Ένα διήγημα για τις γυναίκες που έγιναν αποδιοπομπαίοι τράγοι

Αυτό το διήγημα γράφτηκε με αφορμή την ιστορία των ιερόδουλων που διαπομπεύτηκαν ως οροθετικές, νάρκες-κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, μια ιστορία που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2012 αλλά επανέρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, με όλο και πιο δραματικές προεκτάσεις.
ShotHotspot.com/Flickr

Ή μια ιστορία γι' αυτό που έγινε πρόπερσι το καλοκαίρι.

Πώς είναι ο καφές, εντάξει; Μετά το νερομπούλι της μηχανής, θα μου πεις, όνειρο θα 'ναι.

Πόσες ώρες ήσουν εκεί; Χαρά στο κουράγιο σου. Στα πέντε λεπτά ήθελα να φύγω. Αλλά κάθισα. Όχι ως το τέλος, θα μου πεις. Δεν ξέρω.

Παντελής, είπες; Χαρά, χαίρω πολύ.

Δεν έπρεπε να δω το χαρτί. Το είδα, θα μου πεις. Τυχαία. Είναι αυτό το κόλλημα. Να κάθομαι να διαβάζω ό,τι κρέμεται μπροστά μου. Από την αδερφή μου το πήρα. Αλλιώς... Κρυμμένο το 'χανε. Το 'χεις δει εσύ; Όχι. Κάτω-κάτω στον πίνακα ήτανε. Αλλά τα 'χα διαβάσει όλα τα άλλα, για την υπέρταση, για την αιμοδοσία. Τι να 'κανα. Έψαξα. Κακώς, θα μου πεις. Ας είχες φέρει κανά βιβλίο. Το σκέφτηκα. Το σκέφτηκα να πάρω κανένα από το περίπτερο την ώρα που έμπαινα. Λυπήθηκα το πεντάευρο. Άρλεκιν έχω και σπίτι. Κάτω από το κρεβάτι, δυο ντάνες.

Εγώ; Όχι. Η μάνα μου. Την πρώτη φορά που έφυγα τα φύλαξε εκεί. Να μην πιάνουν χώρο στο σαλόνι. Έβαλε την εγκυκλοπαίδεια στο σαλόνι. Κι έναν Μπουκάι. Τη μούτζωνε ο πατέρας μου. "Ώρσε, μωρή, λες κι έρχεται κανείς να δει που είσαι διαβασμένη". Αλλά παράχωσε κι εκείνος τις τσόντες. Και κάτι ρούχα της αδερφής μου. Μετά, όταν χώρισα και γύρισα πίσω, ήταν σα να κοιμόμουνα σε ταράτσα μπουρδέλου. Συγγνώμη κιόλας. Τι κάθομαι και σου λέω.

Όχι, ξανάφυγα μετά. Δεν πολυήθελα εγώ, με πίεσε ο άλλος. Έλα να μείνουμε μαζί, που δε βλεπόμαστε καθόλου έτσι, τέτοια. Λες και βλεπόμασταν μετά. Όταν έφευγα το πρωί εκείνος κοιμότανε. Στις έξι το απόγευμα έπιανε δουλειά και γυρνούσε δύο. Κοιμόμουνα εγώ τότε, στις έξι είχα ξύπνημα, εφτάμισι έπρεπε να χτενίζω. Όχι, στις τρεις σχόλαγα. Αλλά πήγαινα από τη μάνα μου να τη δω. Να μου δώσει και κανένα τάπερ. Μόνη της κι αυτή όλη μέρα, τι να έκανα; Μέχρι να γυρίσω ο άλλος είχε φύγει. Σαββατοκύριακο μόνο. Όταν δεν έβγαινε με τους φίλους του. Έτσι και του 'λεγα να πάμε να φάμε στους δικούς μου είχε γίνει μπουχός. Πήγαινα μόνη μου τελικά. Γύριζα, είχε πάει για μπάλα. Τζάμπα το ξεσπίτωμα και το πήγαιν' έλα. Και το νοίκι. Βέβαια.

Όταν στριμώχτηκε κι αυτός, τότε το θυμήθηκε. Καλύτερα να τ' αφήσουμε το σπίτι, να μην πληρώνουμε, τώρα που μας κάνανε περικοπές. Ψέματα. Απλώς είχε ξαναρχίσει να τρυπιέται. Είναι λεφτά αυτά, τι νομίζεις.

Χα.

Τι σου λέω.

Μπορεί να τρυπιέσαι κι εσύ, πού ξέρω;

Μπα, ξέρω. Θα σε έκοβα. Δεν τρυπιέσαι.

Τελοσπάντων. Του έφευγαν όλα εκεί και δεν είχε για το νοίκι. Γύρισα πάλι στο μπουρδέλο.

Όχι, χωρίσαμε μετά. Τι να κάνω εγώ μαζί του; Τον χώρισα. Ψέματα. Δεν τον χώρισα. Άμα δεν τη θες την πρέζα, σε χωρίζει αυτός. Δεν καταλαβαίνεις, σου λέει. Αυτή είναι η ζωή μου, σου λέει. Άμα δεν τη θες την πρέζα, είσαι μια ξένη. Δεν πα' να σου 'χε δώσει την ψυχή του μια φορά. Τώρα είσαι ξένη. Αλλού. Ξερατά. Συγγνώμη κιόλας. Τι κάθομαι και σου λέω.

Πες καλύτερα εσύ, μονότερμα σε πήρα.

Τραπεζικός, είπες; Σε ποια τράπεζα; Δεν την ξέρω. Πληρώνουνε καλά; Αυτό έχει σημασία. Ήθελε κι εμένα ο πατέρας μου να μπω. Του 'πα να πάει να μου κάνει τα χαρτιά μόνος του. Πήγε. Με πήρε ο ύπνος το πρωί της εξέτασης. Παραλίγο να με σπάσει στο ξύλο. Πάτησε πόδι η αδερφή μου και τη γλίτωσα. Καλά, κακά, δεν ξέρω να σου πω. Άσε, λέει, το παιδί να κάνει ό,τι θέλει. Σάμπως ήξερε το παιδί τι να θέλει. Σάμπως ήξερε κι εκείνη. Ή μάλλον ήξερε. Να βγει στην τηλεόραση ήθελε. Στις εφημερίδες. Αλλά όχι έτσι. Τίποτα. Λέω.

Η αδερφή μου; Μεγαλύτερη. Χορεύτρια. Ας πούμε. Τώρα; Κάπου εκεί πάνω, τι να σου πω. Πέθανε, τι με κοιτάς; Έχεις αδέρφια εσύ; Τότε πού να ξέρεις.

Συγγνώμη κιόλας. Τι σου λέω. Θα ξέρεις άλλα.

Τι ώρα πήγε; Όχι, έχω ρεπό. Γι' αυτό το κανόνισα να 'ρθω σήμερα. Τώρα ποιος ξέρει πότε θα ξανάρθω; Να ξαναβρώ κουράγιο, να ξαναβρώ ρεπό.

Ρώτα με, τι ρωτάς; Μαζί ήμασταν εκεί μέσα, τις κουμπάρες θα παίζουμε;

Όχι, πρώτη φορά. Γιατί 'να 'ρθω; Πρέζα δεν είχα κάνει, ο άλλος έλεγε ότι ήταν καθαρός τόσους μήνες. Ούτε προφυλακτικό δεν έβαζε. Ο μαλάκας. Τελοσπάντων. Δεν είχα πάει κι εγώ με πολλούς ποτέ. Τους είχα από φόβο, ξερωγώ; Μπορεί από την αδερφή μου, ξερωγώ; Πρόσεχα. Όχι αρκετά, θα μου πεις. Η καύλα, ξερωγώ; Και πριν που χωρίσαμε, ούτε που μου πέρασε από το μυαλό. Βλάκας, θα μου πεις. Έπεσα πάνω σε κάτι φίλους του πριν από κανά μήνα. Και μου τα μάσαγαν. Και ψυλλιάστηκα. Και άρχισα να ρωτάω από δω κι από κει. Λες και δεν έπρεπε να μου το'χει πει μόνος του, ο μαλάκας. Για να πάω να ψαχτώ. Θα μου πεις, και τώρα που το ΄μαθες ψάχνεσαι; Κωλώνεις. Κωλώνω.

Εσύ; Κωλώνεις κι εσύ. Πρώτη φορά, έτσι; Γιατί, αν επιτρέπεται;

Καλά, άσε, δε χρειάζεται. Θα τα πεις σ' αυτούς, έτσι κι αλλιώς. Από την άλλη, αυτοί τώρα είναι που θα σε κάνουν βούκινο. Ειρωνεία, ε; Ιατρικό απόρρητο, μαλακίες. Ενώ εγώ τάφος. Η αδερφή μου είχε να το λέει. Τίποτα δεν έβγαινε από το στόμα μου. Τότε που το 'χε σκάσει, μόνο σε μένα είχε πει πού έμενε. Λέξη δε μου 'παιρνες. Καλά, κακά, δεν ξέρω να σου πω. Μπορεί άμα το ΄λεγα να την είχε γλιτώσει...

Άσε τώρα, πες καλύτερα εσύ. Ή κάτσε να μαντέψω. Γυναίκα; Μάλιστα. Γκόμενα; Όχι ε; Πόρνη. Καλά, τι σκύβεις το κεφάλι; Κοίτα τον που έγινε παντζάρι. Ο πρώτος είσαι, λες, ή ο τελευταίος; Αλλά δε φαίνεσαι μαλάκας. Χύμα πήγαινες; Δεν έβαζες τίποτα; Ε, καλά. "Έσπασε" λένε όλοι. Καλά, μη βάλεις και τα κλάματα. Έσπασε, σε πιστεύω. Ξένη; Όχι; Σίγουρα; Ε, τότε μη φοβάσαι. Από την άλλη, θα μου πεις, τι λέω;

Τίποτα, ξέρω εγώ τι λέω.

Κι η αδερφή μου ελληνίδα ήτανε. Απ' αυτές που πιάσανε πρόπερσι, ότι μολύνανε το σύμπαν. Και την κοιτάζαν σα να της λέγανε "μα πώς εσύ"; Και τις άλλες μόνο που δεν τις φτύνανε, λες και πάει με τη ράτσα. Οι πιο πολλές ελληνίδες ήτανε, σ' εκείνη τη φουρνιά. Τι σημασία έχει, θα μου πεις. Μήπως γλίτωσε καμιά; Στο τέλος όλες τις φτύνανε. Ακόμα και στο δρόμο.

Βρέθηκα μαζί της μια φορά κι έφριξε το είναι μου. Μετά τη φυλακή. Είχε βγει αθωωμένη. Ε, και; Το 'πε κανείς αυτό; Όχι. Τη γιουχάρανε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Τη βρίζανε οι περαστικοί, χυδαίες βρισιές. Μία πλησίασε και την πάτησε με το τακούνι της, μίσος. Γυρίσαμε σπίτι κουτσαίνοντας, κρατιότανε να μην ουρλιάξει από τον πόνο. Μου ζήτησε να μην ξαναβγώ μαζί της ποτέ. Ντρεπόταν. Σιγά-σιγά σταμάτησε κι εκείνη να βγαίνει.

Τουλάχιστον είχε σπίτι. Με μπάνιο. Φαΐ. Ήταν άλλες που γύρισαν και δε βρήκαν ούτε φως. Με το που αποφυλακίστηκε έτρεξε να δει τη μικρή που είχαν βάλει μαζί της στο κελί. Εκείνη είχε βγει δυο μήνες πριν. Και τι κατάλαβε, θα μου πεις; Βρήκε τον πατέρα της κουρέλι, είχε κάνει απόπειρα, δεν άντεξα την ντροπή, της είπε. Που μας πιάνανε στο στόμα τους, έτσι της είπε. Της αλληνής τα αδέρφια είχανε χάσει δουλειές, τους κοιτάζαν από πάνω ως κάτω και τους έδιωχναν.

Όταν τις έβγαλαν δώσανε σ' όλες δέκα ευρώ για κάθε μέρα που μείνανε μέσα, λέει. Ε, και; Ποιον να ταΐσουν και ποιος να τις ταΐσει, μου λες; Μετά από δυο βδομάδες ήταν όλες πάλι στην Ομόνοια. Χωρίς φάρμακα, χωρίς τίποτα.

Την Αθηνά την κρατήσαμε λίγο. Την κρατήσαμε, που λέει ο λόγος. Ήθελε κι έμεινε. Μετά, που δεν τη χώραγε ο τόπος, βρήκε τρόπο κι έφυγε. Και που κοιμόμασταν μαζί στο δωμάτιο, τι; Λες και δεν ήξερα εγώ ότι θα σαλτάρει, έτσι που πεταγόταν μες στη νύχτα και ούρλιαζε. Μη βαράτε, ρε. Μη με παίρνετε, μη. Μη με τρυπάτε. Τρυπήστε με. Μη μου παίρνετε. Δώστε μου. Μη, τη φωτογραφία, γαμώ την πουτάνα σας. Κι ύστερα γελούσε. Εγώ είμαι η πουτάνα σας.

Ξεπλένουν τα δέκα ευρώ τους εφιάλτες, λες; Τα ποντίκια οχτώ μηνών στα κελιά τους; Τις βουλωμένες τουαλέτες; Την ψώρα; Ψώρα, ρε. Ούτε οι καθαρίστριες δεν πλησίαζαν εκεί, να καθαρίσουν.

Όχι, πού να πάω; Μας άφηναν λες; Μήνες έκανε να μας δει. Μόνο εμείς τη βλέπαμε. Κάθε μέρα. Πρωί απόγευμα ταπετσαρία η φωτογραφία της. Πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα. Διπλοβάρδια παντού. Μικρή έκανε σαν τρελή να βγει στην τηλεόραση. Στις εφημερίδες. Αλλά σαν ομορφιά, όχι σαν ασχήμια. Όχι έτσι.

Τι κοιτάς; Εσύ τότε ήσουνα ήσυχος, ναι; Κοίταγες τις εφημερίδες κάθε μέρα να δεις, ήταν καμιά από κείνες που πήδηξες; Όχι; Ήσουνα καθαρός.

Τι κοιτάς; Αλήθεια δε λέω; Κοιμόσουνα ήσυχος, άλλες ήταν οι βρόμες, ναι; Και τώρα που τις μάζεψαν καθάρισε ο τόπος. Οι πουτάνες φταίγαν για όλα. Τώρα θα ξυπνάτε και θα βρίσκετε πενηντάευρα στις τσέπες σας. Πουλάκια στα μαλλιά σας.

Φεύγω, βέβαια, τι λες; Δεν άντεξα να μείνω εκεί που είχα δουλειά να κάνω και θα κάθομαι εδώ; Δεν τ' ακούνε αυτοί, θα τ' ακούσεις εσύ;

Πάω καλύτερα, να μου φάει το κεφάλι η αγωνία. Έχω ή δεν έχω. Να πάω ή να μην πάω. Κι άμα πάω και το βρουν; Αδερφή της είμαι, το νόμο τον ξαναφέρανε πάλι, βούκινο σε κάνουν όποτε τους αρέσει. Όχι άλλες φωτογραφίες στις εφημερίδες, ας πεθάνω χωρίς να ξέρω, το προτιμώ. Κι άμα πάω και το μάθει η μάνα μου; Ο πατέρας μου; Πόσα θ' αντέξουνε, τι λες; Χάσανε ένα παιδί, άμα είναι να τους τη φέρει και το άλλο θα τα τινάξουνε πρώτα αυτοί.

Την αδερφή μου η μάνα μας τη βρήκε. Ένα δωμάτιο χάπια και σύριγγες κι η Αθηνά στη μέση, πιο μικρή από τα μπουκαλάκια. Πιο αδύνατη από τη βελόνα. Συγχωρέστε με, έγραφε στη χαρτοπετσέτα, δε γυρίζει με τίποτα το παιχνίδι. Κι αν το προσπάθησα.

Οπότε τι;

Δε με παίρνει να μάθουνε. Δε με παίρνει να μάθω. Πήγαινε εσύ να μάθεις και για τους δυο μας. Πασιέντζα. Άμα έχεις έχω. Άμα δεν έχεις τη γλίτωσα. Πήγαινε και έλα να μου πεις σε πέντε μήνες. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να μ' ακουμπήσει κανείς. Αδερφή της είμαι, τι λες;

Αυτό το διήγημα γράφτηκε με αφορμή την ιστορία των ιερόδουλων που διαπομπεύτηκαν ως οροθετικές, νάρκες-κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, μια ιστορία που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2012 αλλά επανέρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, με όλο και πιο δραματικές προεκτάσεις. Η Εβίκα Καραμαγκιώλη μου πρότεινε να γράψω κάτι γι' αυτό, αλλά έχουν γραφτεί ήδη πολλά και εξαιρετικά -δυσκολεύτηκα να βρω τη δική μου οπτική. Ώσπου τα όσα διάβασα και άκουσα και σκέφτηκα ήρθαν μόνα τους και βρήκαν κάτι που είχα ήδη αρχίσει να γράφω από καιρό. Κι αυτό το διήγημα είναι η συνάντησή τους.