Με «το στανιό» ή με συνείδηση;

Γνώρισα ανθρώπους που ακόμη και στη βραδιά του γάμου δεν ήπιαν ούτε ποτήρι, προκειμένου να οδηγήσουν μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων, φεύγοντας. Κατά τη διάρκεια ενός εθίμου, όπου οι φίλοι των νεονύμφων και οι ίδιοι, γυρνούν με αυτοκινητοπομπή όλα τα αξιοθέατα της περιοχής, με εκστασιασμένους φίλους και φίλες να βγάζουν τα κεφάλια- και τα σώματα τους, συνήθως- από τα παράθυρα και τους οδηγούς να κορνάρουν διαρκώς, όλοι έπιναν, υπήρχαν μπουκάλια στα αυτοκίνητα. Αλλά, όχι: οι οδηγοί, και πάλι, ούτε γουλιά.
whl.travel/Flickr

Το καλοκαίρι που μας πέρασε, στα τέλη του Ιουλίου, βρέθηκα στη Μολδαβία για ένα γάμο. Ο γαμπρός ήταν ένας νεαρός, ένα παιδί-διαμάντι, που 'χε ζήσει αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, μέχρι που επέστρεψε στον τόπο του, να χτίσει τη ζωή του. Σήμερα, λίγα χρόνια μετά, δείχνει να τα 'χει καταφέρει μια χαρά: έχει τη δουλειά του, το σπίτι του, το αμάξι του, τα σκυλιά του, έχει την ησυχία του επίσης επιτέλους και, επιστρέφοντας στο θέμα μας, πλέον είναι και παντρεμένος με την κοπέλα που αγαπά.

Έχουν πολύ ενδιαφέρον οι γάμοι στη Μολδαβία, απέχοντας παρασάγγας από ότι ισχύει στη δική μας χώρα. Αρχικά, διαφέρουν όσον αφορά τη διάρκεια: η διαδικασία του γάμου, εκεί, το όλο «νταβαντούρι» διαρκεί αρκετές ημέρες, και είναι ιδιαίτερα δαπανηρός, σε σχέση με την γενικότερη οικονομική πραγματικότητα που ισχύει στη χώρα. Επίσης, υπάρχει μια πραγματικά εντυπωσιακή, όσο και πλούσια σειρά από έθιμα τα οποία τηρούνται. Και μόνο την τελευταία βραδιά, στο κέντρο όπου θα παραβρεθούν οι νεόνυμφοι, οι οικογένειες τους και οι καλεσμένοι, η «διασκέδαση» διακόπτεται αρκετές φορές, για να τηρηθούν όσα επιτάσσει η παράδοση.

Όπως και να' χει, είναι σχετικά δύσκολο να πετύχεις Μολδαβό που μιλάει αγγλικά σε ικανοποιητικό βαθμό, ειδικά καθώς απομακρύνεσαι από την πρωτεύουσα, το Κισινάου. Πολλοί μιλούν ρώσικα- πολλοί, άλλωστε, έχουν ρωσική καταγωγή, κάτι που με περηφάνια θα σου πουν- ενώ στα σχολεία, από ότι μου είπαν, αντί για τα αγγλικά που τελευταία προσφέρονται ως μάθημα, μετά τα ρώσικα η γλώσσα που διδάσκεται είναι τα γαλλικά. Προσωπικά, ήμουν τυχερός, καθώς ενώ για τις πρώτες ημέρες η αποκλειστική μου επικοινωνία με τους κατά τα άλλα απολύτως φιλόξενους και πρόσχαρους Μολδαβούς ήταν «μπύρα; ντα! Κονιάκ; ντα!»- ώσπου να φτάσουμε στο »μπύρα; μπα! Κονιάκ; νο, νιετ, νιετ, όχι»- καθώς η ώρα περνούσε, την τελευταία ημέρα συνάντησα αρκετούς Μολδαβούς, που είχαν ζήσει για χρόνια στην Ελλάδα και, επομένως, μπορούσαμε να συζητήσουμε στα ελληνικά.

Μου δόθηκε η δυνατότητα να πάρω απαντήσεις για το πρώτο πράγμα που μου' χε κάνει εντύπωση: το ότι στη Μολδαβία, όσοι γνώριζα που επρόκειτο να οδηγήσουν, δεν έπιναν καθόλου αλκοόλ- ούτε μια μπύρα. Πηγαίναμε, για παράδειγμα, σε κάποιο εστιατόριο το μεσημέρι, τρώγαμε, πίναμε ο καθένας την μπυρίτσα του, αλλά ο οδηγός όχι. Ούτε γουλιά. Ούτε ζητούσε από τους άλλους λίγο, ούτε χαλιόταν, δεν ήταν καν κάτι στο οποίο έδινε προσοχή. Έλεγε απλώς «μπα, εγώ οδηγάω», κάθε φορά που ρωτούσα, σαν να σου λέει «έχω δύο χέρια». Γνώρισα ανθρώπους που ακόμη και στη βραδιά του γάμου δεν ήπιαν ούτε ποτήρι, προκειμένου να οδηγήσουν μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων, φεύγοντας. Κατά τη διάρκεια ενός εθίμου, όπου οι φίλοι των νεονύμφων και οι ίδιοι, γυρνούν με αυτοκινητοπομπή όλα τα αξιοθέατα της περιοχής, με εκστασιασμένους φίλους και φίλες να βγάζουν τα κεφάλια- και τα σώματα τους, συνήθως- από τα παράθυρα και τους οδηγούς να κορνάρουν διαρκώς, όλοι έπιναν, υπήρχαν μπουκάλια στα αυτοκίνητα. Αλλά, όχι: οι οδηγοί, και πάλι, ούτε γουλιά. Ακόμη και σαραντάρηδες, πενηντάρηδες.

«Φίλε», μου είπε ένα από τα παιδιά που είχε μείνει χρόνια στην Ελλάδα, και περιμένει να γίνει πατέρας αυτές τις βδομάδες, «Οι μπάτσοι εδώ γράφουν συνέχεια. Αν σε πετύχουν να έχεις πιει έστω και μια μπύρα, σε γράφουν. Μεγάλα πρόστιμα, πολλά λεφτά, και σου παίρνουν και το δίπλωμα». Φυσικά, το πρώτο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι η χρήση των λέξεων: δεν υπήρξε ένα άτομο που να μίλησα, που να χρησιμοποίησε τη λέξη «αστυνομικοί», αντί του «μπάτσοι». Προφανώς, αυτό έμαθαν εδώ, αυτό είδαν, αυτό έζησαν. Αυτό τους έμεινε. Αυτό βιώνουν και στη Μολδαβία, ίσως.

Μου μίλησαν, ακόμη, για τις λεγόμενες «λευκές νύχτες»- όχι εκείνες που μπορεί να δει κανείς στην Αγία Πετρούπολη και άλλες ρωσικές πόλεις, ούτε τη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι. Κατά τις «λευκές νύχτες» εκείνο που συμβαίνει στη Μολδαβία είναι το εξής: αστυνομικοί («μπάτσοι») τη στήνουν με μπλόκα σε διάφορα σημεία και γράφουν συνεχόμενα αμάξια, για όποιο λόγο εντοπίσουν ή επινοήσουν, μέχρι να συμπληρώσουν έναν απαιτούμενο αριθμό. Οι συγκεκριμένες νύχτες πρέπει να είναι ο φόβος και τρόμος των οδηγών της χώρας- ή, τουλάχιστον, αυτό κατάλαβα εγώ μέσα από τις συζητήσεις.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μια χώρα, που βρίσκεται σε σαφέστατα χειρότερη οικονομική κατάσταση από τη δική μας, με κάνει να αισθανθώ μειονεκτικά. Θυμάμαι τα αυτοκίνητα να σταματούν σε κάθε διάβαση στη Σόφια, παραδείγματος χάριν, για να διασχίσω το δρόμο. Κι όσο κι αν αυτό είναι αναμενόμενο τόσο που φαντάζει απλώς φυσικό, στις λεγόμενες «καλές» χώρες της Ευρώπης, το να βρίσκεσαι στη πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, και να βλέπεις τα αυτοκίνητα να κοκαλώνουν για να περάσεις, σε πλήρη ακινησία, δίχως ανυπομονησία, δίχως σφιγμένες και τσιτωμένες εκφράσεις πίσω απ' το τιμόνι και ύφος δερβέναγα που σου κάνει χάρη, ήταν σίγουρα εντυπωσιακό. Έχουν οι οδηγοί της Σόφιας την συνείδηση, την αυτονόητη καλλιέργεια να επιτρέπουν στους πεζούς να διασχίζουν τις διαβάσεις, αντί να επιμένουν να αγνοούν την ύπαρξη τους, όπως εμείς; Και πως επιτυγχάνεται αυτό: με καλλιέργεια της συνείδησης ή με φόβο;

Είναι φανερό πως στις βαλκανικές χώρες ο τρόπος με τον οποίο δύνανται να επισπευσθούν αλλαγές τέτοιου είδους και τέτοιας σημασίας, τη στιγμή που η συνείδηση μας επιμένει να κρατά τις αγκάλες της ερμητικά κλειστές, είναι η επιβολή του φόβου. Απαγορεύσεις και πρόστιμα, κυρώσεις, ποινές. Σίγουρα, οι οδηγοί στη Μολδαβία θέλουν να πιουν μια μπύρα όσο και μεις, αλλά εάν ξέρεις πως αντί για 20 λέι (το νόμισμα της χώρας) το συγκεκριμένο ποτό μπορεί να σου κοστίσει πολλαπλάσια συν κάποιους, πολλούς μήνες δίχως δίπλωμα, μάλλον δεν ποθείς και τόσο τη γεύση της. Αναλόγως, εάν ξέρεις πως τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να πάθεις, δεν έχεις κανένα πρόβλημα ως μαγαζάτορας να παρέχεις στο κατάστημα σου τασάκια, ακόμη κι αν το κάπνισμα απαγορεύεται, να πίνεις πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της οδήγησης, να κόβεις μισή απόδειξη κάθε δύο βδομάδες και να επιδιώκεις να παράγεις, πεισματικά, κι άλλους σαν κι εσένα, κι άλλους όμοιους σου.

Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, μια άλλη τελείως εικόνα, στην Ελβετία. Επίσκεψη σε φίλους, με άλλους φίλους. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν στη χώρα αυτή και από τις πολύ-πολύ πρώτες που βρισκόμασταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Μόλις είδαμε πως δεν υπήρχαν πουθενά σκουπίδια στο δρόμο, σχετικά έκπληκτοι, ρωτήσαμε. «Εδώ κάθε άνθρωπος είναι και αστυνομικός», μας είπε ο φίλος, που μας απάντησε. «Μόλις δει κάποιον να κάνει κάτι κακό- όπως το να πετάει σκουπίδια- θα πάει και θα του πει να μην το κάνει».

Στη χώρα μας, δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα τους αστυνομικούς, ιδιαίτερα όταν πολλοί εξ αυτών είναι όντως «μπάτσοι». Στην Ελβετία, σπάνια βλέπεις στο δρόμο αστυνομικούς και ποτέ δεν φορούν τις εξαρτήσεις που βλέπεις τους δικούς μας να φοράνε. «Κάθε άνθρωπος είναι και αστυνομικός». Στη Μολδαβία, τη λύση στο πρόβλημα την έδωσε ο φόβος. Είναι πιο αποδοτικός, λιγότερο χρονοβόρος τρόπος, ίσως, από την καλλιέργεια, την παιδεία, την ενίσχυση της συνείδησης; Πιθανότατα. Μακροπρόθεσμα, όμως, το αποτέλεσμα σίγουρα θα μειονεκτεί.

Είναι γνωστό πως ο Έλληνας μισεί το κράτος και δυσπιστεί απέναντι σε όποια πρόθεση του, είναι σαφές πως έχει διαρκώς και περισσότερους λόγους να το κάνει. Μα, μέσα στη γενικότερη άρνησή μας, μέσα στην επίκληση της ανεξαρτησίας μας και τη διατράνωση της «αντίστασής» μας, χάνουμε και τα όμορφα, τα σημαντικά, τα ουσιώδη. Θα μπορούσαν να 'χαν αλλάξει- να 'χαμε αλλάξει, σωστότερα- πράγματα ουσιαστικά στην καθημερινότητα μας, επωφελή για μας, τους ίδιους, την ηρεμία μας. Δίχως τη δήθεν φροντίδα καμίας κυβέρνησης που έφυγε, δίχως το φόβο καμιάς κυβέρνησης που θα 'ρθει. Σε αυτή τη χώρα, όμως, μόνο παιδιά υπάρχουμε: παιδιά μικρά, παιδιά μεσαία, παιδιά μεγάλα. Και η αλλαγή θέλει μπαμπούλες, μπάτσους και αστυνομικούς, νομίζουμε.

Δημοφιλή