Είδα: Τον «Αρχοντοχωριάτη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου

Και να που η πρακτική της αποδόμησης έρχεται ως επιλογή ενός μεγάλου, κεντρικού θεάτρου. Με έναν εμπορικό θίασο. Και με την υπογραφή ενός λαϊκού πρωταγωνιστή. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο -παρά δηλαδή την εξοικείωση με τα έργα του Μολιέρου- ο Γιάννης Μπέζος τολμάει να παρουσιάσει μια παράσταση που θα έλεγε κανείς ότι είναι βασισμένη στον «Αρχοντοχωριάτη» παρά το ότι επικοινωνεί το κείμενο του Μολιέρου.
tospirto.net

Και να που η πρακτική της αποδόμησης έρχεται ως επιλογή ενός μεγάλου, κεντρικού θεάτρου. Με έναν εμπορικό θίασο. Και με την υπογραφή ενός λαϊκού πρωταγωνιστή. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο -παρά δηλαδή την εξοικείωση με τα έργα του Μολιέρου- ο Γιάννης Μπέζος τολμάει να παρουσιάσει μια παράσταση που θα έλεγε κανείς ότι είναι βασισμένη στον «Αρχοντοχωριάτη» παρά το ότι επικοινωνεί το κείμενο του Μολιέρου. Μετά τον «πειραγμένο» «Φιλάργυρο» που ανέβασε προ διετίας και με επιτυχία στο Εθνικό, ο ηθοποιός επιστρέφει στο Μολιέρο και για δεύτερη φορά -η πρώτη ήταν το 2005- ενδύεται τον «Αρχοντοχωριάτη».

Βεβαίως, χωρίζουν πολλά το παλιό με το σημερινό ανέβασμα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κεντρικός ήρωας, ο Ιορδάνης επιχειρεί να γίνει trendy και hipster, να επιδοθεί σε μαθήματα zumba, να εισβάλλει στο χώρο του lifestyle και να δηλώσει συμμετοχή στο "Dancing with the Stars". Μια, επιθεωρησιακής λογικής, επικαιροποίηση του Μολιέρου δηλαδή, σε δραματουργική επεξεργασία του ίδιου του Γιάννη Μπέζου, που απομακρύνει καθοριστικά το αποτέλεσμα από την πιο γνωστή κωμωδία του συγγραφέα.

Κι αν κάτι γίνεται αντιληπτό από την σάτιρα του νεοπλουτισμού -που αναπαράγει μιμητικά τρόπους και συμπεριφορές για να ενταχθεί στην αστική τάξη- οφείλεται στο ερμηνευτικό, παρότι προβλέψιμο, εκτόπισμα του Μπέζου. Κάτι εισπράττουμε, δηλαδή, από την επιφάνεια του κυρίου Ζουρντέν (Ιορδάνης εδώ) που επιθυμεί διακαώς να καταξιωθεί κοινωνικά χωρίς να έχει καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια, χωρίς να ασκεί ούτε το πνεύμα μα ούτε και το σώμα.

Ο υπόλοιπος θίασος -ανάμεσα τους χαρισματικοί κωμικοί όπως ο Τάσος Γιαννόπουλος και ο Κώστας Φλωκατούλας, αλλά και καλοί ηθοποιοί πρόσφατης εσοδείας όπως η Αμαλία Νίνου- επιδίδεται σε υπερβολές δοκιμάζοντας τα όρια του γελοίου, εκβιάζοντας το γέλιο και συχνά επιδιώκοντας την ευκολία του. Την ίδια ώρα, η αισθητική της παράστασης υιοθετεί ένα ποπ, ευχάριστο χαρακτήρα από τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ιωάννας Πανταζοπούλου, ως τους παιχνιδιάρικους φωτισμούς του Χρήστου Τσιόγκα.

Το ερώτημα που προκύπτει, πέραν από την υποκειμενική κρίση, είναι αν το «μεγάλο» κοινό που ακολουθεί και παρακολουθεί σταθερά το Γιάννη Μπέζο είναι έτοιμο να δεχθεί αποδομητικές προσεγγίσεις πάνω σε κλασικά κείμενα, τακτικές που είθισται να εφαρμόζει η νεότερη και πιο «πειραματική» γενιά του θεάτρου, και πάλι με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα.

της Στέλλας Χαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Δημοφιλή