Πρέπει να είναι αδίκημα η εξύβριση;

Το ασύμβατο της εξύβρισης της κρατικής εξουσίας με τη δημοκρατία αναγνωρίστηκε με την κατάργηση του αδικήματος της περιύβρισης αρχής το 1993. Ο ίδιος δε ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 367 προβλέπει ότι δεν είναι άδικες πράξεις οι δυσφημιστικές ή εξυβριστικές εκφράσεις «που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον». Η διάταξη αυτή θα παρείχε πλήρη προστασία σε κάθε επικριτική έκφραση που θα στρεφόταν κατά κρατικού λειτουργού, αν δεν υπήρχε η ρύθμιση της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 367, η οποία ουσιαστικά αίρει την προαναφερθείσα προστασία ορίζοντας ότι η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται «όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης.»
Sebastian Derungs / Reuters

Πριν από λίγους μήνες φίλος δημοσιογράφος ζήτησε τη γνώμη μου για το κατά πόσον ένα κείμενό του μπορούσε να θεωρηθεί επιλήψιμο. Θα πείτε εσύ δεν μπόρεσες να αποφύγεις τη μήνυση για τον εαυτό σου και έδινες συμβουλές σε άλλους. Το περιστατικό συνέβη πριν ακόμη μηνυθώ και μολονότι για την νομική μου άποψη δεν είχα καμία αμφιβολία, δεν μπορούσα να κάνω καμία ασφαλή πρόβλεψη για το πώς θα κρίνουν τα δικαστήρια. Αυτή η αίθουσα είναι γεμάτη νομικούς και δικηγόρους. Σας καλώ να θέσετε στον εαυτό σας το εξής ερώτημα: μπορείτε να προβλέψετε με σχετική (τονίζω το σχετική) ακρίβεια τη δικαστική κρίση για το κατά πόσον ένα κείμενο προστατεύεται ή όχι από την ελευθερία του λόγου;

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια θα μπορούσε κανένας να πει ότι η αμφιβολία δεν αφορούσε τον εν στενή εννοία πολιτικό λόγο. Μπορεί κινηματογραφικές ταινίες, όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», λεξικά, όπως αυτό του Μπαμπινιώτη, βιβλία, όπως το «Μ εις τη νιοστή» του Ανδρουλάκη, εκθέσεις ζωγραφικής, όπως το Outlook, να είχαν περιπέτειες με τη δικαστική εξουσία, όμως, οι πολιτικές διαμάχες σπάνια έφταναν στα δικαστήρια. Δεν έφταναν ακόμη και σε περιπτώσεις ακραίας αθυροστομίας (σκέφτομαι π.χ. δηλώσεις του Ευ. Γιαννόπουλου) ή προφανώς επιλήψιμων δημοσιευμάτων, όπως η δημοσίευση γυμνών φωτογραφιών της γυναίκας του Πρωθυπουργού ή η πλαστή φωτογραφία που εμφάνιζε ως Ναζί τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Νομίζω ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός ότι η λογοκριτική διάθεση της κοινωνίας εξαντλούνταν κατά της τέχνης, της επιστήμης και της έρευνας αφήνοντας αλώβητο τον πολιτικό λόγο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει μεγάλη απώλεια όποτε ο λόγος έχανε στα δικαστήρια.

Η παραπάνω κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια. Ολοένα και πιο πολλοί πολιτικοί (ακόμη και αρχηγοί κομμάτων) προσφεύγουν στα δικαστήρια επιδιώκοντας «δικαίωση» με την καταδίκη αντιπάλων πολιτικών για δυσφημιστικά ή υβριστικά σχόλια. Ολοένα και πιο πολλά δημόσια πρόσωπα, ακόμη και δημοσιογράφοι ζητούν από τα δικαστήρια να επιβάλουν κυρώσεις για λόγο που θεωρούν προσβλητικό. Στο κατάλογο αυτών προστέθηκε πρόσφατα και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Με άλλα λόγια, τα τελευταία χρόνια έπαψε να υπάρχει η εν τοις πράγμασι ασυλία του εν στενή εννοία πολιτικού λόγου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να προβλέψει τι προστατεύεται και τι όχι. Πρόκειται για μια εξέλιξη που μπορεί να ήταν αναμενόμενη αλλά δεν παύει να είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.

Έχουμε σε μια κοινωνία δικαίωμα να εκφράζουμε την κρίση μας για τους άλλους, ναι ή όχι; Έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε την κακή γνώμη που έχουμε για τους άλλους ναι ή όχι;

Ήταν αναμενόμενη διότι τα όρια μεταξύ πολιτικού λόγου και άλλων μορφών έκφρασης δεν είναι σαφή και αν δεν υπάρχουν σταθερά κριτήρια προστασίας της έκφρασης γενικά, αν για παράδειγμα ο καλλιτεχνικός ή επιστημονικός λόγος λογοκρίνονται απροβλημάτιστα, αργά ή γρήγορα θα περιοριστεί αναπόδραστα και ο πολιτικός λόγος. Είναι μια εξέλιξη ιδιαίτερα ανησυχητική διότι πολύ απλά όταν περιορίζεται η ελευθερία του λόγου περιορίζεται η δημοκρατία. Και φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να ανακοπεί αν η νομολογία δεν υιοθετήσει κάποια σταθερά κριτήρια προστασίας του λόγου.

Δεν είναι της ώρας μια συνολική κριτική της νομολογίας για την ελευθερία του λόγου. Θεωρώ, όμως, ότι μια συζήτηση για την έννοια της εξύβρισης μπορεί να βοηθήσει στο να διαλυθούν διάφορες παρανοήσεις. Το αδίκημα της εξύβρισης είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πλέον αμφιλεγόμενα και τούτο διότι οι ύβρεις δεν είναι παρά ακατέργαστες αξιολογικές κρίσεις και η απαγόρευση αξιολογικών κρίσεων είναι πάντοτε ιδιαίτερα προβληματική. Έχουμε σε μια κοινωνία δικαίωμα να εκφράζουμε την κρίση μας για τους άλλους, ναι ή όχι; Έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε την κακή γνώμη που έχουμε για τους άλλους ναι ή όχι; Μην βιαστείτε να απαντήσετε αρνητικά λέγοντας ότι πρέπει να προστατεύεται η τιμή και η υπόληψη του καθενός. Όχι μόνο δεν είναι νοητό η έννομη τάξη να συντρέχει κάποιον ώστε οι συμπολίτες του να έχουν καλή γνώμη για αυτόν, όχι μόνον δεν είναι νοητό να επιβάλλεται διά νόμου μια ανακριβής εικόνα για κάποιον αλλά θα μπορούσαμε να σκεφτούμε χιλιάδες λόγους για τους οποίους πρέπει να ενθαρρύνεται η έκφραση γνώμης. Π.χ. έχω ανάγκη να ακούσω τι πραγματικά σκέφτονται οι άλλοι για μένα ώστε να μπορέσω να επανεξετάσω την πορεία μου, να ελέγξω τη ζωή μου.

Αν, όπως πιστεύω, απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα που έθεσα, αν δηλαδή δεχθούμε ότι έχουμε δικαίωμα να εκφράζουμε τη γνώμη μας για τους άλλους, τότε η απαγόρευση των καταφρονητικών χαρακτηρισμών και των ύβρεων, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στο τρόπο που εκφράζουμε την κρίση μας, στις λέξεις που χρησιμοποιούμε και όχι στην ουσία της κρίσης μας. Αυτό, όμως, όχι μόνο σημαίνει ότι απαγορεύουμε τη χρήση κάποιων λέξεων γιατί τις θεωρούμε χυδαίες ή απρεπείς αλλά κατ' αποτέλεσμα περιορίζουμε μόνο την έκφραση των πιο απαίδευτων πολιτών, οι οποίοι δεν κάθονται να ψειρίσουν την έκφρασή τους, πετούν ένα «μαλάκας» και ξεμπερδεύουν με την κρίση τους για τον άλλο. Οι πιο μορφωμένοι πολίτες δεν έχουν ανάγκη να χρησιμοποιήσουν απαγορευμένες λέξεις βρίσκουν εκλεπτυσμένους τρόπους για να εκφράσουν την καταφρονητική γνώμη τους.

Ελπίζω να μην δημιουργήθηκε η παρεξήγηση ότι επιθυμώ να διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος με ύβρεις. Φυσικά και είμαι υπέρ της πολιτισμένης συζήτησης, η οποία άλλωστε είναι πάντοτε πιο ουσιαστική, επιμένω, όμως, ότι οι υβριστικές αξιολογικές κρίσεις δεν έχουν πειστική δικαιολογία απαγόρευσης. Θεωρώ ότι μόνο οι κατά πρόσωπο ύβρεις πρέπει να απαγορεύονται, όχι επειδή θίγουν την τιμή και την υπόληψη αλλά διότι είναι πιθανό να προκαλέσουν καυγά και διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης. Πάντως η αίσθησή μου είναι ότι το αδίκημα της εξύβρισης έχει πλέον περιοριστεί μόνο στον γραπτό λόγο. Πολύ σπάνιες είναι οι υποθέσεις εξύβρισης για κάτι που ακούστηκε στο καφενείο ή σε μια κοινωνική συνάντηση και αυτό σημαίνει ότι στη καθημερινότητα της κοινωνικής ζωής είναι αποδεκτές οι διάφορες κρίσεις ακόμη και όταν αυτές εκφράζονται με πάθος και οξύτητα, ακόμη κι αν είναι υβριστικές.

Τώρα, αν η απαγόρευση εξύβρισης απλών πολιτών είναι προβληματική, η ποινικοποίηση της εξύβρισης δημοσίων προσώπων και κρατικών λειτουργών είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του λόγου. Οι πολίτες ως μέλη του εκλογικού σώματος δεν ασκούν την κυριαρχία τους μόνο τη στιγμή της κάλπης αλλά ελέγχουν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, ασκώντας συχνά σφοδρότατη κριτική εναντίον τους. Ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος ισοδυναμεί με περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας. Τέτοιον ακριβώς περιορισμό συνιστούσε το αδίκημα της περιύβρισης αρχής, το οποίο ποινικοποιούσε την κριτική με πρόφαση την προστασία του κύρους του φορέα της κρατικής εξουσίας. Αυτό που στη πραγματικότητα περιοριζόταν ήταν το δικαίωμα των πολιτών να ελέγχουν την εξουσία και ο περιορισμός αυτός αποτελούσε πλήγμα κατά της δημοκρατίας. Πρέπει να είναι σαφές ότι δεν απαιτείται απλώς κάποια ανοχή της κρατικής εξουσίας στην κριτική εναντίον της αλλά η απόλυτη ελευθερία των αξιολογικών κρίσεων. Η έννοια της εξύβρισης της κρατικής εξουσίας απλούστατα δεν υφίσταται σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Το ασύμβατο της εξύβρισης της κρατικής εξουσίας με τη δημοκρατία αναγνωρίστηκε με την κατάργηση του αδικήματος της περιύβρισης αρχής το 1993. Ο ίδιος δε ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 367 προβλέπει ότι δεν είναι άδικες πράξεις οι δυσφημιστικές ή εξυβριστικές εκφράσεις «που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον». Η διάταξη αυτή θα παρείχε πλήρη προστασία σε κάθε επικριτική έκφραση που θα στρεφόταν κατά κρατικού λειτουργού, αν δεν υπήρχε η ρύθμιση της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 367, η οποία ουσιαστικά αίρει την προαναφερθείσα προστασία ορίζοντας ότι η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται «όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης.» Η ελληνική νομολογία θα μπορούσε να ερμηνεύσει τον σκοπό εξύβρισης ως εξαίρεση από την αρχή της ελευθερίας έκφρασης, θα μπορούσε ενδεχομένως να δώσει έμφαση στις περιστάσεις και να απαιτεί να στοιχειοθετείται μόνον όταν ο λόγος συνοδεύεται και από κάποιες προσβλητικές πράξεις. Αντί, όμως, μιας ερμηνείας που θα διέσωζε την ελευθερία του λόγου προτιμά να συναγάγει σκοπό εξύβρισης από το περιεχόμενο του λόγου, επαναφέροντας έτσι από την πίσω πόρτα το αδίκημα της περιύβρισης αρχής.

Τα κρατικά όργανα δεν έχουν τιμή και υπόληψη, η κρατική δράση τους επικαλύπτει τις όποιες άλλες δραστηριότητές τους. Να συζητήσουμε αν θέλετε πόσο χώρο ιδιωτικότητας μπορεί να έχουν αλλά δεν είναι δυνατόν να συζητάμε κατά πόσον είναι ή όχι επιτρεπτές αξιολογικές κρίσεις για τη δράση τους. Δεν είναι δυνατόν να συνδέουμε τη δράση τους με την τιμή και την υπόληψη τους και να την προστατεύουμε με απειλή κυρώσεων. Ακόμη και όσοι υποστηρίζουν ότι έχει νόημα η προστασία της τιμής και της υπόληψης κάποιου ιδιώτη, πρέπει να παραδεχθούν ότι πλήττεται η δημοκρατία, όταν προστατεύεται ποινικά η τιμή των κρατικών αξιωματούχων. Δεν οφείλω καμία εκτίμηση ή σεβασμό προς οποιοδήποτε όργανο, είτε πρόκειται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είτε για τον Πρωθυπουργό είτε για την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Και η δημοκρατία μου παρέχει κάθε δικαίωμα να εκφράζω δημόσια την καταφρόνησή μου προς κάθε κυβερνητικό αξιωματούχο.

Η ελληνική νομολογία έχει εφεύρει μία ερμηνεία για την έννοια του σκοπού εξύβρισης που σε κάποιους φαίνεται εύλογη, αλλά στην πραγματικότητα είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του λόγου. Σύμφωνα με αυτήν σκοπός εξύβρισης προκύπτει όταν τα ίδια νοήματα μπορούν να εκφραστούν με ηπιότερες φράσεις, όταν δεν θεωρούνται αναγκαίες οι συγκεκριμένες εκφράσεις για την άσκηση της κριτικής. Η άποψη αυτή παραγνωρίζει ότι από την μία πλευρά ο λόγος φαίνεται να μην είναι ποτέ αναγκαίος. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορεί να λεχθεί με διαφορετικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο λόγος που εκστομίζει κάποιος είναι αυτός που τον εκφράζει καλύτερα και, άρα, υπό την έννοια αυτή είναι πάντοτε απολύτως αναγκαίος.

Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στον καλλιτεχνικό λόγο. Ακούστε ένα απόσπασμα από τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς: «Φίλησε τα στρογγυλά απαλά κίτρινα μυρωδάτα πεπόνια του κώλου της, σε κάθε στρογγυλό πεπονικό ημισφαίριο, στο απαλό κίτρινο αυλάκι τους, με σκοτεινό, παρατεταμένο πεπονομύριστο ασπασμό.» (Οδυσσέας κεφ. 17).. Φαντάζομαι ότι όλο και θα κάποιος θα βρεθεί να πει ότι δεν ήταν αναγκαίος ο λόγος αυτός για την περιγραφή που επιθυμούσε ο συγγραφέας. Εγώ σας καλώ να συμφωνήσετε ότι μόνο με αυτά τα λόγια μπορούσε να εκφραστεί ο Τζόυς.

Tο άρθρο αποτελεί την ομιλία στη εκδήλωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών για την Ελευθερία του Λόγου 5 Απριλίου 2016 και δημοσιεύθηκε αρχικά στο tsakyrakis.wordpress.com

Δημοφιλή