Υπέρβαση των ηγεσιών από τους πολίτες

Το έργο που έχει παραγάγει από το 2008 έως σήμερα η Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς υποδεικνύει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι δύο κοινότητες αν πράγματι επιθυμούν τη λύση και αγωνίζονται γι' αυτή. Εννιά χρόνια τώρα αθόρυβα, διακριτικά και σε αγαστή συνεργασία, πέντε Ελληνοκύπριοι και πέντε Τουρκοκύπριοι εργάζονται για τη συντήρηση εκκλησιών, τζαμιών και αρχαιολογικών χώρων.
Niyazz via Getty Images

Οι θεατές πλευρές του Κυπριακού βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Η ανάληψη πρωτοβουλιών, οι διαπραγματεύσεις, η θεματολογία τους, οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις συνήθως προσελκύουν το πολιτικό και μιντιακό ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα φορτίζουν το γενικότερο κλίμα, δημιουργούν αντιπαραθέσεις όχι μόνο μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά και στις εσωτερικές πολιτικές σκηνές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Η μεθοδολογία για την αναζήτηση λύσης που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα διακρίνεται από τις γνωστές προσεγγίσεις. Το κυριότερο, εδράζεται σε μια αναδιανεμητική λογική: τι δίνει και τι παίρνει η κάθε πλευρά. Η πρακτική αυτή, όπως δείχνει η εμπειρία, ενέχει τον κίνδυνο των άγονων και αέναων συζητήσεων με αδιέξοδη πάντα κατάληξη. Κι αυτό γιατί οι εθνοκεντρικές κουλτούρες παραμένουν ισχυρές. Μάλιστα αρκετές φορές είναι εμποτισμένες από έναν υφέρποντα εθνολαϊκισμό. Έτσι βλέπουμε να συντηρούνται η καχυποψία, ο φόβος και η άρνηση για συνύπαρξη, ακόμη και υπολείμματα μισαλλοδοξίας. Το χειρότερο είναι ότι οι επιχειρούμενες προσπάθειες για επίτευξη συμφωνίας γίνονται πάντα προϊόν σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, που κάποιες ενίοτε πλειοδοτούν σε μαξιμαλιστικές θέσεις και απόψεις. Ενώ κάποιες άλλες κρύβουν τις αληθινές τους προθέσεις, φοβούμενες να πουν ότι στην ουσία θέλουν να διατηρηθεί το σημερινό status quo της διχοτόμησης.

Οι αθέατες πλευρές του Κυπριακού, ωστόσο, έγκεινται στην επικοινωνία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Στις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται είτε σε δικοινοτικό επίπεδο είτε σε επίπεδο φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών. Πρόκειται για ένα πλέγμα πολυδύναμων δραστηριοτήτων, ενεργειών και δράσεων που στην πραγματικότητα δημιουργεί ελεύθερο χώρο για τη συνύπαρξη, τη συμπόρευση και την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Την αναγκαιότητα αυτή εξυπηρετούσαν οι τεχνικές επιτροπές που δημιουργήθηκαν πριν από χρόνια και στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Το έργο που έχει παραγάγει από το 2008 έως σήμερα η Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς υποδεικνύει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι δύο κοινότητες αν πράγματι επιθυμούν τη λύση και αγωνίζονται γι' αυτή. Εννιά χρόνια τώρα αθόρυβα, διακριτικά και σε αγαστή συνεργασία, πέντε Ελληνοκύπριοι και πέντε Τουρκοκύπριοι εργάζονται για τη συντήρηση εκκλησιών, τζαμιών και αρχαιολογικών χώρων. Έχοντας υπερβεί τις αντιπαλότητες και καχυποψίες έθεσαν ως κοινό τους στόχο, την υπεράσπιση και ανάδειξη της κυπριακής κληρονομιάς. Οι αξιόλογες παρεμβάσεις τους στηρίζονται στη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μάλιστα το συνολικό κόστος των έργων που υλοποίησαν ανέρχεται στο ποσό των 11,5 εκατομμυρίων ευρώ.

Χάριν της ακάματης προσπάθειας όλων των μελών της Επιτροπής, αλλά και του ζήλου που επιδεικνύει ένας από τους πλέον άξιους και ικανούς Κυπρίους, ο Τάκης Χατζηδημητρίου, αλλά και ο αντίστοιχος του Τουρκοκύπριος Αλί Τουντσάι, η Τεχνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποδεικνύει τη δυνατότητα αρμονικής και δημιουργικής συνύπαρξης. Ταυτόχρονα, δείχνει την ανάγκη απεγκλωβισμού του Κυπριακού από τις μυλόπετρες των άγονων και αδιέξοδων εθνοτικών ανταγωνισμών. Εδώ φαίνεται πόσο καταλυτικός είναι ο ρόλος των πρωταγωνιστών, όταν αυτοί δεν έχουν μολυνθεί από τον ιό των αμφισημιών και των αμφιταλαντεύσεων. Και προπαντός όταν προτάσσουν κοινούς στόχους μέσα σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης του πόνου του άλλου που τελικά είναι ο κοινός πόνος της Κύπρου. Χωρίς να υποκύπτουν σε μικροπολιτικά συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες εις βάρος της επανένωσης, όπως δυστυχώς φαίνεται να κάνουν οι διάφορες ηγεσίες.

Όσο το Κυπριακό δεν αποφορτίζεται από τις μνήμες του παρελθόντος, αλλά και τις εθνικές μονομέρειες και εγωισμούς, τόσο θα καθίσταται ατελέσφορο το οποιοδήποτε εγχείρημα επανένωσης. Οι αλλεπάλληλοι κύκλοι διαπραγματεύσεων προφανώς είναι αναγκαίοι, αλλά δεν παύουν να συντηρούν μια ατμόσφαιρα «νικητές-ηττημένοι». Ως εκ τούτου είναι χρήσιμη και απαραίτητη η συνάντηση των δύο κοινοτήτων σε πολλαπλά επίπεδα, προκειμένου να καλλιεργηθεί ένα θετικό, δημιουργικό και συνεργατικό κλίμα, που θα «γλυκαίνει» τις «κρυάδες» των οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων, οι οποίες στηρίζονται στο δούναι και λαβείν. Η συνεργασία που πέτυχαν οι δέκα της Τεχνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι ένα κεκτημένο που υπερβαίνει τα στενά όρια των παρεμβάσεών της. Παράλληλα, αποκαλύπτει ότι η σταθερή και η στιβαρή βούληση μπορεί να ξεπεράσει παγιωμένες και απολιθωμένες φαντασιώσεις.

Το ναυάγιο των συνομιλιών που προανήγγειλε ο Άιντε, δηλώνοντας ότι χωρίς προοπτική για κοινό έδαφος, δεν υπάρχει βάση για συνέχιση της διπλωματίας του «πήγαινε-έλα», αποδεικνύει ότι το Κυπριακό είναι δέσμιο κοντόφθαλμων επιδιώξεων, αλλά και αμφίθυμων ηγεσιών.

Δημοφιλή