Ευγένεια των Μπάσταρδων της Ευρώπης

Ελλάδα και Γαλλία διαθέτουν καθεμιά γλωσσικούς τροχονόμους που επιμένουν να προσαρμόζουν βίαια τη γλώσσα σε μια προκρούστεια κλίνη αμιγούς appellation d'origine controlée. Τροχονόμους που αγαπούν τη γλώσσα μόνο νεκρή, μιας και της αρνούνται το δικαίωμα να θάψει και να πενθήσει λέξεις, να γεννήσει και να υιοθετήσει άλλες, χωρίς την έγκρισή τους. Που την γελοιοποιούν με τις καλύτερες προθέσεις, όμοιες με αυτές που οι σύγχρονοι του «απολιτικού» μας Ρόμπερτ Μούζιλ επικαλούνταν για να «εξαγνίσουν» την εποχή τους.
MACIEJ NOSKOWSKI via Getty Images

Μοναδική μου τύχη αυτή η διπλή γλωσσική έλλειψη και αποτυχία: να ανακαλύψω τη μητρική μου γλώσσα ξαναμελετώντας την έπειτα από διακοπή δεκαετιών και να μην έχει υπάρξει μητρική η γλώσσα στην οποία καθημερινά ζω και εκφράζομαι. Ακούμε διαφορετικά από αυτούς που ανέκαθεν έζησαν μέσα της, μια γλώσσα που επισκεπτόμαστε. Την αντικρίζουμε, σαν τον διαβάτη που δύναται να περιεργαστεί την πρόσοψη μιας κατοικίας σε αντίθεση με τους μόνιμους (νόμιμους;) ενοίκους της που παρατηρούν αφηρημένα τον δρόμο από το παράθυρο.

Διαβάτης και ένοικος και οι δυο για την αλήθεια της γλωσσικής νομιμοφροσύνης τους ωρύονται. Ποιος έχει δίκιο; Ένας Αυστριακός που θεωρούσε εαυτόν μόνιμο noble outsider και που η μετριότητα των συγχρόνων του τον απέρριψε από την γερμανική λογοτεχνική ακαδημία διότι «παραείναι έξυπνος για να είναι ποιητής», σχολιάζει: η Αλήθεια δεν είναι ένα κρύσταλλο που μπορούμε να χώσουμε στην τσέπη μας αλλά ένα απέραντο υγρό που μας καλεί να καταδυθούμε εντός του. Δεινός παρατηρητής του πολιτικού γίγνεσθαι, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, για πολλούς ο σημαντικότερος συγγραφέας του 20ού αιώνα, παρουσιαζόταν σαν απολιτικός· σε καιρούς που, ναζιστές ή κομμουνιστές, οι πολιτικά ενταγμένοι σύγχρονοί του κατέσφαζαν με τις αγαθότερες των βεβαιοτήτων.

Υπόθεση εν μέσω (ελληνικότατου) παρισινού καύσωνα: μήπως ποιητικός είναι ο λόγος εκείνος που αιωρείται ανάμεσα στο λόγο του ένοικου και του επισκέπτη της μητρικής γλώσσας, της οποιασδήποτε γλώσσας; Λέγω μητρικής διότι οι ποιητές εκφράζονται κατά κανόνα (υπάρχουν εξαιρέσεις) στη μητρική τους γλώσσα σε αντίθεση με ένα ικανό αριθμό μεγάλων πεζογράφων και φιλοσόφων που, από τον Potocki και τον Casanova μέχρι τον Semprun και τον Αξελό, συνέταξαν το σημαντικότερο μέρος του έργου τους σε μια γλώσσα που ενίοτε έμαθαν ενήλικοι όντες. Μήπως η ποιητική αλήθεια ανήκει στο σπουργίτι, που από τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος παρατηρεί και τον ένοικο και τον περαστικό του προηγούμενου παραδείγματος; Μήπως το σπουργίτι είναι ο ποιητής, αυτός ο κοντινότερος (διότι αδυνατεί να την αποχωριστεί) και πλέον απομακρυσμένος (διότι την ακούει πάντα διαφορετικά) χρήστης της γλώσσας ; Όχι. Από το φθαρμένο ποιητικά «σπουργίτι» προτιμώ, για τη δριμύτητά της, τη λέξη μπάσταρδος.

Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης μπάσταρδος; Έλληνες, Γάλλοι (και Άγγλοι) φαίνεται να διαφωνούν. Για το Larousse, "latin médiéval bastardus, du germanique banstu-, second mariage avec une femme de rang plus bas". Για τους Μπαμπινιώτη και Δημητράκο, «προέρχεται από το ιταλικό bastardo που προέρχεται από το γαλλικό bastard από το bâtard αβεβαίου ετύμου». Για το Oxford Dictionary, "probably from bastum 'packsaddle'; compare with Old French fils de bast, 'packsaddle son' ".

Η μαγεία αυτής της λέξης, λοιπόν, εκφράζεται στην ομοφωνία με την οποία ουδείς την αποδέχεται σαν δική του, αφήνοντάς την έρμαιο, στην κυριολεξία άπατρι («αγνώστου πατρός»). Η γαλλική γλώσσα όμως, προσθέτει μια απόχρωση, αναγνωρίζοντας στα μπάσταρδα την ιδιότητα των enfants de l'amour, των παιδιών της αγάπης...

Ελλάδα και Γαλλία διαθέτουν καθεμιά γλωσσικούς τροχονόμους που επιμένουν να προσαρμόζουν βίαια τη γλώσσα σε μια προκρούστεια κλίνη αμιγούς appellation d'origine controlée. Τροχονόμους που αγαπούν τη γλώσσα μόνο νεκρή, μιας και της αρνούνται το δικαίωμα να θάψει και να πενθήσει λέξεις, να γεννήσει και να υιοθετήσει άλλες, χωρίς την έγκρισή τους. Που την γελοιοποιούν με τις καλύτερες προθέσεις, όμοιες με αυτές που οι σύγχρονοι του «απολιτικού» μας Ρόμπερτ Μούζιλ επικαλούνταν για να «εξαγνίσουν» την εποχή τους.

Μην τους ακούτε. Είναι ανέραστοι άνθρωποι. Και αγνοούν ότι, εκτός από παιδί της αγάπης, το μπάσταρδο είναι ευγενές ! Ένας ανέκαθεν ενδιαφέρων, noble outsider.

Από την επίκληση βιβλιογραφίας των George Steiner, Noam Chomsky, Julia Kristeva, Umberto Eco, Michel Foucault, προτιμώ τους παρακάτω, πολύ πιο άμεσους dans leur factualité (αμετάφραστο) στίχους· τραγουδισμένοι από τον Σταμάτη Κόκοτα (φαβοριτοφόρος chanteur favori), συγκροτούν παιδικές αναμνήσεις άλλου καύσωνα, αμιγώς αθηναϊκού αυτή τη φορά:

Ασ'τους να λένε, άσ'τους να πουν

αυτοί δεν ξέρουν ν'αγαπούν

τρέχουν να φτάσουν μα δεν μπορούν

άσ'τους να λένε, άσ'τους να πουν.