των Διεθνών Σχέσεων, και γενικότερα για τους γνώστες του αντικειμένου.

Απαιτείται ρεαλισμός, μια σαφής και ορθολογική στρατηγική εκ μέρους τόσο της Κυπριακής κυβέρνησης όσο και της Ελλάδος.

Ποια είναι τα εμπόδια ένταξης στον ΣγΕ και στο ΝΑΤΟ;

Η φύση των εμποδίων είναι πολυποίκιλη. Σχεδόν κανένα απο αυτά δεν είναι απαγορευτικό ως προς τις πιθανότητες ένταξης, αλλά αν τα παρατηρήσουμε ως σύνολο, δημιουργούν την εικόνα του αδύνατου.

Η Βρετανική δυσαρέσκεια

Η πάγια πολιτική της Βρετανίας κατευθυνόταν στην αποτροπή οποιασδήποτε κίνησης της Λευκωσίας για αλλαγή του status quo στη περιοχή, ενίσχυσης και καλύτερης διαπραγματευτικής ικανότητας. Μια ένταξη της Κύπρου θα είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας στη περιοχή, καθώς και της Βρετανίας. Ο όρος υποβάθμιση δεν αναφέρεται στην μείωση της γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής τους σημασίας, αλλα σημαίνει ότι η μονοπωλιακή σχέση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα λάβει τέλος. Το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει συνθήκες απεγκλωβισμού για τη Κυπριακή Δημοκρατία και το υπάρχον περιβάλλον θα μετασχηματιστεί σε ένα περιβάλλον αμοιβαίου οφέλους.

Επίσης, η Βρετανία σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να ενισχυθεί ο ρόλος της Κύπρου με αποτέλεσμα να υπάρξουν προοπτικές και ελπίδες ώστε να αποτελέσει εναλλακτική οδό ενέργειας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είμαστε στη περίοδο στην οποία η Ευρώπη και δη η Γερμανία ψάχνει μια εναλλακτική λύση για να απεξαρτηθούν από τη Μόσχα, η οποία φαίνεται να συγκλίνει με τα Βρετανικά και Τουρκικά συμφέροντα. Αιτιολογώντας το τελευταίο, τα ρωσικά συμφέροντα αφορούν στο μεγάλο όγκο συναλλαγών με τη Τουρκία σχετικά με προγράμματα διέλευσης αγωγών, καθώς επίσης και στο πυρηνικό πρόγραμμα του Άκιουγιου, το οποίο είναι υπό τη Ρωσική κηδεμονία.

Η Ρωσική εξωτερική πολιτική

Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας χαρακτηρίζεται απο μια συνέχεια, προσεκτική ανάλυση γεγονότων, προσεκτική λήψη αποφάσεων και δράση με πρωταρχικό μέλημα την εξυπηρέτηση των δικών της εθνικών συμφερόντων. Οι Ρωσικές σχέσεις και με τις δύο χώρες είναι διαχρονικά καλές, αν εξαιρεθεί η περίοδος κατάρριψης του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους απο τη Τουρκία. Παρόλα αυτά, η Ρωσία δεν έχει λάβει ποτέ σκληρή θέση έναντι της Τουρκίας για το θέμα της Κύπρου, με εξαίρεση την περίπτωση του 1964, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ απέστειλε επιστολή στον Ισμέτ Ινονού λόγω της απειλής απόβασης στη Κύπρο. Αλλά γιατί η Ρωσία επιλέγει να τηρεί σιγή ιχθύος για το Κυπριακό;

Η σκληρή ισχύς, και γενικότερα οι παράγοντες ισχύος που διαθέτει η Τουρκία υπερτερούν σε σχέση με αυτούς της Κύπρου, η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας, ακόμη και το μέγεθος της χώρας, καθιστούν την Τουρκία ένα πιο ελκυστικό εταίρο για τα Ρωσικά συμφέροντα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αφενός η Τουρκία είναι ένα σημαντικό μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και αφετέρου λόγω της γειτνίασης της με τη Ρωσία αναβαθμίζεται η σημαντικότητα της.

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο κορμός της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στοχεύει στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων της. Δεν προκαλεί λοιπόν απορία η επαμφοτερίζουσα στάση της όσον αφορά το Κυπριακό ζήτημα. Προς ενίσχυση αυτού του ισχυρισμού, μια ματιά σε κάποια ιστορικά στοιχεία είναι αρκετή:

  1. Κατά την περίοδο της διπλής τουρκικής εισβολής το 1974, η στάση του Κρεμλίνου μπορεί ηπίως να χαρακτηριστεί και ως απαθής. Με την απάντηση πως «Οι Τούρκοι θα μπουν στη Κύπρο. Μια τέτοια εξέλιξη δεν αντιβαίνει στη πολιτική μας τώρα.» γκρεμίστηκαν οι ελπίδες Κύπριων αξιωματούχων για παρεμβολή της τότε ΕΣΣΔ στη Τουρκική επέλαση.
  2. Η εξίσου απαθής στάση της Ρωσίας απέναντι στις συχνές παραβιάσεις της Κυπριακής Α.Ο.Ζ απο τις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας
  3. Κατά την περίοδο της Κυπριακής οικονομικής κρίσης η Ρωσία γύρισε την πλάτη της, όταν η πρώτη αιτήθηκε οικονομική βοήθεια για να αποφύγει την οικονομική καταστροφή.

Οι καθυστερήσεις της Κυπριακής ηγεσίας

Σύσσωμη η Κυπριακή Βουλή (πλήν του ΑΚΕΛ) με ψήφισμα τους στις 2 Απριλίου 2009, καλούσαν τον τότε πρόεδρο Χριστόφια να υποβάλει το ταχύτερο αίτηση ένταξης στο ΣγΕ. Επίσης, η διαδικασία ένταξης στον ΣγΕ αποτελούσε σαφή προεκλογική δέσμευση του προέδρου Αναστασιάδη, καθώς και όντας νεοεκλεγείς, στο βήμα της Βουλής στις 28 Φεβρουαρίου του 2013 την αποκάλεσε ως προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής του ατζέντας. Με μια σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου απορρίφθηκε η Κυπριακή αίτηση δια στόματος του τότε Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Άντρες Φογκ Ράσμουσεν, για ένα πολύ απλό λόγο, τη μη λύση του Κυπριακού.

Βέβαια, ποτέ το προφανές δεν αντανακλά και τη πραγματική αιτία. Η Κύπρος είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν ανήκει ούτε στο ΝΑΤΟ, ούτε στον ΣγΕ. Αυτό συνήθιζε να είναι το επιχείρημα της Τουρκίας για να αποκλείει την Κύπρο απο τις κοινές συνεδρίες των δύο μερών. Επίσης, όπως έχει αναφέρει ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, «Δεν υπάρχει κράτος με το όνομα Κύπρος», δεν αναγνωρίζεται η Κυπριακή Δημοκρατία απο την Τουρκική. Αυτή η Τουρκική στάση έναντι του Κυπριακού, δημιουργεί πρόβλημα και αποτελεί αγκάθι στην ανάπτυξη των σχέσεων ΕΕ - ΝΑΤΟ.

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, το κεφάλαιο ΣγΕ έχει κλείσει οριστικά για τη Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να συγκατατεθεί η Άγκυρα με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα αρνησικυρίας της. Όπως επίσης και έναν άλλο άπιαστο στόχο αποτελεί η ένταξη της στο ΝΑΤΟ. Γενικότερα, θεωρείται απίθανη μια Κυπριακή ένταξη σε κάποιον Διεθνή Οργανισμό στρατιωτικού προσανατολισμού που η Τουρκία είναι ήδη μέλος, εάν δεν διευθετηθεί το Κυπριακό Ζήτημα.

Είναι κοινός τόπος πως η επίλυση του Κυπριακού περνάει μέσα από τη θετική στάση και ενδεχομένως συγκατάθεση της Άγκυρας στα αυτονόητα, τουτέστιν στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και την άρση των εγγυήσεων. Βέβαια βρισκόμαστε σε μια όχι τόσο ευνοϊκή διεθνή πολιτική κατάσταση για μια επιθυμητή προς τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα λύση. Απαιτείται ρεαλισμός, μια σαφής και ορθολογική στρατηγική εκ μέρους τόσο της Κυπριακής κυβέρνησης όσο και της Ελλάδος απέναντι σε μια Τουρκία που πνέει τα λοίσθια σε σχεδόν όλους τους τομείς και είναι πιθανό να αντιδράσει βίαια και ακαριαία εάν νιώσει ότι μια νέα ήττα είναι προ των θυρών.

Δημοφιλή