Έχει δίκιο η Μελίντα Γκέιτς για την αντισύλληψη;

Αυτό που υπονοείται αλλά δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στο παραπάνω απόσπασμα είναι ότι στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, το πραγματικό, θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι η αδυναμία πρόσβασης των γυναικών σε μέσα αντισύλληψης. Είναι το ότι οι ίδιες, επειδή θεωρούνται ιδιοκτησία των αντρών και μάλλον κατώτερα όντα, δεν έχουν άλλη δυνατότητα, πέρα από τα μέσα αυτά, για να διεκδικήσουν τον έλεγχο στο σώμα τους και στον αριθμό παιδιών που θα κάνουν. Το πρόβλημα της επιχειρηματία στην Κένυα δεν είναι ότι μένει, άθελά της, έγκυος με τον κρίνο. Είναι ότι η θέση της στην οικογένεια και την κοινωνία της δεν της επιτρέπει να αρνηθεί, με τα λόγια, να κάνει άλλο παιδί.
Henry Romero / Reuters

Πριν από μερικές ημέρες, ο Μπιλ και η Μελίντα Γκέιτς έδωσαν στη δημοσιότητα, εν είδει απολογισμού, την ετήσια επιστολή τους και μαζί μερικά ακόμη κείμενα που αναφέρονται σε συγκεκριμένους τομείς της δράσης τους. Σε ένα από αυτά, που δημοσιεύτηκε στο Fortune, η Μελίντα μιλάει για την αντισύλληψη, ή μάλλον για τη διάδοσή των μέσων της στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, την οποία η ίδια θεωρεί ως έργο της ζωής της (το Gates Foundation συμμετέχει στο Family Planning 2020, ένα συνασπισμό κρατικών φορέων, που φιλοδοξεί να δώσει πρόσβαση σε αντισυλληπτικά μέσα, σε 390 εκατομμύρια γυναίκες στον αναπτυσσόμενο κόσμο).

Όλα σωστά και αξιέπαινα ως εδώ, γιατί, όπως αναφέρουν στην επιστολή τους και οι Γκέιτς, «Τα τελευταία 50 χρόνια, καμία χώρα δεν έχει βγει από τη φτώχεια χωρίς να διευρύνει την πρόσβαση των γυναικών στα αντισυλληπτικά». Στο άρθρο της, ωστόσο, για το Fortune, η Μελίντα αφήνει για λίγο πίσω της τον αναπτυσσόμενο κόσμο, με τις ακραία δύσκολες συνθήκες ζωής και τα τεράστια κενά στον τομέα της δημόσιας υγείας, και μοιράζεται, ως προνομιούχα γυναίκα κάτοικος της Δύσης, το εξής:

Δεν έκανα τυχαία τα τρία μου παιδιά με τρία χρόνια διαφορά το καθένα -ούτε περίμενα τυχαία να τελειώσω πρώτα το μεταπτυχιακό μου και να αφιερώσω δέκα χρόνια στην καριέρα μου στη Microsoft, πριν γίνω μητέρα. Η οικογένειά μου, η καριέρα μου, η ζωή μου όπως την ξέρω, όλα αυτά είναι άμεσο αποτέλεσμα των αντισυλληπτικών.

Σκοπός της, φυσικά, είναι να στηρίξει το (σωστό) επιχείρημα ότι η οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δυνατότητά τους να μη μένουν κάθε δύο χρόνια έγκυες καθ' όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ηλικίας. Όμως η αντισύλληψη δε σημαίνει το ίδιο πράγμα για την Κένυα και για τις ΗΠΑ και με την εξίσωσή τους, το συμπέρασμα βγαίνει στραβό -κι αν με ρωτήσετε, επικίνδυνο για όλους εμάς εδώ που το διαβάζουμε.

Αντισύλληψη εκεί και εδώ

«Οι ιστορίες πίσω από τις στατιστικές είναι πολύ δυνατές και πολύ προσωπικές», γράφει η Γκέιτς. «Πριν από μερικά χρόνια, γνώρισα στην Κένυα μία γυναίκα, που είχε μόλις στήσει μία μικρή επιχείρηση ράβοντας σακίδια πλάτης από μικρά περισσεύματα ντένιμ υφάσματος. Ήλπιζε ότι το νέο αυτό εισόδημά της θα εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή για την ίδια και τα τρία παιδιά της. Ήξερε, όμως, πολύ καλά και ότι η ικανότητά της να κρατήσει ζωντανή αυτή την επιχείρηση θα εξαρτιόταν από την ικανότητά της να καθυστερήσει την επόμενη εγκυμοσύνη της».

Αυτό που υπονοείται αλλά δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στο παραπάνω απόσπασμα είναι ότι στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, το πραγματικό, θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι η αδυναμία πρόσβασης των γυναικών σε μέσα αντισύλληψης. Είναι το ότι οι ίδιες, επειδή θεωρούνται ιδιοκτησία των αντρών και μάλλον κατώτερα όντα, δεν έχουν άλλη δυνατότητα, πέρα από τα μέσα αυτά, για να διεκδικήσουν τον έλεγχο στο σώμα τους και στον αριθμό παιδιών που θα κάνουν. Το πρόβλημα της επιχειρηματία στην Κένυα δεν είναι ότι μένει, άθελά της, έγκυος με τον κρίνο. Είναι ότι η θέση της στην οικογένεια και την κοινωνία της δεν της επιτρέπει να αρνηθεί, με τα λόγια, να κάνει άλλο παιδί. Η επιθυμία της δεν αρκεί για να συνεννοηθεί με τον άντρα-αφέντη της. Ο διάλογος δεν περνάει. Άρα, πρέπει να βάλει στοπ ορμονικό.

Κι αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζει και η ίδια η Μελίντα.

Το κείμενό της, όμως, είναι γραμμένο για να διαβαστεί από κοινό και θεσμούς στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όπου, υπό κανονικές συνθήκες, τα ζευγάρια, με ένα στοιχειώδη βαθμό συνεννόησης και προσοχής, μπορούν να μην ξεπεράσουν τα 3 παιδιά, ακόμα κι αν δε θέλουν να πάρουν το χάπι (το 42,1% των γυναικών στις ΗΠΑ δε χρησιμοποιεί φαρμακευτικά ή μηχανικά μέσα αντισύλληψης. Το ποσοστό των Οικογενειών Χωραφά στην ίδια επικράτεια είναι σαφώς μικρότερο από αυτό). Και όπου το 1 ή τα 2 ή τα 3 παιδιά δε θα έπρεπε να αποτελούν εμπόδιο για την επαγγελματική εξέλιξη και την οικονομική ευρωστία των γυναικών (ούτε και κανενός άλλου, εδώ που τα λέμε).

Αλλιώς: το αν μία γυναίκα θα μπορέσει να χτίσει μια καριέρα όπως την επιθυμεί και το αν θα έχει τη δυνατότητα να σταθεί στα πόδια της οικονομικά, η ίδια και η οικογένειά της, δε θα πρέπει να εξαρτάται από ένα γερμανικό μοντέλο αναπαραγωγής σαν αυτό που περιγράφει η Γκέιτς. Όχι μόνο επειδή τα γερμανικά μοντέλα επαγγελματικού προγραμματισμού δε λειτουργούν απαραίτητα καλά όταν μιλάμε για οικογένειες. Ούτε μόνο επειδή δεν έχουν όλες οι οικογένειες τις ίδιες επιθυμίες και στόχους. Αλλά κυρίως επειδή η αγορά εργασίας και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας θα έπρεπε σε όλο τον κόσμο να εξασφαλίζουν ότι αν ένα ζευγάρι θέλει να αποκτήσει τώρα ή μεθαύριο ένα, δύο ή τρία παιδιά, αυτό δε θα γίνει εμπόδιο στην ικανότητά του να εξασφαλίσει το μέλλον και τη δημιουργικότητά του. Κι αν δε θέλει να αποκτήσει κανένα, αυτό δε θα πρέπει να έχει καμία απολύτως σχέση με το φόβο του για την επαγγελματική του ζωή.

Γράφοντας «Η οικογένειά μου, η καριέρα μου, η ζωή μου όπως την ξέρω, όλα αυτά είναι άμεσο αποτέλεσμα των αντισυλληπτικών», η Μελίντα λέει: «Αν θέλεις να πετύχεις επαγγελματικά, δημιουργικά, οικονομικά, θα πρέπει η οικογενειακή σου εξέλιξη να μπει σε αυστηρά, τεχνοκρατικής λογικής, κουτάκια, όπως αυτά που θα χρησιμοποιούσες για να οργανώσεις την αλυσίδα παραγωγής μιας πολυεθνικής εταιρείας. Αν αποφασίσεις να λειτουργήσεις λίγο πιο ελεύθερα και ν' αφήσεις τη φύση ή λίγο περισσότερο συναίσθημα, να βάλουν ένα χεράκι, τότε είσαι άξια της μοίρας σου, ανάξια να συμμετάσχεις ισότιμα στο σύστημα παραγωγής στο οποίο βασίζονται οι δυτικές κοινωνίες και, γενικά, καταδικασμένη να εξαρτάσαι οικονομικά από τον άντρα-αφέντη σου (του οποίου η επαγγελματική εξέλιξη δεν επηρεάζεται στο ελάχιστο από τον αριθμό των παιδιών του)». Όπως Κένυα, ένα πράγμα. Μεταθέτει, δηλαδή, εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την επαγγελματική ανάπτυξη των γυναικών στις ίδιες (και, προφανώς, στα παιδιά τους), απαλλάσσοντας από αυτήν τις πολιτικές και κοινωνικές δομές στις οποίες συμμετέχουν.

Είσαι γυναίκα; Τόσο το χειρότερο.

Δε λέει ψέματα, φυσικά. Η πραγματικότητα έτσι είναι. Όμως η Μελίντα Γκέιτς δεν εργάζεται για να επικυρώσει την πραγματικότητα. Εργάζεται -η ίδια το λέει- ως «ανυπόμονη αισιόδοξη», για να μειώσει την ανισότητα στον κόσμο.

Τώρα, η ανισότητα στον αναπτυσσόμενο κόσμο σίγουρα μπορεί, ως ένα σημείο, να καταπολεμηθεί με την ελεύθερη πρόσβαση των γυναικών σε μέσα αντισύλληψης. Για την ανισότητα στο Δυτικό σύμπαν μας, όμως, και συγκεκριμένα στην αγορά εργασίας, το να λες ότι χρειάζεσαι αντισυλληπτικά για να κάνεις πραγματικότητα τα όνειρά σου είναι μάλλον αντιφατικό: λες στις γυναίκες που σε ακούν ότι χρειάζεται να περιορίσεις τα παιδιά που φέρνεις στον κόσμο, ώστε να μην είσαι δέσμια των αναγκών τους -ότι χρειάζεται, σε τελική ανάλυση, να γίνεις σαν άντρας.

Στο Δυτικό σύμπαν μας, για μένα, μια ισότιμη αγορά εργασίας θα εξασφάλιζε υποστήριξη και ευελιξία σε εργαζόμενους άντρες και γυναίκες που θέλουν να αφιερώσουν χρόνο από τη ζωή τους στο να κάνουν παιδιά.

Θα έδινε κίνητρα στις επιχειρήσεις να παρέχουν τις αναγκαίες γονικές άδειες, αλλά και δομές για τη φροντίδα των μικρών παιδιών των εργαζομένων όσο εκείνοι δουλεύουν*.

Δε θα ποινικοποιούσε τη μικρή επιχειρηματικότητα, την ευέλικτη εργασία και τις εναλλακτικές μορφές απασχόλησης, αλλά θα έδινε σε άντρες και γυναίκες την ευκαιρία να δείξουν πόσο δημιουργικοί μπορούν να γίνουν όταν αποφασίζουν οι ίδιοι πότε, πώς και από πού θα δουλέψουν.

Θα εξασφάλιζε όλα τα τεχνολογικά εργαλεία στις επιχειρήσεις και τα άτομα ώστε να συνεργάζονται (και) από μακριά και θα σεβόταν το γεγονός ότι ο παραδοσιακά «γυναικείος» τρόπος δουλειάς (συχνές εναλλαγές, συχνές διακοπές, αποσπασματικές περίοδοι δημιουργικότητας, μεγάλη, επικεντρωμένη παραγωγικότητα) αποτελεί ένα απολύτως βιώσιμο -αν και όχι αναγνωρισμένο- μοντέλο επαγγελματικής ανάπτυξης.

Αλλιώς, με τα λόγια της σκληρής και κυνικής και δίκαιης Penelope Trunk: «Ας μην εξυμνούμε άλλο την ακατάπαυστη προσπάθεια. Ας εξυμνήσουμε τις δαιμόνιες και εφευρετικές λύσεις. (Σ.τ.Σ.: όπως αυτές που βρίσκει κάθε γονιός που θέλει και παλεύει να συνδυάσει μια δουλειά που αγαπάει, με όσα παιδιά θέλησε να κάνει στη ροή της ζωής του.) Ας αρχίσουμε να μετράμε αποτελέσματα αντί για διαδικασίες. Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε ισότητα στην αγορά εργασίας».

*Και των ηλικιωμένων γονιών, θα ήθελα να συμπληρώσω, εκτός αν, σύμφωνα με το μοντέλο επαγγελματικής ανάπτυξης που προτείνει η Μελίντα, θα ήταν καλύτερα να τους αντισυλλαμβάνουμε κι αυτούς, για να μη μας βαρύνουν.

Αναδημοσίευση από το StellaKasdagli.com