Τρίχες, κι άλλα αναντικατάστατα

Όταν δεν είχα μαλλιά δεν έβγαινα από το σπίτι». Είναι μία φράση που αντηχεί στα αυτιά μου από εκείνη τη μέρα. Και είναι η φράση που με οδήγησε να ξεκινήσω αυτό το μπλογκ. Για να δείξω ότι τα μαλλιά μου, ή μάλλον η έλλειψή τους, δεν με καθορίζει. Δε διαμορφώνει τη διάθεσή μου, ούτε το πόσο ανοιχτή ή κοινωνική είμαι. Δεν επηρεάζει το πώς βλέπω τον εαυτό μου, αν νιώθω όμορφη ή όχι, αν είμαι χαρούμενη ή λυπημένη, αν έχω ενέργεια και όρεξη για τη ζωή. Για να δείξω ότι η ζωή δεν τελειώνει με τον καρκίνο ούτε περιορίζεται σε ιατρικές επισκέψεις, νοσοκομειακές διανυκτερεύσεις, ενδοφλέβια φάρμακα και αμέτρητες εξετάσεις αίματος.
Julien Grondin via Getty Images

Είναι Πέμπτη απόγευμα. Μπαίνω στο κομμωτήριο. Έχω έρθει προετοιμασμένη με το μαντήλι μου στην τσάντα. Όπου και να κοιτάξω βλέπω μαλλιά. Λογικό να μου πεις αφού είμαι σε κομμωτήριο. Άλλες τα κόβουν, οι περισσότερες 3 με 4 δάχτυλα, οι πιο τολμηρές καρέ ή κοντά, τα ισιώνουν, τα κάνουν μπούκλες και τα βάφουν, και ξανά από την αρχή. Είναι μια διαδικασία που δε σταματάει ποτέ. Ή σχεδόν ποτέ.

Σήμερα, λοιπόν, ήρθα μετά από πολλούς μήνες στο κομμωτήριο. Κι εκεί που παλιά κάθε τέτοια επίσκεψη γινόταν με το ζόρι και αποτελούσε αποφάση ζωής το αν και πόσο θα κόψω τα ασυνήθιστα μακριά μαλλιά μου, τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δεν πήγαινα για να τα βάψω ή να τα κόψω, αλλά για να τα ξυρίσω. Η τελευταία χημειοθεραπεία έτσι όπως αποδείχτηκε ρίχνει και αυτή τα μαλλιά. Επειδή όμως είναι η τέταρτη φορά που υποβάλλομαι σε αυτή τη διαδικασία έχει γίνει πλέον ρουτίνα. Η λύση είναι απλή. Πέφτουν - πάω και τα ξυρίζω - φοράω το μαντήλι μου. Δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη ούτε επιλογή. Άλλωστε «μαλλιά είναι, ξαναβγαίνουν» όπως μου έλεγαν πάντα οι γιατροί μου.

Συνεννοούμαι με την υπεύθυνη και στη συνέχεια με αναλαμβάνει μία κομμώτρια σαν όλες τις άλλες. Κάθομαι στην καρέκλα και της λέω ότι θέλω να μου ξυρίσει τα μαλλιά εξηγώντας ότι κάνω μια θεραπεία που τα ρίχνει.

«Όλα;», με ρωτάει με απορρημένο βλέμμα.

«Ναι όλα. Τις τελευταίες μέρες μου μένουν στο χέρι καθε φορά που τα ακουμπάω και δεν μ'αρέσει αυτή η αίσθηση», της λέω με ένα αμήχανο χαμόγελο σκεπτόμενη που να κάθομαι τώρα να εξηγώ.

Ακούω τον ήχο της ξυριστικής μηχανής, παίρνω μια βαθιά ανάσα και λέω από μέσα μου «μαλλιά είναι ξαναβγαίνουν». Εκεί που πάει να ξεκινήσει όμως ξαφνικά σταματάει. Ξέρει πολλά για μαλλιά και χημειοθεραπείες. Όπως μαθαίνω έχει επιζήσει κι εκείνη από τον καρκίνο.

«Δεν θα στα ξυρίσω απλώς θα στα κόψω λίγο. Έτσι κι αλλιώς είναι αρκετά κοντά ήδη. Νομίζω ότι μπορούμε να τα σώσουμε», μου λέει με επιμονή. Διαφορετικά φάρμακα βέβαια, άλλος καρκίνος, όμως είναι πεπεισμένη πως μπορούμε με κάποιο μαγικό τρόπο να αναστρέψουμε την εξέλιξη.

Γιατί όμως ένας άνθρωπος να παλεύει να σώσει τα μαλλιά μου πιο πολύ και από εμένα την ίδια; Πρόκειται κυριολεκτικά για τρίχες, τη μία μέρα είναι εκεί, την άλλη όχι και στο τέλος ξαναβγαίνουν σαν να μην έπεσαν ποτέ. Πάνω στην προσπάθειά μου να καταλάβω το λόγο της επιμονής της, μου λέει κάτι που με σοκάρει προς στιγμήν:

«Εγώ όταν βρέθηκα στη θέση σου λίγους μήνες πριν και έπεσαν τα μαλλιά μου δεν έβγαινα σχεδόν καθόλου από το σπίτι μέχρι να μεγαλώσουν πάλι και να φαίνομαι φυσιολογική, πήρα άδεια απ' τη δουλειά για να αποφύγω τα αδιάκριτα βλέμματα, και δεν το μοιράστηκα με κανέναν, παρά μόνο με τους πολύ κοντινούς μου ανθρώπους. Αλήθεια δεν ξέρω πώς το κάνεις».

Το χαμόγελο που έχω καθόλη τη διάρκεια της συζήτησής μας παγώνει κι ενώ οι αντιρρήσεις μου είναι πολλές δεν βρίσκω το κουράγιο να απαντήσω. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί ένας άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται έτσι. Γιατί να πρέπει να μη ζει φυσιολογικά για το μόνο λόγο ότι έχει κάποια χρόνια ασθένεια που είναι ορατή στους τρίτους. Να νιώθει τόσο αμήχανα και άβολα, που να προτιμά να διακόψει τη ζωή του, να σταματήσει το χρόνο και να μπει σε μια γυάλα μακριά από όλους και όλα μέχρι να γίνει καλά. Πίστευα ότι ο καρκίνος έχει πάψει να είναι ταμπού εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά μάλλον έκανα λάθος.

«Όταν δεν είχα μαλλιά δεν έβγαινα από το σπίτι». Είναι μία φράση που αντηχεί στα αυτιά μου από εκείνη τη μέρα. Και είναι η φράση που με οδήγησε να ξεκινήσω αυτό το μπλογκ.

Για να δείξω ότι τα μαλλιά μου, ή μάλλον η έλλειψή τους, δεν με καθορίζει. Δε διαμορφώνει τη διάθεσή μου, ούτε το πόσο ανοιχτή ή κοινωνική είμαι. Δεν επηρεάζει το πώς βλέπω τον εαυτό μου, αν νιώθω όμορφη ή όχι, αν είμαι χαρούμενη ή λυπημένη, αν έχω ενέργεια και όρεξη για τη ζωή. Για να δείξω ότι η ζωή δεν τελειώνει με τον καρκίνο ούτε περιορίζεται σε ιατρικές επισκέψεις, νοσοκομειακές διανυκτερεύσεις, ενδοφλέβια φάρμακα και αμέτρητες εξετάσεις αίματος. Η ζωή συνεχίζεται και είναι στο χέρι μας να τη ζήσουμε στο έπακρον απαλλαγμένοι από όλες τις προκαταλήψεις και τα taboo που μας επιβάλλει άθελά της η κοινωνία μας.

Είναι Πέμπτη απόγευμα. Βγαίνω από το κομμωτήριο. Χωρίς το μαντήλι μου για πρώτη φορά, όχι γιατί «έσωσα» τελικά τα μαλλιά μου, αλλά επειδή δε φοβήθηκα να τα χάσω.

Διαβάστε περισσότερα στο scarsandscarves.com