Αυτό δεν είναι μνημόσυνο

Μάνος Χατζιδάκις (σε Λ. Κύρκο): Να σου πω και κάτι ακόμη, που συμπληρώνει τα προηγούμενα: ο μεγαλύτερος εχθρός σας [αναφέρεται στο ΚΚΕ εσωτερικού] αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ούτε η Δεξιά, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο. Είναι το υλικό που, χρόνια τώρα, έχει προπαρασκευαστεί από τη Δεξιά και πού αυτή τη στιγμή τροφοδοτεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ανθρώπινο υλικό, εννοώ. Το οποίο αδυνατείτε εσείς να προπαρασκευάσετε, γιατί δεν του κολακεύετε τη «συρταρωμένη» σκέψη, δεν του κολακεύετε το «συρταρωμένο» αίσθημα. Και δεν είναι ανάγκη να ανατρέξω στο παράδειγμα των συγγενών κομμάτων. Όπου κοιτάξουμε, βλέπουμε τους νεότερους οπαδούς -- με πόση «συρταρωμένη» ευαισθησία, σκέψη και σχεδιασμό πορεύονται.
facebook

--Δε μ' αρέσει η αναμνησιολογία, την απεχθάνομαι. Είναι χειρότερη κι από μνημόσυνο. Τι πάει να πει «μνημόσυνο»; Κάποιον που δεν θυμάμαι και, μια δεδομένη στιγμή, καθορισμένη, οφείλω να τον θυμηθώ-- [M.X.]

Σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο Αύγουστος Κορτώ γράφει για το έργο του αγαπημένου συνθέτη -- τα αναγνωρισμένα αριστουργήματα και τα αφανή διαμάντια, τα έργα που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Το αφιέρωμα του dim/art περιλαμβάνει επίσης κείμενα του Μάνου Χατζιδάκι --σκέψεις απολύτως επίκαιρες τριάντα χρόνια αργότερα-- από το περιοδικό Τέταρτο που ίδρυσε ο ίδιος το 1985, και δύο αποσπάσματα από ραδιοφωνική συνέντευξη, από το ηχητικό αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη.

Αυτά που χάσαμε

Ο λόγος για τον οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις εξοργιζόταν με τις εύκολες οικειότητες (όπως η προσφώνησή του με το μικρό του όνομα) ήταν το γεγονός πως ήθελε να μνημονεύεται μονάχα για τα τραγούδια του, το έργο του - ένα έργο ασύγκριτου πλούτου και ωραιότητος, που ωρίμαζε μαζί με τον δημιουργό του μέχρι το τέλος (αρκεί κανείς να εντρυφήσει στους δίσκους των τελευταίων χρόνων της ζωής του Χατζιδάκι, όπως οι εξελληνισμένοι Αντικατοπτρισμοί ή τα συγκλονιστικά Τραγούδια της αμαρτίας).

Έτσι, τιμώντας τη μνήμη του, ανατρέχω στην επίσημη εργογραφία του, απρόβλεπτη κι αιρετική όπως κι ο ίδιος ο συνθέτης. Για παράδειγμα, η κινηματογραφική του μουσική (που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της μουσικής του παρακαταθήκης - το τελευταίο έργο που είχε αναλάβει, και δυστυχώς δεν πρόλαβε καν να ξεκινήσει, ήταν η μουσική για την Ελεύθερη κατάδυση). Έτσι, ενώ στον κατάλογο συναντάμε λιγότερο γνωστές (καίτοι πανέμορφες) κινηματογραφικές μουσικές συνοδευόμενες από τη διάκριση του αριθμού έργου (opus number), όπως το soundtrack για το Blue του Silvio Narizzano ή τη μουσική (απολαυστικά φελλινική) για το Ταξίδι του μέλιτος του Γιώργου Πανουσόπουλου, αριστουργήματα όπως το America, America και το Sweet Movie τοποθετούνται μαζί με το πλήθος των «αδέσποτων» - και άρα λιγότερο σημαντικών κατά τον ίδιο - έργων του. (Ανάλογη αντίφαση βρίσκουμε και στις διασκευές του, όπου, για παράδειγμα, οι αριστουργηματικοί Δεκαπέντε εσπερινοί και τα μεταμορφωμένα τραγούδια της Ρωμαϊκής αγοράς στερούνται επίσημου αριθμού, ενώ τα Λειτουργικά με τη Φλέρυ Νταντωνάκη κατέχουν περίοπτη θέση).

Ωστόσο, η μελέτη του καταλόγου είναι και μια ανοιχτή πληγή - καθώς σ' αυτόν απαντούν δεκάδες έργα, ημιτελή, ανέκδοτα ή ακυκλοφόρητα, κύκλοι τραγουδιών και θεατρικές μουσικές και χορωδιακές συνθέσεις, που παραμένουν παντελώς άγνωστες στο διαρκώς διευρυνόμενο κοινό του Χατζιδάκι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου υπάρχουν πλήρεις ηχογραφήσεις, η απουσία τους απ' τη δισκογραφία είναι πραγματικά ασυγχώρητη. Έργα όπως Τα πινδαρικά, Η αποστολή, Οι διφωνίες και Η Ατλαντίδα έπρεπε να βρίσκονται στη διάθεση των νέων ακροατών που καθημερινά καταφεύγουν στη μουσική του Χατζιδάκι όπως ο διψασμένος στην αστείρευτη πηγή.

Και είναι κι ένας άλλος καημός: η σκέψη του τι θα είχε γράψει όλα αυτά τα χρόνια ο Χατζιδάκις, αν το τυχαίο δεν μας τον είχε κλέψει τόσο πρόωρα. Είμαι βέβαιος ότι, ακόμα και στα ογδόντα εννέα του χρόνια, θα συνέχιζε να εξελίσσεται και να μεγαλουργεί. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μιλάμε για έναν συνθέτη που ποτέ δεν επαναπαυόταν: τον άνθρωπο που στα είκοσι τρία του χρόνια συνέθεσε τον Ματωμένο γάμο, κι έκτοτε δεν έπαψε να μεστώνει, από έργο σε έργο: απ' την Οδό Ονείρων στη Μυθολογία, κι απ' την Τζοκόντα και τον Μεγάλο Ερωτικό στην Πορνογραφία, τη Μελισσάνθη, και τις Μπαλάντες της οδού Αθηνάς.

Πόσα να χάσαμε άραγε; Πώς θα 'ταν η Αμοργός αν είχε προλάβει να την ολοκληρώσει; Θα συνέθετε ποτέ το έργο που φιλοδοξούσε να φτιάξει πάνω σε πρόζες του Ζαν Ζενέ; Θα επέστρεφε σε ανολοκλήρωτους κύκλους τραγουδιών, όπως ο Κοινός βίος και οι Παίδες επί Κολωνώ;

Ας μην είμαστε αχάριστοι, βέβαια. Και μόνο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος σαν τον Χατζιδάκι γεννήθηκε στη χώρα μας και μας χάρισε έναν τέτοιο θησαυρό αποτελεί ασύλληπτο δώρο της τύχης.

Αλλά η αγάπη δεν χορταίνει, και η ομορφιά δεν χορταίνεται.

του Αύγουστου Κορτώ,

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει

Το Τέταρτο, τεύχος 1, Μάιος 1985

Πάντα μ' απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ' άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; Αντιπαρέρχομαι την αντιπάθεια που μου προκαλούν οι άδοντες παρελαύνοντες στρατιώτες, αστυνομικοί και πυροσβέστες, μαθητές και μαθήτριες, ναύτες και αεροπόροι κι όλοι μαζί μετά φανατισμού και πείσματος. «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» --τι άραγε το άσμα να εννοεί; Βέβαια δεν μου διέφευγε η προπαρασκευή και η επίπονη άσκηση που απαιτούσεν ένας τόσος «φανατισμός» και τέτοιο «πείσμα» για να εκτοξευθεί εις τας εθνικάς εορτάς το περίφημον «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Όμως αυτό δεν έχει τόση σημασία. Γεγονός ήταν πως η Ελλάδα είτε με πείσμα είτε χωρίς, δεν εννοούσε να πεθάνει. Και το διαλαλούσε μετά χαλκίνων και ξύλινων πνευστών, καθώς και μ' έναν αρκετό μεγάλον αριθμό τυμπάνων.

Κι ήρθε ένα Μεγάλο Σάββατο, έτσι καθώς παρακολουθούσα τη λειτουργία της Αναστάσεως σαν τυπικός χριστιανός κι εγώ, μ' όλες τις ένοπλες δυνάμεις παρούσες και γυαλιστερές, που μου ξαναθύμισαν το γνωστό εμβατήριο της εθνικής μας υπερηφάνειας «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» --τ' άκουγα μέσα μου καθώς την ίδια στιγμή ηκούγετο το ανακουφιστικό «Χριστός Ανέστη», ενώ μερικοί εύζωνοι, τιμητική φρουρά, χαμογελούσαν αμήχανα και ηλιθίως. Σκέφθηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί.

Πως θα ΄ναι αιώνια δίχως ανάσταση, μια και δεν δέχθηκε ποτέ της να πεθάνει. Τότες άρχισα να καταλαβαίνω, καθώς ο κόσμος έφευγε βιαστικά με το «Χριστός Ανέστη» στα χείλη του, και την Ελλάδα και το εμβατήριο και την Ανάσταση κατά κάποιο τρόπο.

Ψέματα η Ελλάδα πως τάχα δεν πεθαίνει ποτέ.

Ψέματα το εμβατήριο για μια μη θνήσκουσα Ελλάδα.

Ψέματα και η Ανάσταση για μια περίπτωση χώρας μη θνήσκουσας και μη αναστημένης, αλλά γενναίως επαρμένης.

Τώρα γιατί η Ελλάδα ειδικά βρίσκεται τόσο στενά συνδεδεμένη με τη γιορτή του Πάσχα, είναι ένα άλλο ερώτημα που απαιτεί μια κάποια απόκριση. Είτε από μας είτε από τους ασκητές του Αγίου Όρους. Κάτι περισσότερο θα γνωρίζουν αυτοί για μας, αφού έχουν την άνεση να μας παρατηρούν με ψυχραιμία χρόνια και αιώνες τώρα. Λοιπόν το Πάσχα των Ελλήνων, ίσως λόγω στρατώνων, λόγω τσάμικου και λόγω φαλλοκρατικής λεβεντιάς που άνετα επιδεικνύουν οι πολιτικοί μας αρχηγοί όταν καταδέχονται με τόση «δημοκρατικότητα» να συγχορέψουν με τους φαντάρους και να τσουγκρίσουν πασχαλινά αυγά. (Άλλη μια μελαγχολική εικόνα της εθνικής μας εθιμοτυπίας που, θυμάμαι από παιδί, μου προκαούσε μιαν ακατάσχετη διάθεση για κλάμα. Ένα κλάμα που δεν έλεγε να σταματήσει και που κανείς δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει).

Όπως και να το δούμε το «ψέμα», ένα είναι σίγουρο και αδιαφιλονίκητο: πως η Ελλάδα σε ρυθμό εμβατηρίου δεν πεθαίνει ποτές.

Απόσπασμα από συζήτηση με τον Λεωνίδα Κύρκο

Το Τέταρτο, τεύχος 1, Μάιος 1985

Μάνος Χατζιδάκις: Να σου πω και κάτι ακόμη, που συμπληρώνει τα προηγούμενα: ο μεγαλύτερος εχθρός σας [αναφέρεται στο ΚΚΕ εσωτερικού] αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ούτε η Δεξιά, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο. Είναι το υλικό που, χρόνια τώρα, έχει προπαρασκευαστεί από τη Δεξιά και πού αυτή τη στιγμή τροφοδοτεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ανθρώπινο υλικό, εννοώ. Το οποίο αδυνατείτε εσείς να προπαρασκευάσετε, γιατί δεν του κολακεύετε τη «συρταρωμένη» σκέψη, δεν του κολακεύετε το «συρταρωμένο» αίσθημα. Και δεν είναι ανάγκη να ανατρέξω στο παράδειγμα των συγγενών κομμάτων. Όπου κοιτάξουμε, βλέπουμε τους νεότερους οπαδούς -- με πόση «συρταρωμένη» ευαισθησία, σκέψη και σχεδιασμό πορεύονται. Θαύμασα την ευαισθησία της νεολαίας σας και, μ' όλο που δεν είχα τοποθετηθεί πολιτικά κοντά σας, το δήλωσα και δημοσίως: «Νά μια νεολαία που σέβεσαι τον εαυτό σου απευθυνόμενος σ' αυτήν».

Αλλά έχετε δει τις υπόλοιπες νεολαίες, με τις οποίες αναγκαστικά η δική σας θα δώσει μάχη; Είναι μεγάλο πανηγύρι. Έχουν όλη τη θρασύτητα του νεοφώτιστου και του υπανάπτυκτου. Είναι έργο μιας σειράς μηχανισμών. Παρ' όλο που δεν είμαι αυτή τη στιγμή αντιδεξιός --από μια αστική θέση δίνω τις μάχες μου--, δεν μπορώ να μην επισημάνω τη χρεοκοπία της αστικής νεολαίας. Που θα ΄πρεπε ουσιαστικά να διαθέτει ευρύτερη σκέψη από τις άλλες, ως μη περιορισμένη από ανάγκες ή δόγματα.

Εκείνο που λείπει είναι ό,τι αποκαλεί ο Ελύτης «ποιητική νοημοσύνη». Στην περίπτωσή μας θα ΄λεγα αντίστοιχα: πολιτική νοημοσύνη, με την ευρύτερη έννοια. Τέτοια νοημοσύνη δεν έχει ποτέ καλλιεργηθεί μέχρι τώρα. Είμαι αντίπαλός σου, ωραία! Ας διαθέτω τουλάχιστον πολιτική νοημοσύνη. Όχι να είμαι αντίπαλός σου διότι αδυνατώ να σε δω! Όπου βέβαια μέσα μου υπάρχει και το φασιστικό πρότυπο: να σ' αρνηθώ τελικά, διότι δεν μου μοιάζεις.

Ο Εξουσιαστής

Το Τέταρτο, τεύχος 5, Αύγουστος 1985

Ποιεί εξουσίαν. Ασκεί την εξουσίαν, εξουσιοδοτημένος από τη λαϊκή θέληση. Και όσο ασκεί την εξουσία, εξουσιαστής, γίνεται α υ τ ό ς η λαϊκή θέληση, έτσι που μέσω των κομματικών εντύπων και των δημοσίων σχέσεων --έτσι ονομάζεται η πλύση εγκεφάλου των πολλών-- η «λαϊκή θέληση» πείθεται πως η θέληση του εξουσιαστή είναι ταυτόσημη με τη δική τους.

Αλλά ο χρόνος κυλά, η λαϊκή θέληση αναπτύσσεται, αλλοιώνεται, παραλλάζει και ένα πρωί, συννεφιασμένο ή φωτεινό, γίνεται ηλίου φαεινότερο πως ο εξουσιαστής δεν την εκπροσωπεί πλέον. Η καλλιέργεια του μύθου της «Ταυτότητας» παύει να ισχύει και ο εξουσιαστής ή δικτατορεύει δίχως προσχήματα ή πέφτει στο ανάθεμα για να ανέλθει ο καινούργιος εξουσιαστής της αντίπαλης παράταξης.

Μια εθνική ιστορία ελληνικής καταγωγής που επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια όλα τα τελευταία χρόνια. Γιατί το κόμμα εν Ελλάδι είναι μια θέληση αμετακίνητη, αδιαφιλονίκητη, μονοπώλιο δικαίου, εθνικοφροσύνης και πατριωτισμού και όποιος δεν συμφωνεί είναι προδότης και όχι μια διαφορετική μαχόμενη θέση μ έ σ α στο κόμμα.

Γιατί ο εξουσιαστής διαθέτει τη μία άποψη και οι άλλοι την επιδοκιμάζουν αυτήν του ενός, του αρχηγού. Παλαιότερα οι εντός κόμματος εν χορώ επικροτούσαν. Σήμερα, εν χορώ, σιωπούν γιατί δεν χρειάζεται να επικροτήσουν. Απλώς αν παραστεί ανάγκη, χειροκροτούνε δημοσίως. Θυμάστε τη φωτογραφία της εκλογής του Γκρομίκο ως προέδρου της χώρας τους, με ανάταση χειρός, σιωπηρή, μελαγχολική, πνιγερή, αποκρουστική. Που θυμίζει ταινία του Πολάνσκι με βρυκόλακες, χωρίς το χιούμορ του Πολωνού δημιουργού.

Ο Εξουσιαστής διαθέτει ένα κεφάλι ξύλινο, ασυγκίνητο, ανέκφραστο, αμετακίνητο, «κενόν αισθημάτων και ιδεών και πλήρες φιλοδοξιών».

Ένα κόμμα «αναπτυγμένου» τόπου διαβαίνει τον χρόνο μέσα από τις αντιθέσεις του. Εδώ, σ' εμάς, καταλύεται από τον χρόνο ή αλλάζει τίτλους. Τώρα τελευταία αποκτήσαμε και τις τυπικές διαδικασίες --συνέδρια, επιτροπές, αποφάσεις-- μονότονες, μονόφωνες, που καταλήγουν σε σχοινοτενή πορίσματα τα οποία απηχούν τη διευκόλυνση των φιλοδοξιών του εξουσιαστή. Το πιο ανησυχητικό! Επειδή όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό εξουσιαστή, αποτυχημένο, καταπιεσμένο, ανεκπλήρωτο, δεχόμαστε τον επιτυχόντα σαν μια προέκταση φανταστική του εαυτού μας. Όπως δεχόμαστε τον φθόνο των φθονερών, τη λάσπη των λασπολόγων, την ηθικολογία των ανήθικων, τις καταγγελίες των βρωμερών καταδοτών.

Διότι εμπεριέχουμε φθόνον, λασπολογική διάθεση, ανηθικότητα, καταδοτικά συμπλέγματα και χοιροστασιακή αναπνοή.

Τα ακριβά πρότυπα, τα διαθέτοντα αρετή και ιδιότητες χαρισματικές, χρειάζονται πρωτίστως αρετή και αθωότητα για να γίνουν αποδεκτά --χαρακτηριστικά αντεξουσιαστή. Γι' αυτό και στον λαϊκιστικό καιρό μας, της εύκολης λείας οπαδών και των ακόμη πιο εύκολων φιλοδοξιών η έννοια του αντεξουσιαστή δεν είναι εφικτή ούτε καν νοητή! Και αναδύεται εκ των βάλτων και των απορριμάτων πανένδοξος, απόλυτος, αμετακίνητος ο ένας, ο αδιαφιλονίκητος Εξουσιαστής. Προτείνω: μια αντεξουσιαστική εκστρατεία. Έναν σιωπηλό πόλεμο που, αν συντελεστεί μ' επιμονή, κάτι αληθινά καλό μπορεί να επιφέρει.

Η «πατρίς μας» οφείλει να αρνηθεί την ομφαλοσκοπική της κληρονομιά και ν' αποκτήσει ιδιότητες ζωντανού οργανισμού. Αν θέλει να επιζήσει με αξιοπρέπεια και όχι ως κοιτίς ξενοδοχειακών υπαλλήλων και τουριστικών ερωτικών συντρόφων.

«Πιστεύω σ' εκείνη την ελληνικότητα που εξαφανίζει τις διαφορές»

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την ελληνικότητα.

«Φωνές» -- από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη.

«Το ελληνικό, τώρα: από την ώρα που μας βοηθάει η Ελλάς να γίνουμε άνθρωποι, με μια παγκοσμιότητα, πολύ καλώς. Από την ώρα που μας δίδει μια φουστανέλα και μας εμποδίζει να υπάρχουμε με τους άλλους συνανθρώπους, είναι αντιδραστικό. Αν αυτό που λέμε ελληνικό είναι εμπόδιο στο να ενωθούμε με έναν μαύρο, είναι καταδικαστέο. Αν, αντιθέτως, αυτό είναι βοηθητικό για να ενωθούμε με τους άλλους, είναι υπέροχο».

«Η έννοια του ελληνικού για πολλούς ανθρώπους έχει διαφορετική όψη. Εγώ πιστεύω σ' εκείνη την ελληνικότητα που εξαφανίζει τις διαφορές».

«Φυσικά, από κάπου ξεκινάμε. Όλοι ξεκινάμε και τις πρώτες λέξεις που ψελλίζουμε είναι της μάνας μας. Αλλά δεν μένουμε με τις τέσσερις λέξεις που μάθαμε απ' τη μάνα μας: πηγαίνουμε και μαθαίνουμε και μιλάμε και σκεπτόμαστε και ξαναμαθαίνουμε να μιλάμε και απορρίπτουμε σκέψεις και προχωράμε...»

«Η τέχνη ανακαλύπτεται, δεν επιβάλλεται»

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα.

«Φωνές» -- από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη.

Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς

photo credits: eurokinissi, youtube, facebook public group: Μάνος Χατζιδάκις

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο dimartblog.com

Δημοφιλή