Καπνιστές και αντιδραστικοί

Γιατί, λοιπόν, εδώ ζωνόμαστε απαραίτητα όλη την μαγκιά μας πριν βγούμε απ' το σπίτι- όπως αποδεικνύουμε και απ' την οδηγική μας και γενικότερη συμπεριφορά- και σαν βρεθούμε στο εξωτερικό, τότε μόνο, αποφασίζουμε πως δεν είναι απαραίτητο να επιδείξουμε όλη όση διαθέτουμε;
Neil Setchfield via Getty Images

Μέχρι μια εποχή- εκεί, κατά την ενηλικίωση στράβωσε το πράγμα- με την παρέα το' χαμε καμάρι: δεν κάπνιζε κανείς μας. Κανονικά, τουλάχιστον, επαγγελματικά, όπως λέγαμε.

Λίγο το γεγονός πως ήμασταν αθλητές- κάποιοι από εμάς, αφελώς, πιστεύαμε και πως προοριζόμασταν για μεγάλη καριέρα, μάλιστα- λίγο το ότι μας ενοχλούσε το γεγονός πως όλοι γύρω μας κάπνιζαν, μικροί και μεγάλοι, και κυρίως ο τρόπος που το έκαναν, μαζί και ο τρόπος που μιλούσαν για αυτό, συνήθως μέναμε μακριά από πακέτα και καπνούς, με εξαίρεση κανένα πάρτι που θέλαμε να την δούμε και εμείς σπουδαίοι.

Ήταν τότε, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, τα χρόνια που όλα πήγαιναν και έρχονταν με ταχύτητα. Σχέσεις- κάθε είδους- αρχίζαν και τελείωναν με ένταση πριν πάρεις χαμπάρι, αποφάσεις και στόχοι- μεγαλόπνοοι και μη- που είχαν εξαγγελθεί με στόμφο την Δευτέρα, την Τρίτη είχαν μπαγιατέψει.

Ερχόταν το καλοκαίρι, έφευγες για διακοπές, και στον γυρισμό τα αντίκριζες όλα αλλαγμένα, κι ας μην μπορούσες συχνά να εξηγήσεις τι ήταν εκείνο που είχε αλλάξει ακριβώς. Στο θέμα του καπνίσματος, αυτό πρακτικά σήμαινε πως κάθε νέος, φρέσκος Σεπτέμβρης, θα έβρισκε προοδευτικά όλο και περισσότερα παιδιά να συνωστίζονται στις τουαλέτες ή πίσω από το κυλικείο. Όλο και περισσότερα παιδιά να ξεφυσούν τον καπνό με τον τρόπο, που όλο και λιγότερους πια θα ενοχλεί.

Η δική μου παρέα, καθυστέρησε απλώς το αναπόφευκτο. Ως και τα 18 περίπου, ώσπου να καταλήξουμε στους ντουμανιασμένους διαδρόμους πανεπιστημίων και τα αμφιθέατρα τεκέδες, συνεχίσαμε να δίνουμε τροφή να μας περνάνε για περίεργους ή κομπλεξικούς, οι τυχαίοι άγνωστοι που μας ζητούσαν αναπτήρα, τσιγάρα ή καπνό, οπουδήποτε: στον δρόμο, στο πάρκο, σε μαγαζιά, σε συναυλίες. Έξι μαντράχαλοι τουλάχιστον, συν όσα κορίτσια τύχαινε να συναπαρτίζουν την παρέα, και κανείς δεν έχει αναπτήρα; Ατύχησες, φίλε, έπεσες σε περίπτωση, λέγαμε και χαμογελούσαμε. Tι να κάναμε;

Αυτό άλλαξε, όπως άλλαξε η ζωή. Φίλοι βρέθηκαν ξαφνικά να δουλεύουν εντεκάωρα και δωδεκάωρα με ορθοστασίες και φτου κι απ' την αρχή. Αποφάνθηκαν πως λίγα τσιγαράκια στο τέλος της βάρδιας, μερικά πριν την βάρδια, και κάποια στα σύντομα διαλείμματα της βάρδιας, είναι ό,τι πρέπει για την ηρεμία τους. Άλλοι πήγαν στρατό. Στη μεγάλη του καπνίσματος σχολή. Άλλοι βαριούνταν στην σχολή τους, άλλοι βαριούνταν στη ζωή τους. Σε άλλους απλά έτσι τους βγήκε. Γιατί όχι;

Πλέον, την παρέα συντροφεύει μόνιμα ένα κύμα καπνού, όπου κι αν βρισκόμαστε. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που θα καταφέρουμε να μαζευτούμε και οι έξι, η πλειοψηφία θα καπνίζει. Σαν τύχει και καθίσουμε σε κάποια καφετέρια, θα σβήνουν το τσιγάρο τους ευγενικά, πριν ανάψουν το καινούριο, στο τασάκι που φορτώνει πίσσα και νικοτίνη, δίπλα στο σήμα που δηλώνει πως απαγορεύεται το κάπνισμα. Και, σαν βρίσκουμε ευκαιρία, συναντιόμαστε και με άλλους φίλους παλιούς, από εκείνους, σαν εμάς, που υπήρξαν αθλητές κάποτε και αυτά τους φαίνονταν αστεία και ενώνουμε τους καπνούς μας ή γνωρίζουμε και νέους καπνούς.

Αναπόφευκτα, κάποτε αρχίσανε και οι πρώτοι τσακωμοί.

-Γιατί δεν βγαίνεις έξω να καπνίσεις; Αφού απαγορεύεται.

-Άραξε, μωρέ.

-Μα, γιατί δεν πας έξω να καπνίσεις;

-Όλοι εδώ μέσα καπνίζουν, εγώ σε πείραξα;

ή

-Αφού με αφήνει ο μαγαζάτορας, εσένα τι σε κόφτει;

ή

-Άσε με να χαλαρώσω, επιτέλους, ρε κομπλεξικέ.

Υπάρχουν χώρες που συμβαίνουν και χειρότερα, όπως κάποιες περιφέρειες της Ισπανίας, για παράδειγμα, όπου αφενός απαγορεύεται να καπνίζεις μες στα μαγαζιά, αφετέρου απαγορεύεται και να πίνεις στον δρόμο. Άρα, για να πετύχεις μια κάποια στιγμή απόλαυσης, ουσιαστικά θα πρέπει να κάτσεις στο άνοιγμα της πόρτας του μαγαζιού.

Καμιά φορά, πάνω στην φούρια, οι μη καπνιστές φωνάζουμε την σερβιτόρα ή τον ιδιοκτήτη.

-Μπορείς, σε παρακαλώ πολύ, να πεις στον φίλο μου να σβήσει το τσιγάρο, επειδή απαγορεύεται εδώ μέσα;

Πράξη αρκετά επίφοβη, αφού ο καθένας μπορεί να την εκλάβει όπως θέλει. Καμιά φορά, η σερβιτόρα ζητάει όντως από τον φίλο να το σβήσει. Εκείνος, αρχικά, δεν ξέρει σε ποιόν από τους δύο κάνει πλάκα η σερβιτόρα. Στο τέλος το σβήνει, όμως. Και ας συνεχίζουν να βγαίνουν από τα γειτονικά πακέτα νέα τσιγάρα, είναι μια μικρή νίκη. Εξάλλου, τον κόσμο δεν μπορείς να τον αλλάξεις και με τον κόσμο δεν μπορείς να τα βάλεις. Το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να σκύψεις πάνω από την γειτονιά σου, και αυτή την γειτονιά να προσπαθήσεις να επεκτείνεις.

Πρόσφατα, οι φίλοι μου αφήσαν τον εγωισμό τους στο πάτωμα της καφετέριας που καθόμασταν και βγήκαν έξω απ' το μαγαζί. Τότε, μόνο, άναψαν τα τσιγάρα τους. Ήταν μια εικόνα πρωτόγνωρη για όλους μας. Κάτι που θα περνούσε ως φυσικό, όμως, στην Πράγα, το Λονδίνο, τη Βιέννη ή τη Βουδαπέστη και πλείστες άλλες πόλεις.

Ακόμη και οι ίδιοι δύο άνθρωποι- ο κάθε άνθρωπος που ,συνειδητά, καπνίζει σε χώρο που γνωρίζει πως απαγορεύεται, στην Ελλάδα- ούτε που θα διανοούνταν να ανάψουν τσιγάρο, μες σε κάποιο μαγαζί, στο εξωτερικό.

Γιατί, λοιπόν, εδώ ζωνόμαστε απαραίτητα όλη την μαγκιά μας πριν βγούμε απ' το σπίτι- όπως αποδεικνύουμε και απ' την οδηγική μας και γενικότερη συμπεριφορά- και σαν βρεθούμε στο εξωτερικό, τότε μόνο, αποφασίζουμε πως δεν είναι απαραίτητο να επιδείξουμε όλη όση διαθέτουμε;

Η προφανής απάντηση είναι: το κράτος φταίει. Το κράτος που μου απαγορεύει να καπνίζω, εκεί, όπου κάνω κέφι και το' χω ανάγκη, είναι εχθρός. Άρα, θα πάω κόντρα στον εχθρό, με τον τρόπο μου. Όπως και εχθρός είναι το κράτος, αφού μου τρώει τα λεφτά με φόρους, που δεν αξιοποιούνται. Εχθρός το κράτος που από τα γεννοφάσκια μου ως την ενηλικίωση επιτρέπει να χάνω τα πιο αγνά πρωινά και απογεύματα σε αίθουσες. Εχθρός που, απροειδοποίητα, μειώθηκε ο μισθός της μάνας μου. Εντελώς ξαφνικά, κόπηκε το επίδομα του παππού. Και, για μια σειρά άλλων λόγων. Μυριάδες βρίσκει κανείς, αν θέλει.

Παράδειγμα: ένα από τα παιδιά, που βγήκαν έξω να καπνίσουν εν τέλει, έκανε την πρακτική του μέσω της Σχολής του. Είναι, πλέον, απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών.

Εργάστηκε για τρεις μήνες. Η συνεργασία του με τον φορέα υποδοχής ήταν εξαιρετική και απέμενε να πληρωθεί από το κράτος, δύο μήνες μετά την περάτωση της πρακτική άσκησης, περίπου 400 ευρώ συνολικά. Ενάμιση χρόνο μετά την πρακτική, ένα χρόνο μετά την αποφοίτηση του, τα χρήματα δεν είχαν μπει στον λογαριασμό του, ούτε κανενός άλλου συμφοιτητή.

Με ένα τόσο απλό ζήτημα, για ένα τόσο μικρό χρηματικό ποσό, το κράτος διασφαλίζει πως οι πολίτες του από νεαρή ηλικία θα είναι εχθρικά διακείμενοι απέναντι του, αν και, για να λέμε την αλήθεια, η δυσπιστία προς το κράτος αρχίζει από τις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, όταν παιδιά και έφηβοι έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα που τους περιμένει.

Ωστόσο, όταν καπνίζεις σε κλειστό χώρο, αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους, άτομα της παρέας σου ή όχι, δεν ζημιώνεις το κράτος. Δεν πρόκειται για πράξη αντίστασης στο κράτος- καμία κυβέρνηση, διεφθαρμένη, σαθρή ή μακρόβια, δεν έπεσε από το παράνομο κάπνισμα- παρά για αναίδεια. Επιβάλλεις την ευχαρίστηση σου, πάνω από τα δικαιώματα των άλλων. Υπάρχει μια σαφής αξιολογική διάκριση. Ενας κώδικας αξιών που, συνειδητά, πετάς στα σκουπίδια, ενώ αφήνεις στο τραπέζι τα τσιγάρα σου.

O Γκάζμεντ Καπλάνι, πριν αφήσει την χώρα μας, στο βιβλίο του "με λένε Ευρώπη", έγραψε γενικότερα για τα Βαλκάνια κάτι που αγγίζει και εμάς:

Καταλαβαίνεις ότι είσαι στα Βαλκάνια γιατί παντού επικρατεί το ντουμάνι. Το τσιγάρο, όπως και ο εθνικισμός, ήρθε στα Βαλκάνια από την Ευρώπη. Εκεί κάποια στιγμή το αποκήρυξαν, όπως αποκήρυξαν και τον εθνικισμό. Εδώ το λατρεύουν ακόμη, όπως λατρεύουν και τον εθνικισμό.

Σίγουρα, καπνός και εθνικισμός υπάρχουν ολόγυρα στην ατμόσφαιρα γύρω μας. Αυτά είναι δύο μονάχα από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τις χώρες των Βαλκανίων, που τόσο μοναδικές νομίζουν πως είναι, να ομοιάζουν.

Ίσως, όμως, μαζί με τον απεγκλωβισμό μας από τα δύο στοιχεία αυτά, να είναι ώρα να ξεφορτωθούμε και όσα από μέσα μας πηγάζουν και μέσα μας εδρεύουν: τον κακό μας εαυτό, τον ατομικισμό, την υπεροψία μας.