Ο καιρός του Σεραφείμ

Αυτή η τελευταία προβάλεται ως η μεγάλη του αρετή- η ανεκτικότητά του στην πολυφωνία. Ήταν, δίχως αμφιβολία. Αλλά εγώ νομίζω ότι μεγαλύτερη αξία και από αυτήν είχε μια άλλη αρετή που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, αλλά και τον καιρό του, τον καιρό των εφημερίδων. Ήταν ένας καιρός, όπου η δύναμη και η επιρροή του Τύπου ήταν υποχρεωτικό σχεδόν να ενδύεται με μια πνευματικότητα, να αποφεύγει την χυδαιότητα και να ασκείται με κάποιο μέτρο, με κάποια αυτοσυγκράτηση.
Archive

Οι εφημερίδες ήταν κάποτε τα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία της δημόσιας ζωής.

Στις πυκνές τους στήλες, που έτρεχαν σαν μασούρια στο μήκος των μεγάλου σχήματος σελίδων τους, δεν στριμώχνονταν μόνον οι ειδήσεις της ημέρας, κατά δωδεκάδες. Κυκλοφορούσαν τα υπόγεια ρεύματα κάθε εποχής, διαμορφωνόταν η γλώσσα της, οι ιδέες της, τα πρόσωπα που συμπύκνωναν τις ιδέες αυτές και πρωταγωνιστούσαν στις πνευματικές και τις πολιτικές αντιδικίες. Έδιναν σχήμα και νόημα στην res publica. Κι είχαν δύναμη οι εφημερίδες, ασκούσαν επιρροή. Αλλά όχι τόσο την άμεση επιρροή, που τους απέδιδε η συνηθισμένη έκφραση πως «ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις». Πιο πολύ μια έμμεση, αλλά πανίσχυρη επιρροή, που προέκυπτε από την διαρκή, καθημερινή, άτυπη συνομιλία τους με τους αναγνώστες τους. Μέσα από αυτήν την συνομιλία διαμορφωνόταν ένα πλαίσιο ιδεών, ηθών και απόψεων, στέρεο και ταυτόχρονα διαρκώς μεταβαλλόμενο, εντός του οποίου έπρεπε να κινείται κάθε παράγοντας του δημόσιου βίου και της πολιτικής, αν ήθελε να βρει ακροατήριο.

Για την εποχή που, κάπως αυθαίρετα ονομάσαμε «μεταπολίτευση», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτόν τον ρόλο του καθρέφτη και δημιουργού των κυρίαρχων ρευμάτων, τον έπαιζε, περισσότερο απ ότι εφημερίδες με μεγαλύτερη κυκλοφορία, η «Ελευθεροτυπία», η εφημερίδα του Σεραφείμ Φυντανίδη.

Οι εφημερίδες γνώρισαν τρεις εποχές μεγάλης δόξας. Και ο Φυντανίδης τις έζησε και τις τρεις.

Η πρώτη ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 60- εργαζόταν τότε στο «Έθνος»- τις ημέρες της «χαμένης άνοιξης», μέρες μεγάλης κοινωνικής κινητικότητας και μεγάλων πολιτικών δραμάτων. Η κυκλοφορία τους τριπλασιάστηκε σχεδόν, πέρασε τις 700.000 φύλλα την ημέρα, και τα έκτακτα παραρτήματά τους έδιναν τον τόνο των εξελίξεων.

Η δεύτερη ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μέρες ευφορίας του Τύπου, μετά τον μαρασμό της δικτατορίας. Η επανέκδοση εφημερίδων που η χούντα είχε κλείσει, η νόμιμη έκδοση των εφημερίδων της αριστεράς, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ολόκληρες, και η δίψα του κοινού για συμμετοχή στα δημόσια πράγματα εκτόξευσε την μέση ημερήσια κυκλοφορία σε ύψη πάνω από ένα εκατομμύριο φύλλα. Και μια νέα εφημερίδα που εμφανίστηκε στα περίπτερα, η «Ελευθεροτυπία», έγινε το σύμβολο αυτής της εποχής. Η ιστορία της είναι- όπως έλεγε ο δημιουργός της, ο Σεραφείμ - η ιστορία της εποχής της μεταπολίτευσης. Οι σελίδες της συμπύκνωσαν αυθεντικότερα το κλίμα, το ήθος, τις κυρίαρχες ιδέες και νοοτροπίες των δύο-τριών πρώτων δεκαετών μετά την «μεταπολίτευση», με τα πολλά καλά τους και τα πολλά κουσούρια τους.

Κι έπειτα, μετά από μια μικρή κάμψη, ήρθε η τρίτη «χρυσή εποχή του Τύπου», την δεκαετία του 80, από το 1981 ως το 1989, μέχρι την μάχη γύρω από το σκάνδαλο Κοσκωτά, που έληξε με την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Υπήρξαν εβδομάδες, στα χρόνια αυτά, που οι εφημερίδες πουλούσαν πάνω από 1.500.000 φύλλα την ημέρα, χωρίς να έχουν εφευρεθεί ακόμη οι «προσφορές». Μεγέθη δυσθεώρητα για τους σημερινούς καιρούς, όπου η μέση ημερήσια κυκλοφορία όλων των εφημερίδων μαζί μετά βίας περνά τις 100.000 και μόνον τις Κυριακές φθάνει, με χίλα δώρα, το μισό εκατομμύριο.

Ο καιρός του Σεραφείμ ήταν ο καιρός των εφημερίδων. Κι ο ίδιος ο Σεραφείμ ήταν ένας τυπικός εκπρόσωπος, εμβληματικός θα έλεγε κανείς, φωτεινός χωρίς αμφιβολία, αυτής της εποχής. Δεν έτυχε ποτέ να δουλέψω μαζι του. Γιαυτό και ξαφνιάστηκα όταν μου ζήτησε να μιλήσω- και μάλιστα ως ο μόνος δημοσιογράφος στο πάνελ- στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, της αυτοβιογραφίας της Ελευθεροτυπίας.

Διηγήθηκα τότε, την εμπειρία μου. Στα χρόνια της δεκαετίας του 80, ως σχετικά νέος πολιτικός συντάκτης του «Ριζοσπάστη» είχα την συνήθεια όταν «κλείναμε» την εφημερίδα, που ως πρωινή έκλεινε τις σελίδες της νωρίτερα, να περνώ μια βόλτα από την Χρήστου Λαδά, από την σύνταξη των ΝΕΩΝ, ή από την Κολοκοτρώνη, από τα γραφεία της Ελευθεροτυπίας, και να παρακολουθώ το δικό τους «κλείσιμο». Να τσεκάρω τις ειδήσεις που είχαμε χάσει ή την διαφορετική οπτική, με την οποία έβλεπαν τα θαύματα της ημέρας. Στα ΝΕΑ, του Γιάννη Καψή ή του Λέοντα Καραπαναγιώτη, η τελευταία ώρα ήταν απόλυτα τακτοποιημένη. Οι συσκέψεις γίνονταν νωρίς και διαρκούσαν λίγο, το πρώτο θέμα είχε επιλεγεί, ο τίτλος ήταν, συνήθως, έτοιμος από νωρίς. Στην «Ελευθεροτυπία», αντίθετα, επικρατούσε κάτι που έμοιαζε με χάος. Η σύσκεψη ήταν διαρκής σχεδόν, ανοιχτή, πολύωρη, άνθρωποι μπαινόβγαιναν, μια ιδέα, έστω της τελευταίας στιγμής, μπορούσε να τα ανατρέψει όλα, όλοι ήταν διαθέσιμοι για μια πολιτική κουβεντούλα- κι ας περιμένει το χειρόγραφο. Το ότι από αυτό το χάος προέκυπτε την επομένη μια ενδιαφέρουσα, ζωντανή εφημερίδα, ήταν η μαγεία του Σεραφείμ, του διευθυντικού του ταλέντου.

Έτσι τον έζησα εγώ, από μακρυά. Όσοι τον έζησαν από κοντά, όσοι δούλεψαν μαζί του, έχουν να λένε για την φυσική ευγένεια και διπλωματικότητα με την οποία διηύθυνε την εφημερίδα, για την πρωτοφανή ελευθεριότητα των απόψεων, την οποία όχι μόνον επέτρεπε αλλά και ενθάρρυνε. Αυτή η τελευταία προβάλεται ως η μεγάλη του αρετή- η ανεκτικότητά του στην πολυφωνία. Ήταν, δίχως αμφιβολία. Αλλά εγώ νομίζω ότι μεγαλύτερη αξία και από αυτήν είχε μια άλλη αρετή που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, αλλά και τον καιρό του, τον καιρό των εφημερίδων. Ήταν ένας καιρός, όπου η δύναμη και η επιρροή του Τύπου ήταν υποχρεωτικό σχεδόν να ενδύεται με μια πνευματικότητα, να αποφεύγει την χυδαιότητα και να ασκείται με κάποιο μέτρο, με κάποια αυτοσυγκράτηση.

Δημοφιλή