«Θρηνητική ειλικρίνεια» ή ανάγκη να έχουμε το θάρρος του παραλογισμού μας;

Δεν υπάρχει κανένα σημείο υπεροχής από το οποίο κάποιος μπορεί να στέκεται και να ατενίζει την αλλοτρίωση απαλλαγμένος από αυτήν. Όλοι μας γινόμαστε φορείς της κρίσης στον βαθμό που επιχειρούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας (σε τροφή, νερό, ένδυση, στέγη, παιδεία, υγεία κ.α.) μέσω της λογικής «ο χρόνος είναι χρήμα» ή όλα ανάγονται στο κέρδος. Εντός του καπιταλισμού ζούμε σχιζοφρενικά στο βαθμό που ισορροπούμε μεταξύ της ανάγκης να πρέπει να παράγουμε περισσότερα χρήματα και της επιθυμίας να διάγουμε με όρους αλληλεγγύης και αμοιβαίας με τους άλλους συνεργασίας.
NurPhoto via Getty Images

Διαβάζοντας κάποιος το άρθρο του Χρήστου Γιανναρά με τίτλο «Θρηνητική ειλικρίνεια», δεν γίνεται παρά να του γεννηθούν κάποιες σκέψεις σχετικά με τον ρόλο του διανοούμενου σήμερα, με το πώς ερμηνεύεται το πραγματικό και ακόμη με το πώς μπορεί να οριστεί το κριτικό υποκείμενο∙ ακόμη, το πώς αυτό μπορεί να οργανώσει την πράξη του στην προοπτική ενός ριζοσπαστικού μετασχηματισμού για τη δημιουργία μιας κοινωνίας εντός της οποίας θα προστατεύεται αποτελεσματικότερα η ανθρώπινη αυτονομία, ευημερία και αξιοπρέπεια.

Ακολουθώντας τη διάκριση του Μαξ Χορκχάιμερ μεταξύ κριτικής και παραδοσιακής θεωρίας, θα λέγαμε ότι η ανάλυση του Γιανναρά αντανακλά τα στοιχεία μιας παραδοσιακής ανάλυσης. Βάσει αυτής, είμαστε κριτικοί στο βαθμό που μπορούμε να επισημαίνουμε τις αντιθέσεις ανάμεσα στις ποικίλες κατηγορίες μέσω των οποίων οργανώνουμε την καθημερινή μας πρακτική. Ο ίδιος στο κείμενό του εντοπίζει πολλές από αυτές όπως ο «γιατρός που πρωτοβγαίνει στη σύνταξη (έχοντας διακονήσει) πενήντα τέσσερα χρόνια τους συνανθρώπους του [...] (έχοντας καταβάλλει) κάθε μήνα, με άψογη συνέπεια τα όσα απαιτούσε το ασφαλιστικό του ταμείο» που εναντιώνεται «(σε αυτό το ίδιο ταμείο) που τώρα τον καταδικάζει σε λιμοκτονία ανταποδίδοντάς του 650 ευρώ μηνιαίο εισόδημα» και τέλος «[η] νεολαία των δύσκολων πτυχίων [...] που νιώθει τυχερή δουλεύοντας ραγιάς [...] με επτά κατοστάρικα μηνιάτικο» που εναντιώνεται «σε κάθε χυδαίο, ευνοημένο τυχάρπαστο επενδυτή που μπορεί να καταλύει κάθε ίχνος κοινωνικού κράτους».

Πρόκειται για μια ανάλυση εντός της οποίας η αντίφαση εντοπίζεται μεταξύ κάποιων κακών και ημαρτημένων φορέων αλλότριων υλικών συμφερόντων, συνήθως των κακών πολιτικών - ως υπηρέτες των ακόμη μοχθηρότερων καπιταλιστών - και του αγαθού, ευρέος πλήθους που παρά τη συνέπεια και εργατικότητά του πέφτει θύμα «ευνουχισμού των κοινωνικών του αντανακλαστικών» κυρίως γιατί «η πληροφόρηση παραδόθηκε ολοκληρωτικά στη λογική του μάρκετινγκ [...] (και) της μεθοδικής εξαπάτησης». Μάλιστα η έκταση της αλλοτρίωσης έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να μην μπορούμε καν να ελπίζουμε σε μια «ενεργό αφύπνιση των συνειδήσεων [ή] σε μια λαϊκή εξέγερση (εφόσον) δεν υπάρχει πια λαός, (παρά) μόνο (μια) αφιονισμένη μάζα τηλεθεατών».

Αυτό που γίνεται φανερό για τον ρόλο του διανοούμενου εντός της παραδοσιακής θεωρίας είναι ότι ο ίδιος μένει απρόσβλητος από τα αλλοτριωτικά φαινόμενα που μας περιβάλλουν, άτρωτος στην επίδραση των «παραισθησιογόνων που καταπίνει» η ευρεία μάζα, ούτως ώστε να μπορεί να επισημαίνει έγκαιρα τα κακώς κείμενα και να εκφράζει, ως άλλη Κασσάνδρα, την απογοήτευσή του για ένα «μέλλον που έχει προδιαγραφεί παγιδευμένο στην απόγνωση». Στην πραγματικότητα αυτό που εκφράζει ο παραδοσιακός διανοούμενος είναι η κυρίαρχη και ευρέως αποδεκτή αντίληψη για την προέλευση των κοινωνικών παθογενειών, ότι δηλαδή είμαστε τα θύματα μιας ανέντιμης πολιτικής εκμετάλλευσης που συντελέστηκε τα τελευταία σαράντα χρόνια, με μόνο αντάλλαγμα «χάντρες και καθρεφτάκια "προοδευτικής" ξιπασιάς» προς ικανοποίηση της «καταναλωτικής μονομανίας».

Μόνο αν σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε στην ουσία της αλλοτρίωσης και μετέχουμε αυτής, γινόμαστε οι ενεργοί φορείς της υπέρβασής της.

Αν θέλαμε να κάνουμε ένα σχόλιο για την παραδοσιακή θεωρία θα ήταν ότι μένει σε μια επιφανειακή ανάλυση των δεδομένων. Βάσει αυτής, δεν αμφισβητείται η λογική του κέρδους ως κάτι αντιφατικό, ανώμαλο ή στρεβλό, αλλά τονίζεται η δυνατότητα για έναν έλλογο πολλαπλασιασμό του χρήματος που θα υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Φορείς αυτού θα μπορούσαν να είναι μια υγιής «αστική τάξη όπως εκείνη προ τριών γενεών» ή «οι νοικοκυραίοι της ελληνικής επαρχίας» ενάντια στο κυρίαρχο σήμερα κερδοσκοπικό κεφάλαιο της αεροοικονομίας φορέας του οποίου υπήρξε «μια αδίστακτη πλέμπα νεόπλουτων αγροίκων» που μοιράστηκε ως «λάφυρα (τα) ιλιγγιώδη δανεισμένα ποσά». Ομοίως η έξοδος από την κρίση τίθεται ως ανάγκη αντικατάστασης των διεφθαρμένων πολιτικών με κάποιους καλύτερους και πιο έντιμους∙ η αντικατάσταση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου από ένα παραγωγικό που θα συμβάλλει στην ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας.

Αντίθετα προς την παραδοσιακή, η κριτική θεωρία δέχεται ότι η αντίφαση δεν βρίσκεται ανάμεσα, αλλά εσωτερικά των κατηγοριών. Κάθε επιμέρους κατηγορία (όπως το κέρδος, ο μισθός, η αξία ως χρήμα, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα κ.α.) αποτελεί έκφραση μιας κεντρικότερης αντίφασης που διαπερνάει κάθε πτυχή της ζωής και πράξης μας. Αναφερόμαστε στην κεντρικότερη κοινωνική σχέση, την εργασία, και στο πώς εντός του παρόντος πολιτισμού οργανώνεται ως αφηρημένη εργασία. Πρόκειται για μια εργασία που έχοντας χάσει κάθε ποιοτικό στοιχείο της, παράγει αποκλειστικά και μόνο εμπορεύματα με σκοπό την κερδοφορία εντός μιας ανταγωνιστικά οργανωμένης αγοράς. Η ζωή και η πράξη μας έχουν αξία στο βαθμό που κινούμε το χρήμα ώστε να πολλαπλασιάζεται απρόσκοπτα. Οι ιδιαίτερες επιθυμίες, αγωνίες ή ανάγκες μας μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, ενώ οι ίδιοι περιθωριοποιούμαστε άμεσα και βίαια μόλις σκεφτούμε ακόμη και να αμφισβητήσουμε τις κυρίαρχες αξίες του κέρδους και της αποδοτικότητας με αστικούς πάντα όρους.

Από αυτή την διαδικασία, καθένας δεν εξαιρείται, ούτε καν ο κριτικός διανοούμενος, εφόσον δεν υπάρχει τίποτε «μέσα στην κόλαση που να μην είναι διαβολικό». Δεν υπάρχει κανένα σημείο υπεροχής από το οποίο κάποιος μπορεί να στέκεται και να ατενίζει την αλλοτρίωση απαλλαγμένος από αυτήν. Όλοι μας γινόμαστε φορείς της κρίσης στον βαθμό που επιχειρούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας (σε τροφή, νερό, ένδυση, στέγη, παιδεία, υγεία κ.α.) μέσω της λογικής «ο χρόνος είναι χρήμα» ή όλα ανάγονται στο κέρδος. Εντός του καπιταλισμού ζούμε σχιζοφρενικά στο βαθμό που ισορροπούμε μεταξύ της ανάγκης να πρέπει να παράγουμε περισσότερα χρήματα και της επιθυμίας να διάγουμε με όρους αλληλεγγύης και αμοιβαίας με τους άλλους συνεργασίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το αίτημα για ένα ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό δεν γίνεται ζήτημα άσκησης της πολιτικής, αλλά τίθεται ως ένα ολόκληρο υπαρξιακό πρόβλημα που μας καλεί να αναστοχαστούμε τον τρόπο που ιεραρχούμε τις προτεραιότητές μας. Γινόμαστε επαναστατικά υποκείμενα στο βαθμό που αρνούμαστε τον τρόπο που πράττουμε ως τώρα αναζητώντας άλλους τρόπους ικανοποίησης των αναγκών μας, εντός των οποίων η λογική του κέρδους δεν χωράει. Πρωτίστως λειτουργούμε επαναστατικά στο βαθμό που έχουμε το θάρρος του παραλογισμού μας, το θάρρος να αναγνωρίσουμε ότι στη βάση του αναποδογυρισμένου κόσμου δεν βρίσκονται οι πολιτικοί και κάποιο αφηρημένο σύστημα που μας καταδυναστεύει, αλλά κυρίως εμείς οι ίδιοι στο βαθμό που λειτουργούμε ως προσωποποιήσεις του κέρδους και του χρήματος που πρέπει να πολλαπλασιαστεί πάση θυσία.

Εν τέλει, η κριτική θεωρία, σε αντίθεση προς την παραδοσιακή, δεν δέχεται την απόσυρση και τον αναχωρητισμό, ούτε εκφράζεται με όρους απαισιοδοξίας και μοιρολατρίας. Η ελπίδα βρίσκεται στο ότι η ουσία, η ανθρώπινη δημιουργικότητα, αν και εμφανίζεται τώρα ως αφηρημένη εργασία, δεν εξαντλείται εκεί. Μόνο αν σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε στην ουσία της αλλοτρίωσης και μετέχουμε αυτής, γινόμαστε οι ενεργοί φορείς της υπέρβασής της. Ο διαφορετικός καλύτερος κόσμος που οραματιζόμαστε δεν βρίσκεται σε κάποιο απροσδιόριστα μακρινό μέλλον, αλλά εδώ μπροστά μας, θαμμένος στα ερείπια του παρόντος αστικού πολιτισμού με τη μορφή της άρνησής του.

Μ. Horkheimer. 'Traditional and Critical Theory', στο: Critical Theory: Selected Essays, Continuum, New York, 1972, σσ. 188-206.

Χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι τα σχόλια των αναγνωστών που παρατίθενται αμέσως κάτω από το άρθρο του Γιανναρά.

Εδώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε το παράδειγμα ενός μαθητή της Γ' Λυκείου και της αντίδρασης των γονιών του τη στιγμή που τους ανακοινώνει ότι επιλέγει να σπουδάσει ανθρωπιστικές επιστήμες και όχι οικονομικά ή διοίκηση επιχειρήσεων, σε μια εποχή που το πρώτο ισοδυναμεί με επαγγελματική καταδίκη.

W. Bonefeld. Critical Theory and the Critique of Political Economy: On Subversion and Negative Reason, Bloomsbury, London and New York, 2014, σ. 222.

Αυτή είναι η ουσία της ανάλυσης του Αντόρνο για την έννοια της μη-ταυτότητας, όπως κυρίως αναπτύσσεται στο δεύτερο μέρος της Αρνητικής Διαλεκτικής, βλ. T.W. Adorno, Negative Dialectics, Bloomsbury, London and New York 2015 [1966], σσ. 135-207. Βλ. επίσης, A. Stone, "Adorno and Logic", στο: Theodor Adorno: Key Concepts, Deborah Cook (επ.), Acumen, 2008, σσ. 54-7.

Horkheimer, ό.π., σσ. 215-8.

Δημοφιλή