Δυο αντικρυστές ιστορίες με αντίθετους ήρωες

Ο αρχηγός ήταν χαρισματικός. Με άνεση καθάρισε το βήμα απ' όσα βοηθήματα είχαν αφήσει μπροστά του οι κακοπληρωμένοι λογογράφοι, οι άνεργοι επαγγελματίες χρήστες του twitter και οι κακά εργαζόμενοι σχολιαστές των blogs που ναύλωνε είτε σε ευτελείς τιμές είτε σε ακόμα πιο ευτελείς συνειδήσεις ο κάθε κομματικός μηχανισμός και το κάθε κομματικό εγκεφαλικό εμφύτευμα. Είχε ωριμάσει πλέον ο αρχηγός κι είχε βαρύνει από το πολύ κύρος. Γέμιζε καραμανλίδικο όγκο η εικόνα του κι από το ποδοσφαιρικό κασκόλ στο λαιμό.
Nico_Campo via Getty Images

Πρώτη ιστορία: Εγκαθίδρυση καθεστώτος

Είπα ας τον ακούσω άλλη μια φορά. Δεκαετίες τώρα με υποχρεώνανε να ακούω όλους τους ανάξιους και ανεκδιήγητους. Γιατί όχι κι αυτόν; Πόσο χειρότερος μπορεί να ήταν; Τόσοι και τόσοι αφώτιστοι είχαν προβληθεί, φωτογενείς και μη, στην κρατική τηλεόραση. Θα ήταν πάλι μια από τα ίδια το διάγγελμα; Μια αυτοεπιβράβευση της απραξίας, η δήθεν καρτερικότητα που διακρίνει τους άβουλους, η δήθεν ανεκτικότητα στη συμφορά που επιβάλλει η σκληρή τύχη στους απροετοίμαστους, μια νιαουριστή διαμαρτυρία για τους άλλους που φταίξανε και φταίνε και θα φταίνε; Ας έδινα μια ευκαιρία ακόμα.

Το βήμα ήταν σε μια αίθουσα. Δεν ξέρω αν ήταν στη βουλή, στην επιτροπή, στην ανοιχτή πλατεία, ή στο πιο εσώτερο δωμάτιο του σπιτιού καθενός. Αυτοί οι χώροι ταυτίζονταν πλέον. Το δημόσιο ταμείο και το ιδιωτικό ταμείον της ψυχής είχαν ενοποιηθεί σαν ζεύξη Λέσβου-Μυτιλήνης. Μόλις εμφανίστηκε, έπεσαν βροχή τα χειροκροτήματα από τους σύμμορους οπαδούς. Δικαιολογημένα. Περιμένανε τόσο καιρό να λεηλατήσουν με ατράνταχτο ηθικό πλεονέκτημα ό,τι απόμενε από το κατά 30% μειωμένο πλιάτσικο. Εννοώ το ΑΕΠ ή μάλλον τα ταφικά κτερίσματα της πεθαμένης χώρας. Χειροκροτήματα προκαταβολικά πριν πει ο,τιδήποτε, κι ανεξάρτητα από το τι θα έλεγε, ο αρχηγός.

Ο αρχηγός ήταν χαρισματικός. Με άνεση καθάρισε το βήμα απ' όσα βοηθήματα είχαν αφήσει μπροστά του οι κακοπληρωμένοι λογογράφοι, οι άνεργοι επαγγελματίες χρήστες του twitter και οι κακά εργαζόμενοι σχολιαστές των blogs που ναύλωνε είτε σε ευτελείς τιμές είτε σε ακόμα πιο ευτελείς συνειδήσεις ο κάθε κομματικός μηχανισμός και το κάθε κομματικό εγκεφαλικό εμφύτευμα. Είχε ωριμάσει πλέον ο αρχηγός κι είχε βαρύνει από το πολύ κύρος. Γέμιζε καραμανλίδικο όγκο η εικόνα του κι από το ποδοσφαιρικό κασκόλ στο λαιμό. Δε χρειαζόταν πλέον εκθέσεις πανελληνίων φροντιστηριακής κοπής για να αποκτήσει ιδέες (δεκαπέντε Ευρώ την ώρα οι ιδέες), δε χρειαζόταν σκονάκια αιωνίων φοιτητοπατέρων για να περάσει με αντιγραφή το μάθημα, δε χρειαζόταν μονολιθικό κομματάνθρωπο καθηγητή μιλημένο για να πάρει πτυχίο, δε χρειαζόταν ψηφίσματα θρασύδειλων τρομοκρατών για να γίνει (ως συνειρμικός εργοδότης των πράξεών τους) κι εκείνος αξιοσημείωτος (αμερικανιστί newsworthy), δε χρειαζόταν αμπαλαρισμένες δεσμίδες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για να νομοθετήσει νόμους που υποσχόταν σθεναρά πως δε θα εφάρμοζε. Δε χρειαζόταν ούτε τις σπασμένες στήλες με τις 10 αυτοδιασυρόμενες, χιλιοκαταπατημένες κομματικές Εντολές. Δε χρειαζόταν βοηθήματα ο αρχηγός: εκείνος ήταν η καλύτερη πηγή πλέον και ο ταξικός εγγυητής όλου αυτού του νεόκοπου, τοξικού εθνικού πλούτου.

Κοίταξε χαμηλά, έπειτα σήκωσε το βλέμμα. Τα φρύδια του πήραν κλίση αντίθετη απ' του θυμωμένου. Μεγάλη κλίση, δεν ξέρω πώς το κατάφερνε. Δοκίμασα πολλές φορές φορές μπροστά στον καθρέφτη να δώσω στα φρύδια μου αυτήν την κλίση. Δεν τα κατάφερα. Κανένα από τα συναισθήματα που είχα νιώσει δεν κατάφερνε να τα κάνει τόσο αρνητικά κατωφερικά. Να κατρακυλάνε όλες οι σκέψεις έξω απ' το πρόσωπο, να γλυστράνε όλες οι έννοιες και όλες οι έγνοιες έξω απ' τα μάτια. Να μην υπάρχει πουθενά κάτι, κάπου να πιαστεί ο λόγος να στερεωθεί πριν κατρακυλήσει. Ο λόγος - ποιος λόγος; Άνοιξε το στόμα του. Αλλά δεν ήταν το στόμα του. Αμέσως διαπίστωσα ότι ήταν κάτι άλλο, διαφορετικό, δεν ήταν το στόμα του. Άλλες λέξεις, άλλοι ήχοι, άλλες κλίσεις έρχονταν στο μυαλό μου. Αυτό το ανοιχτό, μισόκλειστο, ελλειπτικό, προπετές, έκδηλο, επαιτικό, σκοτεινό άνοιγμα δεν ήταν το στόμα του. Ήταν ίσως ο στόμας του, ίσως η στόμας του, ίσως τους στόμας του, ίσως ταις στόμας του, ίσως τις στόμας του, ίσως στους στόμας του, ίσως του στόμας του, ίσως της στόμας του, ίσως τον στόμας του, ίσως τους στόμας του.

Ήταν όλα αυτά. Ήταν το ανδρείκελο Στόμας που εγκαθίδρυε το νέο καθεστώς Στόμας. Ήταν βγαλμένος από τη μεγάλη παράδοση των επί δεκαετίες αλληλοδιαδεχόμενων Στόμας, ο πιο γνήσιος, ο πιο χαρισματικός Στόμας. Κι εκεί σταμάτησα με αηδία να κοιτάω, να ακούω, να είμαι μέσα στην αίθουσα, να είμαι καν. Δεν ήθελα να είμαι οτιδήποτε σε αυτήν την χώρα μέχρι να τελειώσει ο απατεώνας τον ατελείωτο λόγο του.

Δεύτερη ιστορία: Εκκαθαριστικό επεισόδιο

Το πρωί ήταν αποφασισμένος. Δεν θα κάνανε εκείνοι ότι θέλανε. Θα διεκδικούσε περισσότερα. Δε θα διαλέγανε εκείνοι για αυτόν. Θα διάλεγε κι εκείνος. Τουλάχιστον πενήντα λέξεις θα ήταν δική του επιλογή. Δε θα του φορτώνανε εκείνοι το σακούλι με ότι θέλανε σαν μανάβηδες που δε σε αφήνουν να διαλέξεις εσύ και σού πετάνε μέσα στη χαρτοσακούλα ότι γερμάδες σάπιους θέλουν εκείνοι να ξεφορτωθούν. Κάποιες λέξεις θα τις διεκδικούσε πάσει θυσία. Ήταν ποτέ δυνατόν να μην προτιμηθεί τὸ ἐνδεές λόγου χάριν; Να μην ακούσει ποτέ κανείς ξανά αυτό το έξοχο ταπεινός και κεκοσμημένος; Ή τη μελέτη θανάτου; Εκείνοι είχαν ρίξει μέσα στα επιλεγμένα το οὐ σφόδρα ἑπομένους νυστάζειν. Άσχετο, ποτέ δε θα το διάλεγε, τέσσερις λέξεις τζάμπα, στο βρόντο. Δεν ήθελε όμως να χάσει χρόνο να τσακωθεί μαζί τους να τo βγάλουν. Εκείνος, να, θα προτιμούσε την πλανωμένη αἰτία, την εὐφημία, την αἰσχύνη, την ἀλλοδοξία, τὸ ἀδικεῖν αλλά και τὸ ἀδικεῖσθαι. Όταν είδε κάποιον από αυτούς τους ανεπρόκοπους να πάει να πετάξει το ἐπιθυμοῦντα τῶν καλῶν δυνατόν εἶναι πορίζεσθαι τού το άρπαξε από τα χέρια τελευταία στιγμή και το έσπρωξε μέσα στο σακουλάκι. Χωρίς να τον ρωτήσουν, εκείνοι είχαν ρίξει φύρδην μίγδην ήδη το ἡδονὴ πᾶσα καὶ παντελής του Φίληβου και κάτι άλλα άχρηστα, εκείνο το τὸ τὰ ἑαυτοῦ πράττειν, ένα μακρυνάρι κατά τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος ἢ τρόπους ἢ εἶδος, κάτι αναφορές σε σοφιστές ἔμπορός τις ἢ καπηλός, και κάτι λεξούλες μόνες τους που άντε να βγάλεις μετά άκρη: οἴονται και ἀτιμία και ἂφρονες και μέγα φρονεῖν και ἐρώμενος. Ένας πήγε να ρίξει μέσα στο σακούλι και το ἀναλαβὼν αὐτός ἐξ αὑτού τὴν ἐπιστήμην. Όχι αυτό, δεν είναι προτεραιότητα, είπε. Ωραία, να το πετάξω λοιπόν, του απάντησε ο άλλος με ένα περιφρονητικό βλέμμα. Καλά, κράτα το, απάντησε. Έπρεπε να μείνει κάπου έστω μια φράση με τη λέξη επιστήμην. Όμως δεν την έβρισκε πουθενά κι ο χρόνος τελείωνε. Έβλεπε τα υπόλοιπα κείμενα, τις φράσεις και τις λέξεις που καιγόντουσαν στο καμινέτο, έπρεπε να πείσει τους καταστροφείς, να σώσει έστω λίγες λέξεις παραπάνω. Για τις επόμενες γενεές. Ε, κύριος, του είπε κάποιος απ' αυτούς, για κοίτα εδώ κελεπούρι που σου βρήκα: τὸ οἰκεῖον, το θες; Το 'ριξε μέσα στα διασωθέντα κι αυτό. Να, πάρε κι αυτό να μην λες ότι δεν είμαστε καλοί και γενναιόδωροι μαζί σου: ἑταῖρος τῆς ὑπαρχούσης πολιτείας. Τέλος χρόνου, είπε ο αρχηγός τους. Τι είναι αυτά τα τέσσερα που κρατάς στη χούφτα σου; Τους τα έδειξε: ἀνώλεθρος, σωφροσύνη, συμβαίνοντα, ἀναμνηστόν. Χαλάλι σου μεγάλε. Ρίξτα μέσα. Τις έριξε κι αυτές μέσα. Εκείνοι κλείσανε τη σακούλα και του την παραδώσανε. Σε καλή μεριά, κύριος. Άντε γεια. Όταν φεύγανε, κράτησε τη σακούλα στα χέρια του με δέος. Με αυταπάρνηση είχε κατορθώσει να περισώσει για τις επερχόμενες γενεές 69 λέξεις απ' τα έργα του Πλάτωνα πριν την ολοσχερή καταστροφή τους.

Δημοφιλή