Η Εξομολόγηση του Γιάνη Βαρουφάκη

Αν λοιπόν ο φετιχισμός είναι μια διαδικασία που αναπαράγεται στην καθημερινότητα μας τότε ποτέ δεν θα μπορούμε να «κερδίσουμε χρόνο ώστε να σχηματίσουμε μια εναλλακτική προοπτική», όπως πιστεύει ο Βαρουφάκης αλλά και ο παραδοσιακός μαρξισμός.
ASSOCIATED PRESS

Στις 18 Φεβρουαρίου, ο υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης δημοσίευσε στην εφημερίδα Guardian ένα εκτενές άρθρο με τίτλο Πώς έγινα ένας εκκεντρικός μαρξιστής στο οποίο προβαίνει σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση σχετικά με τις πολιτικές του ιδέες που δεν μπόρεσε να εκφράσει στην ακαδημαϊκή, αλλά και ούτε στην σύντομη πολιτική του πορεία έως τώρα. Στη συνέχεια του κειμένου θα αποπειραθώ να αποδομήσω την ερμηνεία που δίνει για τον καπιταλισμό και τον Μαρξ και θα υποστηρίξω το ότι η σκέψη του, παρά τον ριζοσπαστικό της χαρακτήρα για τα δεδομένα του νεοφιλελευθερισμού, παραμένει εγκλωβισμένη στον μηδενισμό του αστικού πολιτισμού.

Στην αρχή του κειμένου του εξομολογείται ότι θα προτιμούσε «να προάγει μια ριζοσπαστική ατζέντα, η ουσία της οποίας θα ήτανε να αντικατασταθεί ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός με ένα διαφορετικό σύστημα». Παρά την αρχική αυτή επιθυμία του, τονίζει πως «ο κατακερματισμός του καπιταλισμού πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία». Στόχος του κειμένου του είναι «να πείσει τους ριζοσπάστες ότι έχουμε μια αντιφατική αποστολή: να εμποδίσουμε την ελεύθερη πτώση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού για να κερδίσουμε χρόνο ώστε να σχηματίσουμε μια εναλλακτική προοπτική».

Παρά το γεγονός ότι στο διδακτικό του έργο «δεν υπήρχε χώρος για τον Μαρξ» και «στις δημόσιες παρεμβάσεις [του] για τη συζήτηση της σχέσης Ελλάδας και Ευρώπης δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά μαρξισμού» τολμά να αναφέρει ότι: «μπορεί να σας φανεί περίεργο αλλά αποκαλώ τον εαυτό του μαρξιστή». Αυτό το τεκμηριώνει λέγοντας ότι ο Μαρξ τον βοήθησε να καταλάβει τις «μεγάλες αντιφάσεις του καπιταλισμού», δηλαδή τη «διαλεκτική σχέση έντασης που υπάρχει ανάμεσα στα χρέη και στα πλεονάσματα, στην ανάπτυξη και στην ανεργία, στον πλούτο και στη φτώχεια» και ότι το πρόβλημα στον καπιταλισμό είναι ότι «είναι παράλογος».

Παρόλα αυτά, παραμένει «θυμωμένος με τον Μαρξ» διότι «δεν ανησύχησε μήπως οι ακόλουθοί του [...] χρησιμοποιήσουν τις ιδέες του για να κακομεταχειριστούν τους συντρόφους τους» (1) και επειδή «είχε τη γνώμη ότι η αλήθεια για τον καπιταλισμό θα μπορούσε να ανακαλυφθεί στα μαθηματικά του μοντέλα».(2) Επιπροσθέτως, δεν άκουσε φωνές που λέγανε ότι τα συμπεράσματα του ήταν «προσωρινά», «όχι απολύτως ορθά» και έτσι δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν παρά σε «ένα κλειστό μοντέλο» (3). Εξαιτίας αυτού ο Μαρξ ήταν υπεύθυνος για τον «αυταρχισμό» που αργότερα επιδείχθηκε.

Αντίθετα προς τις απόψεις του Βαρουφάκη, η καινοτομία του Μαρξ, στη δική μου ανάγνωση, συμπυκνώνεται γύρω από το εξής παρακάτω ερώτημα: πώς είναι δυνατόν από τη μια η ανθρώπινη πράξη να είναι θεμελιώδης και από την άλλη οι άνθρωποι να φαίνεται ότι εξουσιάζονται από τις οικονομικές κατηγορίες, από κάποιες αφαιρέσεις, δηλαδή από κάποιες έννοιες, όπως το κεφάλαιο και ο ανταγωνισμός. Πώς είναι δυνατόν να γινόμαστε «βαμπίρ του κεφαλαίου», όπως πολύ χαρακτηριστικά το θέτει ο Μαρξ; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα όλης της μαρξικής φιλοσοφίας, το οποίο αν δεν τεθεί, αμφιβάλλω ότι μπορεί κανείς να διεισδύσει στο μαρξικό στοχασμό: Πώς εξηγείται το ότι ενώ εμείς παράγουμε το χρήμα, τελικά το χρήμα μας εξουσιάζει για να καλύψει τις δικές του ανάγκες; Γιατί η ουσία να παίρνει αυτή τη μορφή; Γιατί η ουσία της κοινωνίας, η πιο σημαντική σχέση, η προσπάθεια των ανθρώπων να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους, (το περιεχόμενο, η εργασία) παίρνει τη μορφή των οικονομικών κατηγοριών, της αυτοαναπαραγόμενης αξίας, του κεφαλαίου, του χρήματος, δηλαδή μορφών οι οποίες φαίνονται να έχουν μια δική τους δυναμική, την οποία οι άνθρωποι δεν ελέγχουν; Γιατί σε τελευταία ανάλυση να μας ενδιαφέρει κυρίως η συσσώρευση του πλούτου, η αύξηση του ΑΕΠ και όχι η προστασία του περιβάλλοντος, ή η ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών; Να το μυστήριο, ο γρίφος που η φιλελεύθερη σκέψη δεν μπόρεσε να λύσει αλλά λύνει η μαρξική διαλεκτική.

Η κριτική του Marx είναι κριτική στον τρόπο εμφάνισης, στο φετιχισμό των οικονομικών κατηγοριών και των μορφών-φετίχ που μας εξουσιάζουν, όπως είναι το κράτος, το χρήμα ως κοινωνική σχέση ή η αστική μορφή δημοκρατίας. (4)

Η αναγωγή στα κοινωνικά δεδομένα και μόνο αυτή επιτρέπει την αποκρυπτογράφηση της ουσίας, του περιεχομένου των κοινωνικών μορφών. Σκέφτομαι ως διαλεκτικός υλιστής σημαίνει ότι προσπαθώ να διαγνώσω την κοινωνική υπόσταση, το περιεχόμενο των εννοιών, των κοινωνικών μορφών, το εσωτερικό των πραγμάτων, το πώς είναι διαμορφωμένος ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ικανοποιούν τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες τους.

Στον καπιταλισμό, ο τρόπος με τον οποίο ικανοποιούμε τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες μας, δηλαδή με την εργασία που έχει ως αποκλειστικό στόχο το κέρδος, παίρνει τη μορφή του κεφαλαίου, των οικονομικών κατηγοριών, του κέρδους, της συσσώρευσης του πλούτου, κατηγορίες που εμφανίζονται ως αναπόφευκτες, ως φετίχ. Οι άνθρωποι εμφανίζονται ως «προσωποποιήσεις των οικονομικών κατηγοριών», όπως το θέτει πολύ εύστοχα ο Marx, αφού πρέπει να βάλουν την μάσκα του «ο χρόνος είναι χρήμα» για να επιβιώσουν σε μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνία. Το κεφάλαιο δεν είναι συσσωρευμένος πλούτος, όπως υποστηρίζει η κλασική πολιτική οικονομία, το ΚΚΕ ή και ο Σύριζα, αλλά η μορφή που έχει πάρει η εργασία στον καπιταλισμό, δηλαδή στο καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Εμείς είμαστε το κεφάλαιο στο βαθμό που αναπαράγουμε τον φετιχισμό των μορφών-φετίχ που μας αποξενώνουν δια μέσου της αλλοτριωμένης εργασίας μας, μιας εργασίας που έχει στόχο την παραγωγή κέρδους και όχι την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών.

Κατά την άποψή μου, ο Βαρουφάκης αναπαράγει το έγκλημα των σύγχρονων διανοουμένων απέναντι στην κοινωνία, το οποίο συμφώνα με τον Horkheimer στην Έκλειψη του Λόγου, συνίσταται στο ότι οι παραδοσιακοί-μη κριτικοί διανοούμενοι θυσιάζουν τις αντιφάσεις που υπάρχουν μέσα στις έννοιες-μορφές-φετίχ και κατ' επέκταση τον πολυσύνθετο χαρακτήρα αυτών στο βωμό των απαιτήσεων της κοινής λογικής. Αυτό που θέλει να υπογραμμίσει ο θεμελιωτής της σχολής της Φρανκφούρτης είναι ότι το έγκλημά τους είναι ο αντιδιαλεκτικός χαρακτήρας της σκέψης τους. Δεν θεωρούν ότι οι αντιφάσεις της καθημερινής μας ζωής και ο παραλογισμός που βιώνουμε αποτελούν το περιεχόμενο και την αιτία ύπαρξης των μορφών-φετίχ. Οι αντιφάσεις προέρχονται από το ότι πρέπει να αφομοιώσουμε τις αξίες του καπιταλισμού για να επιβιώσουμε, δηλαδή την αέναη συσσώρευση, τον ανταγωνισμό και τη σκληρή εργασία. Έτσι, η φιλοσοφία αντί να έχει μια κριτική, διεισδυτική ματιά στην πραγματικότητα φανερώνοντας τον «μαγεμένο, ανώμαλο και αντεστραμμένο κόσμο» κατά τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, κατάντησε να έχει απολογητικό χαρακτήρα, από τη στιγμή που έχει αποδεχθεί πλήρως τη λογική του συστήματος, του κεφαλαίου, δηλαδή την ανωμαλία του «ο χρόνος είναι χρήμα» και ζητάει στην καλύτερη περίπτωση τον μετριασμό της.

Αν λοιπόν ο φετιχισμός είναι μια διαδικασία που αναπαράγεται στην καθημερινότητα μας τότε ποτέ δεν θα μπορούμε να «κερδίσουμε χρόνο ώστε να σχηματίσουμε μια εναλλακτική προοπτική», όπως πιστεύει ο Βαρουφάκης αλλά και ο παραδοσιακός μαρξισμός, δηλαδή η λενινιστική ερμηνεία. Η αποφετιχοποίηση δεν θα συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον, που ποτέ δεν έρχεται, αλλά εδώ και τώρα κάθε φορά που αρνούμαστε να υποταχθούμε στη λογική του ανταγωνισμού και της αέναης συσσώρευσης του κέρδους. Ο Βαρουφάκης αφήνει τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού έξω από το περιεχόμενο των μορφών- φετίχ και για αυτό εγκλωβίζεται πλήρως σε αυτές, δηλαδή στον εγγενή παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος και της ουτοπίας του, δηλαδή της πίστης ότι το χρήμα μπορεί να πολλαπλασιάζεται διαρκώς με ομαλό τρόπο.

Ο Βαρουφάκης μπόρεσε να επιβιώσει ακαδημαϊκά και πολιτικά ακριβώς επειδή έβαλε τη μάσκα της λογικής του κεφαλαίου, έδρασε ως «προσωποποίηση» αυτής ή όπως μας λέει ο John Holloway έζησε πίσω από μια σκιά ή όπως θα έλεγε ο Ernst Bloch έζησε αποδεχόμενος το σκοτάδι της καθημερινότητάς του. Αυτό το σκοτάδι υπάρχει όταν αγνοούμε πλήρως τα συμπεράσματα στα οποία μας οδηγεί η λογική των αναπόφευκτων αντιφάσεων στην αλλοτριωμένη καθημερινότητα μας και έτσι δεν βλέπουμε το ανθρώπινο περιεχόμενο των μορφών-φετίχ, δηλαδή το πώς αναπαράγονται δια μέσου της καθημερινής μας πρακτικής. Ο Bloch επιπλέον θα του απαντούσε ότι έχει αποδεχθεί το αναπόφευκτο αδιέξοδο του αστικού πολιτισμού, δηλαδή το μηδενισμό του. Αυτό καθίσταται καταφανέστατο στο τέλος του άρθρου του Βαρουφάκη, στο οποίο μας καλεί να «σταθεροποιήσουμε τον καπιταλισμό στον οποίο ασκώ κριτική».

(1) O Μαρξ δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι υπεύθυνος για τους μελλοντικούς του ακολούθους, όπως και κανένας φιλόσοφος εξάλλου. Στην αλληλογραφία του με τον Ένγκελς αναφέρεται με πολύ σκληρές εκφράσεις σε κάποιους συγχρόνους τους που υποτίθεται ότι τους ακολουθούσαν. Στα πλαίσια της κριτικής αυτής είναι γνωστή η φράση του Μαρξ «δεν είμαι μαρξιστής».

(2) Αυτό συμβαίνει σε ένα μικρό κομμάτι του δεύτερο τόμου του Κεφαλαίου και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί το κέντρο της επιχειρηματολογίας του Μαρξ. Για μια εντελώς αντίθετη ανάγνωση με αυτή του Βαρουφάκη βλέπε το πρόσφατο βιβλίο του Μπόνεφελτ, το οποίο θεωρώ εξαιρετικής ποιότητας. Werner Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy, Bloomsbury, 2014.

(3) Αυτή είναι μια εντελώς αθεμελίωτη άποψη που δεν μπορεί με τίποτα να τεκμηριωθεί με υποσημειώσεις στους 50 τόμους των απάντων των Μαρξ και Ένγκελς. Δεν έχω υπόψη μου καμία μελέτη που καταφέρνει κάτι τέτοιο και δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ήταν δυνατόν να υπάρχει.

(4) Για μια διαλεκτική ανάγνωση του ζητήματος της δημοκρατίας στη φιλοσοφία του Marx Βλ. Grollios Vasilis, Marx and Engels's critique of democracy. The materialist character of their concept of autonomy, Critique: A Journal of Socialist Theory, v. 39, n. 1, 2011. Ελεύθερη πρόσβαση εδώ.

Δημοφιλή