Το «παλιό, καλό αγνό κρασί»...το «δικό μας»

Το «παλιό, καλό αγνό κρασί» είναι ένα ψέμα. Ένα ακόμα ψέμα από τα τόσα του παλιού «καλού» ελληνικού κινηματογράφου...δυστυχώς. Όπως ψέμα ήταν η «αναρρίχηση» του πάμφτωχου πλην αγνού νέου στην πυραμίδα της εταιρείας που εργαζόταν μέσω του έρωτά του με την κόρη του αφεντικού, όπως ψέμα ήταν η ευτυχία της «αυλής» ή η «λαμπρή» -πλην χυδαία- εικόνα μιας ανερχόμενης κοινωνίας ευκαιριών...
Shutterstock / Jesus Cervantes

Γιατί εξιδανικεύουμε το παρελθόν; Γιατί κάθε παραδοσιακό και καλό; Γιατί ό,τι φτιάχνουμε εμείς στο σπίτι οφείλει να είναι το καλύτερο;

Από τσίπουρο, ρακή και ούζο μέχρι κρασί «από το βαρελάκι μας», όλα συνδυάζονται με την αμφισβήτηση κάθε τι νέου, τεχνολογικά προηγμένου, τυποποιημένου. Αν ο παππούς χρησιμοποιούσε σβουνιά για να κάψει το τσίπουρο, θα πρέπει και εμείς να τη βρούμε...Αυτός ο «αλάνθαστος» παππούς μας με τα αγνά κρασιά και τρόφιμα, το ιδανικό του κάθε Έλληνα μας κυνηγάει μια ζωή...

Από την άλλη, είναι και το «δικό μας». Είτε με τη στενή έννοια, το σπιτικό, είτε με την ευρύτερη, το ελληνικό. Tο ελληνικό κατσικάκι είναι καλύτερο από το εισαγόμενο...πάντα! Τα «δικά μας» προϊόντα είναι αγνά, όλα «τα άλλα» είναι νοθευμένα. Γιατί τόση εμπιστοσύνη στην «δικιά μας» τιμιότητα, στη φέτα από το χωριό, στο αγνό λάδι της θείας του κολλητού μας στον τενεκέ, στο χύμα κρασί από το καρβουνιάρικο μέσα στο πλαστικό μπουκάλι του νερού; Γιατί τελικά θεοποιούμε χωρίς σκέψη ό,τι παλιό, υποτίθεται παραδοσιακό, παρασυρμένοι από τα εξιδανικευμένα «ρομαντικά» στοιχεία και ξεχνώντας ή αγνοώντας τη στυγνή πραγματικότητα εκείνης της εποχής;

Η απάντηση είναι απλή: Γιατί σήμερα γίνονται έλεγχοι και πολλές φορές το παράνομο ή επιβλαβές βγαίνει στη φόρα, αλλά βέβαια μόνο στα τυποποιημένα προϊόντα -τα «χύμα» πώς να ελεγχθούν; Και γιατί όλα τα «παλιά», από τρόφιμα και προϊόντα μέχρι και κοινωνικές σχέσεις περιβάλλονται από ένα προστατευτικό κέλυφος ρομαντισμού, που τα κάνει να φαίνονται αγνά και ανόθευτα...

Αγνό και ανόθευτο λοιπόν και το «παλιό, αγνό κρασί»... Ναι, εκείνο το «δικό μας» κρασί που έφτιαχνε ο παππούς, με τα αγνά υλικά, με μούστο που αγόραζε από το καρβουνιάρικο, στο βαρελάκι του στην αυλή, χωρίς συντηρητικά...αγνό όπως η Μαρία Παρθένος! Και βλέπουμε αυτή τη νοσταλγία -που να σημειώσουμε κανείς από τους νοσταλγούς της δεν την έζησε παρά μέσα από τις ελληνικές ταινίες του παλιού κινηματογράφου-, με τον Ορέστη Μακρή πρωταγωνιστή να καταφεύγει στο κρασί για να πνίξει τον πόνο του στους διάφορους «Μεθύστακες»...

Το «παλιό, καλό αγνό κρασί» είναι ένα ψέμα. Ένα ακόμα ψέμα από τα τόσα του παλιού «καλού» ελληνικού κινηματογράφου... δυστυχώς. Όπως ψέμα ήταν η «αναρρίχηση» του πάμφτωχου πλην αγνού νέου στην πυραμίδα της εταιρείας που εργαζόταν μέσω του έρωτά του με την κόρη του αφεντικού, όπως ψέμα ήταν η ευτυχία της «αυλής» ή η «λαμπρή» -πλην χυδαία- εικόνα μιας ανερχόμενης κοινωνίας ευκαιριών...

Ήταν ένα κρασί κάκιστης ποιότητας, από άγνωστης προέλευσης μούστους, που σήμερα θα το έφτυναν και οι μεγαλύτεροι λάτρεις του «χύμα»...που όταν γινόταν ξύδι σε ελάχιστες εβδομάδες, ο παππούς επέμενε να το πίνει σαν «σώσμα». Πικρό, στυφό ή ξινό, συνήθως βαριά οξειδωμένο, οινοποιημένο σε βαρέλια δεκάδων ετών που δεν καθαρίστηκαν ποτέ, αυτό το κρασί αποτελεί σήμερα το πρότυπο μιας μερίδας ανθρώπων που αγαπούν το «χύμα», και νοσταλγούν εκείνο το κρασί του παππού που ποτέ δεν δοκίμασαν.

Αυτό το θρύλο εκμεταλλεύονται οι απατεώνες σήμερα που εισάγουν βουλγάρικο κρασί άγνωστης προέλευσης και το βαφτίζουν «δικό μας», ελληνικό, που ο ταβερνιάρης το αγοράζει κάτι δεκάρες το λίτρο και το πουλά 20 και 30 φορές επάνω στους πιστούς νοσταλγούς της παράδοσης... μιας παράδοσης κατασκευασμένης, ωραιοποιημένης, από την οποία δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, να την αφήσουμε πίσω και όχι μόνο στο κρασί...

Ας το χωνέψουμε κάποια στιγμή: Η Ελλάδα παράγει πια εξαιρετικά εμφιαλωμένα κρασιά, σε πολύ προσιτές τιμές για τον κάθε ένα. Κρασιά ασφαλή, με τήρηση των κανόνων υγιεινής, με πολλαπλούς ελέγχους μέχρι να φτάσουν στο τραπέζι του καταναλωτή ή στο εστιατόριο.

Ας αντισταθούμε στην προτροπή του όποιου εστιάτορα να πάρουμε το «δικό του κρασί», το χύμα. Δηλώνεται «δικό του» μόνο επειδή το κέρδος που του αφήνει είναι τεράστιο. Ας αφήσουμε τον «παππού», την εποχή του, το «ρομαντικό» πλην άθλιο κοινωνικό, οικονομικό περιβάλλον στο οποίο έζησε, αλλά και τα κρασιά του εκεί που βρίσκονται: Στις μπομπίνες του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου...Ακόμα και σήμερα, μέσα στην κρίση, η εποχή μας είναι πολύ καλύτερη, πιστέψτε με...