Ενσταντανέ ξεριζωμένων

Μια γυναίκα, θαρρώ πως ήταν η γιαγιά, σφίγγει πάνω στο σώμα της ένα τυλιγμένο μωρό και κλαίει βουβά, τα δάκρυα κυλούν μέσα από τα μάτια της ενώ από το κορμί της δεν βγάζει κανέναν ήχο. Μάλλον θυμήθηκε κάτι από τα περασμένα, κάτι από χαρούμενα Μπαϊράμια, ίσως μια γιορτή στο σπιτικό της, έναν γάμο ή μια γέννα, κάτι από μια πατρίδα που ξέμεινε έρημη και τσακισμένη να τρέμει ολομόναχη πίσω. Όσοι έχουν γεμάτο πορτοφόλι δε χασομερούν, με ένα ταξί ή ακόμη και με τα πόδια, απομακρύνονται με γρήγορο βήμα από μια προβλήτα γεμάτη ψυχές. Οι υπόλοποι καταλήγουν σε έναν ήδη ασφυκτικά γεμάτο χώρο του λιμανιού, μα πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτοί!
manolis dimellas

Δεν είχε χαράξει, ένα ακόμη πλοίο έδεσε στον Πειραιά και ξεφόρτωσε το πιο δύσκολο ανθρώπινο φορτίο του.

Μια γυναίκα, θαρρώ πως ήταν η γιαγιά, σφίγγει πάνω στο σώμα της ένα τυλιγμένο μωρό και κλαίει βουβά, τα δάκρυα κυλούν μέσα από τα μάτια της ενώ από το κορμί της δεν βγάζει κανέναν ήχο. Μάλλον θυμήθηκε κάτι από τα περασμένα, κάτι από χαρούμενα Μπαϊράμια, ίσως μια γιορτή στο σπιτικό της, έναν γάμο ή μια γέννα, κάτι από μια πατρίδα που ξέμεινε έρημη και τσακισμένη να τρέμει ολομόναχη πίσω. Όσοι έχουν γεμάτο πορτοφόλι δε χασομερούν, με ένα ταξί ή ακόμη και με τα πόδια, απομακρύνονται με γρήγορο βήμα από μια προβλήτα γεμάτη ψυχές. Οι υπόλοποι καταλήγουν σε έναν ήδη ασφυκτικά γεμάτο χώρο του λιμανιού, μα πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτοί! Η ανάγκη όλους τους φέρνει κοντά, είναι ξένοι κι όμως φτάνει μια στιγμή για να αποκτήσουν συγγένεια. Φορτωμένοι με απέραντες μνήμες, ό,τι μεταφέρεται στους ώμους και στα δυο χέρια. Κουβέρτες, ρούχα και ένα κρυμμένο πορτοφολάκι.

Μονάχα τα νιάτα κι η ελπίδα, αυτά δεν κρύβονται και περισσεύουν στο μεγάλο λιμάνι.

Οι αριθμοί των αφίξεων όλο και περισσεύουν, ζωντανεύουν και τρομάζουν τους ντόπιους ιθαγενείς που ανήμποροι πολλαπλασιάζουν νούμερα μα δεν μπορούν να φανταστούν το κοινό μέλλον. Όμως εδώ, μέσα στο λιμάνι, τέτοιες σκέψεις είναι παράταιρες, δεν αφορούν τους πρόσφυγες που ασφαλίσουν μια γωνιά στην αίθουσα αναμονής μα δεν ησυχάζουν.

Ένα ζεστό τσάι, από τα χέρια Πορτογάλων εθελοντών, κάνει την υποδοχή λίγο πιο ανθρώπινη. Δείχνουν πληρωμένα εισιτήρια και με ένα χαρτί οδηγιών στο χέρι ψάχνουν μια λύση για να περάσουν τα σύνορα.

Μια Νίκη και ένας μηχανισμός των Αντικυθήρων, κάτω από τις δυο ζωγραφιές οι πρόσφυγες στεγνώνουν τα ρούχα τους και μετρούν το χρόνο, ενώ τις ατέλειωτες ώρες συνοδεύει η μελωδία από τα παιδιά του Πειραιά, που παίζει κάθε ώρα το ρολόι!

Μονάχα ο ήλιος είναι ολόιδιος με τον δικό τους! Κι αυτός όσο ανεβαίνει δυναμώνει και μοιράζει απλώχερα αισιοδοξία.

Λίγο αργότερα το λιμάνι μοιάζει με ανοιχτή πλατεία και τα παιδιά του πολέμου πάλι πρωταγωνιστούν, βρίσκουν ευκαιρία να τρέξουν λέφτερα χωρίς φόβο κι αν τύχει να ξεκινήσει μια κουβέντα, τότε οι γονείς τους επαναλαμβάνουν καημούς, από κείνες τις ιστορίες των προσφύγων που κανένας δεν θα ήθελε πραγματικά να ακούσει.

Το μικρό κορούλι δε μπορούσε ούτε να σκεφτεί, μα ήταν αδύνατον να αφήσει το χέρι της άγνωστης εθελόντριας, φαίνεται πως ένιωσε το νοιάξιμο, τη φροντίδα, μακριά από κίνητρα και όταν εκείνη αναγκαστικά το τραβούσε, για να μοιράσει λίγα φρούτα στον επόμενο πρόσφυγα, τότε την κυνηγούσε με την αγωνία στα μάτια.

Όσο στέκεσαι κοντά στους ανθρώπους που σε χρειάζονται, δεν έχει σημασία η καταγωγή, η θρησκεία, ούτε καν η γλώσσα. Η ανθρωπιά και το φιλότιμο μοιάζουν με νερό, δεν έχουν ανάγκη από λέξεις, ούτε ψάχνουν περιγραφές.

Απέναντι στέκει ο Άγιος Νικόλαος, μάλλον δεν γνωρίζουν την εκκλησία, ούτε δείχνουν ενδιαφέρον για τις ταλαίπωρες γειτονιές του Πειραιά. Μοναδική κουβέντα, η λέξη που παίρνεις από το στόμα τους, είναι πως δεν ήρθαν για να μείνουν. Θέλουν να φύγουν, να ταξιδέψουν και να καταλήξουν στην Αλεμάνια, που στο μυαλό τους μοιάζει με παράδεισο. Από τους πρόσφυγες δεν περιμένεις ακριβείς κρίσεις, ούτε ιδιαίτερες αναλύσεις. Όμως πέρα από τις ΜΚΟ και τους ανθρώπους που έχουν ενεργή θέση στην υπόθεση, οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι μετρούν αριθμούς, έπειτα πιθανότητες, μας κάνουν φοβικούς και προβλέπουν ένα σκοτεινό μέλλον. Αποφεύγουν συστηματικά την ιστορία, δεν θέλουν να θυμίσουν ότι έχουμε διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τη Συρία και το εμπάργκο στη φίλη χώρα συνεχίζεται!

Αλήθεια πως καταλήξαμε ως εδώ και τι κάναμε για να προλάβουμε το τελευταίο, μα όχι και τόσο ξαφνικό, κύμα των προσφύγων;

Αν απομένει κάτι είναι το φιλότιμο, η φιλανθρωπία...

Δημοφιλή