Υπόθεση Ηριάννας Β.Λ. και διάκριση εξουσιών

Έχοντας ελλιπή γνώση της δικογραφίας, δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να καταλήξω στο κατά πόσον η Ηριάννα Β.Λ. είναι ή όχι ένοχη για τα όσα της προσάπτονται. Σε βέβαιη κρίση θα πρέπει να καταλήξει το αρμόδιο Δικαστήριο, αφού πρώτα απαλλαγεί από προσωπικές έριδες και πολιτικές πιέσεις. Τα αυτόκλητα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται σε social media, δρόμους και τηλεοπτικές αίθουσες δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να επηρεάζουν την λελογισμένη κρίση ενός Δικαστηρίου. Η δικαιοσύνη απονέμεται στις δικαστικές αίθουσες και μόνον εκεί. Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν βέβαια ότι μια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να δέχεται κριτική.
sooc

Την 14η Μαρτίου 2011 η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία κάνει έφοδο σε σπίτι φοιτητή του ΕΜΠ. Εκτός από τον ίδιο, προσάγεται στη ΓΑΔΑ και η σύντροφός του, Ηριάννα Β.Λ., φοιτήτρια φιλοσοφικής. Ακολουθεί προανακριτική κατάθεση, λήψη αποτυπωμάτων και DNA.

Μερικούς μήνες αργότερα και συγκεκριμένα την 11η Νοεμβρίου 2011, ανακαλύπτονται σε χώρο του ΕΜΠ πλαστικές σακούλες με όπλα, τα οποία όμως δεν ταυτίζονται με εγκληματικές ενέργειες ή κάποια αντιεξουσιαστική/εγκληματική/τρομοκρατική ομάδα.

Την 11η Ιανουαρίου 2013 συλλαμβάνεται η Ηριάννα και κατηγορείται για οπλοκατοχή ως μέλος της «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς».

Οι λόγοι εμπλοκής της παραμένουν αμφισβητήσιμοι. Πώς όμως ενεπλάκη το πρόσωπο των ημερών σε αυτή την υπόθεση;

Στα όπλα που ανευρέθησαν, με υπόδειξη εξαφανισμένου πλέον από τις δικαστικές αρχές μάρτυρα, εντοπίζεται γενετικό υλικό, μέρος του οποίου ταυτίζεται με το DNA της καταδικασθείσας πλέον κοπέλας. Ειδικότερα, αναλύθηκαν 15 γενετικοί δείκτες (αριθμός που απαιτείται για την πλήρη ταυτοποίηση των δύο δειγμάτων), 7 εκ των οποίων εμφάνισαν συμβατότητα, 5 μη αποδεικνυόμενοι ως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της Ηριάννας Β. Λ. και επιπλέον 3 οι οποίοι δεν έδωσαν κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με αξιοπρόσεχτο αριθμό γενετιστών, πέραν των 270, που υπογράφουν σχετική δήλωση υπέρ της Ηριάννας Β.Λ., η συγκεκριμένη στατιστική ανάλυση με βάση τις αρχές δικανικής γενετικής δεν δίνει μοναδικότητα. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο γενετικό προφίλ δεν αποδίδεται σε ένα άτομο.

Η αξιοπιστία των τεστ DNA δεν είναι σε καμία περίπτωση διασφαλισμένη. Για την κατάληξη σε ένα, πέραν πάσης αμφιβολίας, αξιόπιστο αποτέλεσμα απαιτείται τήρηση αυστηρότατων κανόνων ορθού χειρισμού, που ξεκινάνε από το τρόπο που συλλέχθηκε το δείγμα στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την τελική στατιστική ανάλυση. Τονίζουν δε οι ανωτέρω γενετιστές ότι, κατά τον χρόνο διενέργειας των πραγματογνωμοσυνών, το εργαστήριο στο οποίο υλοποιήθηκαν οι αναλύσεις DNA δεν διέθετε διαπίστευση κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 17025:2005, η οποία χορηγείται από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ.) και διαπιστεύει την ορθή εργαστηριακή πρακτική.

Οι αμφιβολίες που εγείρονται αναφορικά με την ταυτοποίηση του ευρεθέντος γενετικού υλικού είναι πολλές, επιρρωνύονται δε από το γεγονός της μη ύπαρξης περαιτέρω δείγματος προς νέα εξέταση. Ας υποθέσουμε όμως πως όντως το γενετικό υλικό ανήκει στην καταδικασθείσα Ηριάννα. Πώς αποδεικνύεται η περαιτέρω σύνδεσή της με την οργάνωση της «Συνομωσίας Πυρήνων της Φωτιάς»; Ξεκάθαρη απάντηση θα είχαμε στο παραπάνω ερώτημα εάν τα ανακαλυφθέντα όπλα είχαν με βεβαιότητα συνδεθεί με τη δράση της ανωτέρω τρομοκρατικής οργάνωσης, κάτι το οποίο όμως δεν συμβαίνει.

Αντίθετα, φαίνεται μέχρι στιγμής, ότι η βασική σύνδεση της περί ης ο λόγος, υποψήφιας πλέον διδάκτορα Φιλοσοφικής, με τη γνωστή σε όλους μας τρομοκρατική οργάνωση είναι η σχέση που είχε η συγκεκριμένη κοπέλα με φοιτητή του ΕΜΠ που φερόταν να σχετίζεται φιλικά με μέλη της «Συνομωσίας των Πυρήνων της Φωτιάς», ο οποίος όμως δικάστηκε και αθωώθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο για οποιαδήποτε εμπλοκή του στην τρομοκρατική οργάνωση.

Από το 2013 έως και τον Μάιο του 2017, η Ηριάννα Β.Λ. παραμένει ελεύθερη με περιοριστικούς όρους μέχρι την δικανική κρίση της 1ης Ιουνίου 2017, κατά την οποία το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, με την υπ' αριθμ. 2609/2017 απόφασή του, την καταδικάζει σε ποινή κάθειρξης 13 ετών για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Λόγω του ύψους της ποινής (πάνω από τρία έτη), η έφεση που ασκείται δεν έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, η καταδικασθείσα αιτείται μέσω των συνηγόρων της αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

Ακολούθως, ορίζεται συζήτηση επί του ανωτέρου νόμιμου αιτήματος η 17η Ιουλίου 2017. Η αίτηση συζητείται και απορρίπτεται από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών, ενώ ο Εισαγγελέας της Έδρας κρίνει ότι η Ηριάννα Β.Λ. καθίσταται «ύποπτη τέλεσης νέων αδικημάτων» και ότι η περαιτέρω φυλάκισή της «δεν συνιστά υπέρμετρη ανεπανόρθωτη βλάβη».

Βάσει ποίων προϋποθέσεων όμως μπορεί να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης; Σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας : «8. [...] δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτελέσεως, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένειά του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως.».

Από το γράμμα της παραπάνω διάταξης και χωρίς να έχω λάβει γνώση της ακριβούς δικανικής κρίσης, καταλήγω ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να απορριφθεί το ανωτέρω αίτημα είναι «τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης», τα οποία μπορεί να δικαιολογηθούν ως τέτοια λόγω της φερόμενης εμπλοκής της στην υπόθεση της τρομοκρατικής οργάνωσης της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς».

Θα ήθελα να τονίσω δε εν προκειμένω, ότι το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών δεν εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά η κρίση της αφορά μόνο το θέμα της αναστολής, η οποία κρίθηκε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Αρθ. 497 ΚΠοινΔ.

Έχοντας ελλιπή γνώση της δικογραφίας, δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να καταλήξω στο κατά πόσον η Ηριάννα Β.Λ. είναι ή όχι ένοχη για τα όσα της προσάπτονται. Σε βέβαιη κρίση θα πρέπει να καταλήξει το αρμόδιο Δικαστήριο, αφού πρώτα απαλλαγεί από προσωπικές έριδες και πολιτικές πιέσεις. Τα αυτόκλητα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται σε social media, δρόμους και τηλεοπτικές αίθουσες δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να επηρεάζουν την λελογισμένη κρίση ενός Δικαστηρίου. Η δικαιοσύνη απονέμεται στις δικαστικές αίθουσες και μόνον εκεί.

Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν βέβαια ότι μια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να δέχεται κριτική. Το μείζον θέμα έγκειται στο ποιος και με ποια ιδιότητα ασκεί αυτή την κριτική, διότι άλλο είναι να ασκήσει κριτική ένας απλός πολίτης και άλλο, τελείως διαφορετικό και με ανυπολόγιστες συνέπειες, να ασκήσει κριτική ο αρμόδιος Υπουργός Δικαιοσύνης ή μέλη της Κυβέρνησης. Σε αυτή την περίπτωση, πέραν από την ιδιαίτερα επίφοβη επιρροή στη συνείδηση των πολιτών αναφορικά με το θεσμό της δικαιοσύνης, τίθεται σοβαρότατο θέμα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα της χώρας μας.

Ειδικότερα, το 26 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «1. H νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Bουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

2. H εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Kυβέρνηση.

3. H δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια• οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Eλληνικού Λαού.».

Τι εννοούμε όμως με τη διάκριση των εξουσιών και ποια είναι η λειτουργική σημασία της ως οργανωτική βάση του Κράτους;

Η διάκριση των εξουσιών αποτελεί μία από τις πλέον θεμελιώδεις οργανωτικές αρχές του φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους. Η πολιτική ή θεσμική σημασία της αρχής αναφέρεται κυρίως, στην οργανική διάκριση των εξουσιών και τονίζει την ανεξαρτησία της συγκρότησης και άσκησής τους. Οι τρεις αυτές λειτουργίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο ή ως προς την ουσία των ενεργειών που επιτελούν, αφού η μία θεσπίζει τους νόμους, θετούς κανόνες δικαίου, επιτακτικούς και αφηρημένους, η άλλη τους εκτελεί και η τρίτη δικάζει σύμφωνα με αυτούς. Για να εκπληρωθούν οι τρεις αυτές διαφορετικές, ποιοτικά, λειτουργίες του κράτους, με τρόπο που να αποτρέπεται ο δεσποτισμός και η κατάχρηση της εξουσίας με την συγκέντρωσή τους σε ένα πρόσωπο ή σε ένα κρατικό όργανο, θα πρέπει - κατά την φιλελεύθερη αντίληψη του κράτους και τη συνταγματική οργάνωση της εξουσίας του - κάθε λειτουργία να έχει ανατεθεί σε διαφορετική κρατική εξουσία και να ασκείται από διαφορετικό κρατικό όργανο. (Α. Μανιτάκης, «Η διάκριση των εξουσιών ως οργανωτική βάση του κράτους ή ως πολιτική αρχή», 2011).

Η προσπάθεια επηρεασμού ή υποκατάστασης, επομένως, της μιας εξουσίας από την άλλη είναι ένδειξη αυταρχισμού και κρατικής αυθαιρεσίας και δεν θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή από κανένα δημοκρατικό κράτος. Οι ενέργειες δε αυτές θα πρέπει να καταδικάζονται έτσι ώστε να μην διαταράσσουν της προσπάθεια εξισορρόπησης των τριών λειτουργιών του κράτους.

Αδιαμφισβήτητα ο θεσμός της Δικαιοσύνης στη χώρα μας χρειάζεται βελτίωση ως προς πολλές εκφάνσεις του. Αυτό όμως μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τροποποίηση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου και όχι με προσπάθεια υποκατάστασης της μίας εξουσίας από την άλλη. Είναι αδιανόητο μέλη κυβερνούσας πλειοψηφίας να λαμβάνουν θέση για μια υπόθεση που βρίσκεται ακόμα υπό την κρίση της δικαστικής εξουσίας. Τέτοιες ενέργειες είναι επικίνδυνες και κλονίζουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των εξουσιών.

Δημοφιλή