Οι «καλοί» και οι «κακοί» της διαπραγμάτευσης

Ένας πρόσθετος λόγος που πολλοί επιθυμούν τη συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ αποτελεί το γεγονός, ότι οι εκθέσεις αξιολόγησης με τη σφραγίδα του ΔΝΤ είναι σαν «ευαγγέλιο» για τους επενδυτικούς οίκους. Οι περισσότεροι εξ αυτών δεν εμπιστεύονται τις εκθέσεις μόνο των ευρωπαϊκών οργάνων αφού θεωρούν, ότι πολλές φορές επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες. Όσοι μπορεί να μας δανείσουν στο μέλλον, οι «αγορές», έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα όσα αναφέρει το ΔΝΤ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι μετά τις σχετικές εκθέσεις του ΔΝΤ , η χώρα μπόρεσε το 2014 να αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές.
GEORGES GOBET via Getty Images

Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους με απλουστευτικούς όρους. Οι «καλοί» και οι «κακοί» εναλλάσσονται συχνά στους ρόλους. Εδώ και λίγο καιρό ο ρόλος του « κακού» έχει αποδοθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κυρίως λόγω της στάσης του σε ασφαλιστικό και φορολογικό. Όμως, η πρόταση που κατέθεσε στο τελευταίο Eurogroup για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους είναι πολύ πιο προωθημένη απ'αυτή που επεξεργάζονται στα ευρωπαϊκά όργανα. Επομένως, σήμερα το ΔΝΤ είναι και πάλι «καλό».

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με όσους θεσμούς εμπλέκονται στο ελληνικό πρόγραμμα, η επιτυχία του οποίου , όμως, είναι κρίσιμη, αφού από αυτή θα εξαρτηθεί η δυνατότητα της χώρας να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές στο άμεσο μέλλον, ειδικά όσο ένα τέταρτο πρόγραμμα βοήθειας φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο το 2018. Για να μπορέσει η χώρα να ξαναδανειστεί από τις αγορές, όπως έκανε έστω σε περιορισμένο βαθμό τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2014, θα πρέπει α) να ανακτήσει την αξιοπιστία της στο εξωτερικό και δη στους θεσμικούς επενδυτές και β) να εκτιμηθεί ότι τα δημοσιονομικά της μεγέθη και η εξέλιξη του χρέους εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και της οικονομίας και του χρέους.

Τη βασική ευθύνη για την επιτυχή ολοκλήρωση ενός οικονομικού προγράμματος έχει πάντα η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Πόσο απαραίτητη, όμως, είναι σήμερα η παρουσία των θεσμών, και ιδίως του ΔΝΤ για το οποίο γίνεται πολύς λόγος, και πώς διαμορφώνονται πλέον οι δυναμικές;

Νομικό έρεισμα για τη παρουσία του ΔΝΤ σίγουρα υπάρχει, αφού με βάση το πλαίσιο που διέπει την παροχή βοήθειας από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης είναι απαραίτητη η συμμετοχή του ΔΝΤ σε πρόγραμμα βοήθειας για οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης, τουλάχιστον στο τεχνικό σκέλος. Το αν θα συμμετέχει το ΔΝΤ και στο χρηματοδοτικό σκέλος του προγράμματος βοήθειας αφορά το ίδιο και τη χώρα και κατά πόσο έχει ανάγκη την οικονομική βοήθεια και του ΔΝΤ. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην ελληνική περίπτωση, όπου καθώς φαίνεται οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες αλλά και οι πολιτικές δυναμικές στην ΕΕ, καθιστούν εξαιρετικά πιθανή τη συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ.

Αν και το ΔΝΤ έχει λειτουργήσει πολλές φορές δογματικά και αντιπαραγωγικά σε αρκετούς τομείς, ο ρόλος του κρίνεται από πολλούς ευρωπαίους πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές στις ΗΠΑ κομβικός για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Κι αυτό γιατί το ΔΝΤ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη του χρέους και ιδίως την ασφαλιστική δαπάνη, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και τη δυνατότητα του τραπεζικού κλάδου να αιμοδοτήσει και πάλι την ελληνική οικονομία. Επιπροσθέτως, η σκοπούμενη -έστω και περιορισμένη- χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι ευπρόσδεκτη από πολλές ευρωπαϊκές χώρες που θέλουν να μειώσουν το κόστος για τις δικές τους οικονομίες.

Ένας πρόσθετος λόγος που πολλοί επιθυμούν τη συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ αποτελεί το γεγονός, ότι οι εκθέσεις αξιολόγησης με τη σφραγίδα του ΔΝΤ είναι σαν «ευαγγέλιο» για τους επενδυτικούς οίκους. Οι περισσότεροι εξ αυτών δεν εμπιστεύονται τις εκθέσεις μόνο των ευρωπαϊκών οργάνων αφού θεωρούν, ότι πολλές φορές επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες. Όσοι μπορεί να μας δανείσουν στο μέλλον, οι «αγορές», έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα όσα αναφέρει το ΔΝΤ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι μετά τις σχετικές εκθέσεις του ΔΝΤ , η χώρα μπόρεσε το 2014 να αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές.

Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο ευρωπαϊκό πεδίο είναι αμείλικτη και χρειάζεται να υπάρχει πλήρης συνειδητοποίηση πολιτικών δυνάμεων και πολιτών, σε ποιο σκηνικό θα κινείται η χώρα το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία κερδίζει, δυστυχώς, έδαφος, έστω και αν δεν ομολογείται, το σενάριο Σόιμπλε, δηλαδή της οικειοθελούς (προσωρινής;) αποχώρησης της χώρας από το ευρώ ή -στην καλύτερη περίπτωση- κάποιοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει τις δηλώσεις αξιωματούχων και την αρθρογραφία εφημερίδων που απηχούν το κατεστημένο Βρυξελλών και Βερολίνου. Η εκπροσώπηση των ευρωπαϊκών οργάνων στην ομάδα που ασχολείται με το ελληνικό πρόγραμμα είναι σαφέστατα υποβαθμισμένη σε σχέση με το παρελθόν ενώ υπάρχει κόπωση από πολλούς που ασχολούνται εδώ και χρόνια με την ελληνική υπόθεση.

Οι «σκληροί» , δηλαδή εκείνοι που δεν ενστερνίζονται την μη αναστρεψιμότητα του ευρώ και θεωρούν, ότι αν αποβληθεί το ασθενές μέλος το ευρώ θα λειτουργήσει καλύτερα, είναι τελικά εκείνοι που εμφανίζονται τώρα ως «καλοί», αφού , σύμφωνα με μια πολιτικά μυωπική αντίληψη, μας αφήνουν να κάνουμε ό,τι θέλουμε στη φορολογία, την κοινωνική ασφάλιση, τη λειτουργία του κράτους και αν αυτά δεν αποδώσουν τότε ο αυτόματος μηχανισμός δημοσιονομικής διόρθωσης θα λύσει (;) το όποιο πρόβλημα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να επαληθευθούν οι ποσοτικοί στόχοι και όχι πώς θα αναταχθεί η ελληνική οικονομία. Δεν είναι τυχαίες οι δικαιολογημένες αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για την ευθύνη των εταίρων μας. Και αν τα σενάρια αυτά κόπασαν τώρα λόγω του επικείμενου δημοψηφίσματος στη Μεγ. Βρετανία και της έντασης του προσφυγικού προβλήματος, η στόχευση παραμένει, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και θα επανέλθουν με νέα ένταση μετά το καλοκαίρι.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται πλέον ως « ειδική περίπτωση» . Αυτός ο δρόμος, όμως, είναι ολισθηρός και θα μας οδηγήσει σε νέο αδιέξοδο. Καλοί και κακοί πάντα θα υπάρχουν. Κανείς, όμως, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε να μας βοηθήσει ούτε να μας καταστρέψει. Είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε τη δυναμική των πραγμάτων και με μια νέα κοινωνική και πολιτική συμμαχία να σταματήσουμε κάτι που σήμερα φαίνεται αναπόδραστο. Η δική μας σοβαρότητα, αξιοπιστία, το δικό μας ρεαλιστικό σχέδιο μπορούν να ανατάξουν κοινωνία και οικονομία.

Δημοφιλή