Κυρία, τι θα μου δώσεις σήμερα;

Ο Μοχάμεντ ήταν ένα παιδί του πολέμου. Ένας μικρός ιρακινός πρόσφυγας που χάθηκε μόνος και ανεπιθύμητος στους δρόμους του Αμάν. Κάποια ντόπια παιδιά επιτέθηκαν στον Μοχάμεντ με πέτρες, μια τον χτύπησε στο δεξί μάτι. Ήθελαν να του πάρουν την τσάντα αλλά ο μικρός αντιστάθηκε και πάλεψε. Έκανα δυο μέρες να τον δω και ανησύχησα. Την Τρίτη μέρα όμως ήταν πάλι εκεί, με την μεγάλη τσάντα του και το φαφούτικο χαμόγελο να λέει σε όλους «ο Θεός είναι μεγάλος».
fragiska megaloudi

-Κυρία, ο Θεός είναι μεγάλος, τι θα μου δώσεις σήμερα;

Κάθε μέρα η ίδια σχεδόν φράση σε σπασμένα αγγλικά και ένα πλατύ χαμόγελο χωρίς δόντια. Φορούσε ένα βρώμικο πουκάμισο, πολύ μεγάλο να χωρέσει το κοκαλιάρικο σώμα του και ένα σκισμένο παντελόνι. Τα μάτια του βαθιά μαύρα, δύσκολο να καταλάβεις τι κρύβουν και τι είχαν δει. Πάντα εκεί με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα απλωμένο χέρι, τι θα μου δώσεις σήμερα...

Δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρονών. Βρώμικα μαλλιά, και φαγωμένα νύχια. Μα το φαφούτικο χαμόγελο πάντα πλατύ. Όταν δεν ζήταγε φαγητό, καθόταν στη γωνία του δρόμου, ανάμεσα στις δύο μεγάλες λεύκες. Είχε φτιάξει το δικό του σπιτάκι. Δυο χαρτόκουτα και δυο πράσινα καφάσια έκλειναν την είσοδο στους παρείσακτους. Εκεί ήταν το βασίλειο του και εκείνος ο βασιλιάς. Εκεί είχε και το θησαυρό του. Μια σκισμένη σχολική τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί. Την κράταγε σφιχτά στο ένα χέρι όταν έβγαινε από το «σπίτι» του.

Ο Αχμέτ που είχε το ψιλικατζίδικο απέναντι του έφερνε κάθε φορά καλούδια από το μαγαζί του. Πριν του τα δώσει, του έλεγε «δώσε μου την τσάντα σου και πες μου τι έχεις μέσα». Ο μικρός πείσμωνε και κάρφωνε τα μαύρα μάτια του στον Αχμέτ. Τότε δεν χαμογελούσε πια. Ο Αχμέτ διασκέδαζε με το θυμό του παιδιού, του έβαζε στο χέρι σοκολάτες, γάλα, φρούτα και έφευγε γελώντας.

Τότε ο μικρός επέστρεφε στο «σπίτι» του. Καθόταν κάτω από τη μεγάλη λεύκα, τακτοποιούσε τρυφερά την σκισμένη τσάντα δίπλα του και μασούλαγε ευτυχισμένος ό,τι του έδινε ο καλοκάγαθος ψιλικατζής.

Στην αρχή τον προσπερνούσα. Είχα μόλις φτάσει στην Ιορδανία, ακόμα δεν ήξερα τίποτα για τη χώρα και αυτός ο μικρός είχε στηθεί εκεί έξω από το πέτρινο σπίτι που έμενα να μου χαμογελάει.

-Κυρία, ο θεός είναι μεγάλος, τι θα μου δώσεις σήμερα;

Στάθηκα και τον κοίταξα.

-Πως σε λένε, τον ρώτησα. Χαμογέλασε πλατιά και με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει πολλά.

-Όνομα, πως σε λένε, είπα με όσο πιο απλά αγγλικά μπορούσα.

-Μοχάμεντ κυρία. Ο Θεός είναι μεγάλος.

-Ωραία τσάντα, του είπα και την έδειξα με το χέρι μου. Ο μικρός με κοίταξε τρομαγμένα. Η όψη του άλλαξε, το χαμόγελο έφυγε και τα μαύρα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου. Κατάλαβα ότι είπα κάτι που δεν έπρεπε.

-Μη φοβάσαι Μοχάμεντ, είπα όσο πιο απλά μπορούσα στο παιδί. Του έκανα νόημα να περιμένει. Έφυγα τρέχοντας σχεδόν και γύρισα με ένα μυρωδάτο «ζααταρ καακ», το παραδοσιακό ψωμί της Ιορδανίας. Ο μικρός ήταν ακόμα εκεί. Είχε κάτσει στο πεζοδρόμιο κρατώντας σφιχτά την τσάντα του. Όταν είδε το ζααταρ, τα μάτια του έλαμψαν. Για λίγα λεπτά κοιτούσε το ψωμί και έλεγε τη μόνη φράση που καταλάβαινα στα αραβικά: «Ο Θεός είναι μεγάλος, ο θεός είναι μεγάλος».

Τον άφησα να φάει το ζααταρ και απομακρύνθηκα. Από τότε τον έβλεπα κάθε πρωί. Με την τσάντα, να χαμογελάει στους περαστικούς και να λέει ο θεός είναι μεγάλος.

Ένα πρωί ο Μοχάμεντ καθόταν ακίνητος στο πεζοδρόμιο. Δε χαμογελούσε, κρατούσε σφιχτά την τσάντα του και κοιτούσε κάτω. Τον πλησίασα και είδα ότι είχε μια μεγάλη βαθιά ουλή στο πρόσωπο γεμάτη ξεραμένο αίμα.

-Μοχάμεντ είσαι καλά; Το παιδί δεν απάντησε, μόνο με κοίταξε λυπημένα. Φώναξα τον Αχμέτ, που ήρθε τρέχοντας. Πλύναμε το πρόσωπο του Μοχάμεντ, που όλη την ώρα έσφιγγε την τσάντα του χωρίς να μιλάει. Κάτι είπε στον Αχμέτ και το πρόσωπο του ψιλικατζή σκοτείνιασε. Ο μικρός μας κοίταξε λυπημένα.

-Ο θεός είναι μεγάλος κυρία, είπε και έφυγε με αργό βήμα.

Ο Μοχάμεντ ήταν ένα παιδί του πολέμου. Ένας μικρός ιρακινός πρόσφυγας που χάθηκε μόνος και ανεπιθύμητος στους δρόμους του Αμάν. Κάποια ντόπια παιδιά επιτέθηκαν στον Μοχάμεντ με πέτρες, μια τον χτύπησε στο δεξί μάτι. Ήθελαν να του πάρουν την τσάντα αλλά ο μικρός αντιστάθηκε και πάλεψε.

Έκανα δυο μέρες να τον δω και ανησύχησα. Την Τρίτη μέρα όμως ήταν πάλι εκεί, με την μεγάλη τσάντα του και το φαφούτικο χαμόγελο να λέει σε όλους «ο Θεός είναι μεγάλος».

Και έτσι περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες. Και όλοι στη γειτονιά ψάχναμε κάθε πρωί τον μικρό πρόσφυγα να μας ευχηθεί και να του δώσουμε να φάει. Ώσπου ένα πρωί ο Μοχάμεντ δεν ήταν πια εκεί.

Το χαρτόσπιτό του ήταν διαλυμένο. Τα ελάχιστα υπάρχοντα του πεταμένα και ανάμεσα τους η σχολική εκείνη τσάντα. Ανοιχτή και πεταμένη στο πάτωμα και γύρω της τρεις παλιές φωτογραφίες, ένα τετράδιο και ένα βρώμικο μαντήλι. Μια νεαρή γυναίκα κρατούσε αγκαλιά ένα παιδί και χαμογελούσε στον άγνωστο φωτογράφο. Το ίδιο όμορφο χαμόγελο με τον Μοχάμεντ, τα ίδια μαύρα σκοτεινά μάτια.

Και ο Μοχάμεντ δεν ήταν πια εκεί. Θα πορευόταν μόνος στον παράδεισο χωρίς την τσάντα του.

Είμαι σίγουρη ότι εκεί που πήγες θα σε περιμένει η αγκαλιά της όμορφης εκείνης γυναίκας να σου δώσει όλα όσα οι άνθρωποι σου στέρησαν. Ο Θεός είναι μεγάλος μικρέ μου και ξέρει καλύτερα.