Το ελληνικό Σύνταγμα και η λαϊκή κυριαρχία

Παρά τον ισχυρισμό ότι ο λαός είναι κυρίαρχος, το Σύνταγμα που θεσπίσθηκε από τους πολιτικούς στερεί από το λαό το κυρίαρχο δικαίωμά του να θεσπίζει νόμους - όταν οι πολιτικοί αγνοούν την βούληση του λαού - και να ανακαλεί νόμους που έχουν θεσπισθεί από τους πολιτικούς και δεν «υπάρχουν υπέρ αυτού». Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι το κόμμα που κυβερνά, κερδίζοντας τις εκλογές, αντιπροσωπεύει τη δημοκρατική βούληση του λαού. Αλλά ακόμη και αν το κυβερνών κόμμα, ή συνασπισμός, έχει λάβει πάνω από το 50% της λαϊκής ψήφου, αυτό δεν είναι εντελώς αληθές - ο συνασπισμός που σήμερα κυβερνά την Ελλάδα έλαβε μόνο το 39% των ψήφων.
De Agostini / S. Vannini via Getty Images

Η δικαιοσύνη απαιτεί δημοκρατία, που σημαίνει ο λαός είναι κυρίαρχος - ο λαός νομοθετεί, τηρεί τους νόμους που θεσπίζει, και είναι υπεύθυνος των πράξεων του.

Στην Ελλάδα, μητέρα της δημοκρατίας, το άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζει: «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

Αν και το Σύνταγμα ορίζει ότι η κυβέρνηση βασίζεται στην κυριαρχία του λαού, και όλες οι εξουσίες πηγάζουν από και προς όφελος του λαού, όπως δείχνει η εμπειρία, η άσκηση αυτών των εξουσιών από την κυβέρνηση «όπως ορίζει το Σύνταγμα» περιορίζει την κυριαρχία του λαού και δεν εγγυάται ότι αυτές οι εξουσίες πάντα «υπάρχουν υπέρ αυτού».

Το πρώτο Σύνταγμα της σύγχρονης Ελλάδας θεσπίσθηκε το 1822 και από τότε έχει αναθεωρηθεί πολλές φορές. Η τελευταία αναθεώρηση έγινε το 2008. Με την εξαίρεση ενός αριθμού δημοψηφισμάτων για την διατήρηση ή κατάργηση, ή αποκατάσταση της μοναρχίας, και του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 1973 - όπου ο λαός, κάτω από δικτατορικό καθεστώς, ρωτήθηκε αν είναι υπέρ ή κατά του συντάγματος που συνέταξε η δικτατορία των συνταγματαρχών - ο λαός δεν έχει ρωτηθεί εάν εγκρίνει ή απορρίπτει τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος.

Το άρθρο 110 του Συντάγματος ορίζει: «H ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Bουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών... Mε την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Aφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Bουλή, η επόμενη Bουλή...αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις».

Προτάσεις για αναθεώρηση υποβάλλονται μόνο από τα μέλη του Κοινοβουλίου, το Κοινοβούλιο αποφασίζει ποιες προτάσεις θα συζητηθούν, και η κυβερνητική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο αποφασίζει ποιες προτάσεις υιοθετούνται. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι προτεινόμενες αναθεωρήσεις αντιπροσωπεύουν όχι μόνο την εμπειρία ή τις επιθυμίες των βουλευτών, αλλά και την λαϊκή θέληση. Εύκολα όμως μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό δεν αληθεύει αναγκαστικά. Ένα από τα παραδείγματα που έχουν τις μεγαλύτερες συνέπειες και εκτεταμένη δημοσιότητα είναι η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης.

Το άρθρο 85 του Συντάγματος ορίζει: «Tα μέλη του Yπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Yφυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Kυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Yπουργών».

Το Σύνταγμα επιτρέπει στο Κοινοβούλιο να θεσπίζει ειδικούς νόμους για την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Έχει υποστηριχθεί ότι οι ειδικές νομικές ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης επιβάλλονται από την ανάγκη προστασίας τους από αδικαιολόγητες νομικές προσφυγές που κάνουν προβληματική την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό είναι λογικό, αλλά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για να τους παρέχεται σχεδόν νομική ασυλία.

Το Σύνταγμα είναι κατάσπαρτο με το «όπως ορίζει ο νόμος», που δίνει το δικαίωμα στη κάθε κυβέρνηση να ερμηνεύει με νόμους της βασικές διατάξεις του Συντάγματος όπως την «βολεύει».

Το άρθρο 86 του Ελληνικού Συντάγματος ορίζει:

1.Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα ... κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει...

2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση... δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής...

3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της...συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής... εισάγεται στην Oλομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης...Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την... αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος...η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.

Υπουργός, ή υφυπουργός, που κατηγορείται για ποινική πράξη είναι μέλος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που έχει συμφέρον να μην περάσει το ψήφισμα για την «δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά» του κατηγορουμένου. Η πλειοψηφία της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που συγκροτείται από το κοινοβούλιο για την διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ανήκει στο κυβερνών κόμμα, και τα πορίσματα της επιτροπής υποβάλλονται στην Ολομέλεια της Βουλής - όπου επίσης επικρατεί η κυβερνητική πλειοψηφία - «η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης». Επιπλέον, η πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο «μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία». Οι παραπάνω Συνταγματικές διατάξεις παραβιάζουν επανειλημμένα βασικές αρχές της δικαιοσύνης - αμεροληψία, διαφάνεια και ισότητα ενώπιον του νόμου - και προβάλλουν πολλαπλά εμπόδια στην απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις εγκληματικών πράξεων μελών της κυβέρνησης.

Τον Μάιο του 2005, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Δένδιας δήλωσε: «Τόσο η υπάρχουσα νομική ρύθμιση όσο και το άρθρο 86 του Συντάγματος αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα». Το σχετικό άρθρο αναφέρει ότι οι συνταγματικές διατάξεις «σε συνδυασμό με τη «συνήθη πρακτική» της Βουλής παρέχουν, επί της ουσίας, ατιμωρησία στους πολιτικούς».

Τον Μάιο του 2006, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Βαρβιτσιώτης αναφερόμενος στο άρθρο 86 του Συντάγματος έγραψε: « θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο...Είναι προφανές ωστόσο ότι αν ο «εγκαλούμενος» υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, τότε η λήψη αποφάσεως της Βουλής, τόσο για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση όσο και την τελική κρίση για τη δίωξη, καθίσταται σχεδόν αδύνατη... οι διατάξεις που ισχύουν σήμερα παραβιάζουν κάθε έννοια ισότητας και δικαίου και αντίκεινται στην ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, το οποίο δεν ανέχεται την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων... Στις προτάσεις της κυβερνήσεως για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 86».

Στις 13 Απριλίου 2011, σε ομιλία του στο Κοινοβούλιο, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης αναφερόμενος στο νόμο για την ευθύνη των υπουργών της κυβέρνησης, δήλωσε:«το νομοσχέδιο για την τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών... είναι αποτέλεσμα πάνδημου αιτήματος... προφανείς πολιτικοί, ηθικοί και νομικοί λόγοι επιβάλλουν στην Κυβέρνηση, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο να ανταποκριθούν στο αίτημα του ελληνικού λαού... προκειμένου να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της διαφθοράς και να εγκαθιδρυθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό κανόνας διαφάνειας στη δημόσια ζωή... Αποτελεί εσωτερική αντίφαση της επιλογής που έχουμε κάνει διαχρονικά. Όσο λαμπρή συνείδηση και να διαθέτουν οι Βουλευτές, δεν παύουν να είναι μέλη κομμάτων. Άρα, ακόμα και με έναν αθέλητο τρόπο μπορεί να δεσμεύονται από την κομματική εντολή ή την κομματική υποχρέωση. Η κοινοβουλευτική διαδικασία, όταν επιχειρείται να μετατραπεί σε δικαστική, ενέχει τον κίνδυνο να πρυτανεύσει όχι το κριτήριο του κρίνοντος δικαστικού λειτουργού, αλλά του κρίνοντος Βουλευτή που δεσμεύεται από την κομματική πειθαρχία. Αυτή την αντινομία στο Σύνταγμα πρέπει να άρουμε». Οι δηλώσεις αυτές αναγνωρίζουν το αγνοούμενο από τους πολιτικούς έντονο αίτημα του λαού, και παρουσιάζουν εύγλωττα τη λογική βάση της ανάγκης τροποποίησης των διατάξεων του Συντάγματος για την ευθύνη των μελών της κυβέρνησης.

Αν και το άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία», και «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού», το άρθρο 73 ορίζει: «Το δικαίωμα πρότασης νόμων ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση».

Παρά τον ισχυρισμό ότι ο λαός είναι κυρίαρχος, το Σύνταγμα που θεσπίσθηκε από τους πολιτικούς στερεί από το λαό το κυρίαρχο δικαίωμά του να θεσπίζει νόμους - όταν οι πολιτικοί αγνοούν την βούληση του λαού - και να ανακαλεί νόμους που έχουν θεσπισθεί από τους πολιτικούς και δεν «υπάρχουν υπέρ αυτού».

Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι το κόμμα που κυβερνά, κερδίζοντας τις εκλογές, αντιπροσωπεύει τη δημοκρατική βούληση του λαού. Αλλά ακόμη και αν το κυβερνών κόμμα, ή συνασπισμός, έχει λάβει πάνω από το 50% της λαϊκής ψήφου, αυτό δεν είναι εντελώς αληθές - ο συνασπισμός που σήμερα κυβερνά την Ελλάδα έλαβε μόνο το 39% των ψήφων.

Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κάθε κόμμα υπόσχεται στους ψηφοφόρους, εάν εκλεγεί, την υλοποίηση ενός πακέτου προτάσεων και μια ιδεολογία που θα καθοδηγεί το έργο του ως κυβέρνηση (νομοθετική, εκτελεστική). Οι ψηφοφόροι, κατ' ανάγκη, αποφασίζουν με βάση το πακέτο και την ιδεολογία, αν και μπορεί να μη συμφωνούν με όλα τα στοιχεία του πακέτου ή της ιδεολογίας. Επίσης, από τη φύση των πραγμάτων, το πακέτο που παρουσιάζεται στους ψηφοφόρους δεν μπορεί να περιλαμβάνει απρόβλεπτες εξελίξεις. Όπως επιβεβαιώνει η εμπειρία, οι πολιτικοί, όταν εκλέγονται, επωφελούνται του γεγονότος ότι θα κριθούν με βάση το πακέτο και παίρνουν μέτρα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους μέχρι το σημείο που θεωρούν ότι δεν θα διακινδυνεύσει η επανεκλογή τους.

Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ο όρος «κομματοκρατία» για να εκφρασθεί η απόλυτη διαφθορά της δημόσιας ζωής από τα πολιτικά κόμματα. Τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, η δημόσια ζωή στην Ελλάδα, σε όλα τα επίπεδα, έχει οργανωθεί γύρω από τα πολιτικά κόμματα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της τάξης των πολιτικών και εκείνων που επωφελούνται από αυτά. Το μόνο μέσο που παραμένει στο λαό για τον έλεγχο της τιμιότητας των πολιτικών και για την εγγύηση ότι «όλες οι εξουσίες... υπάρχουν υπέρ αυτού» είναι η άμεση εξάσκηση του κυριαρχικού του δικαιώματος να νομοθετεί, όταν αγνοείται από τους πολιτικούς, και να ανακαλεί κυβερνητικές πράξεις, νομοθετικές και εκτελεστικές, που δεν είναι σύμφωνες με την βούληση του.

Φυσικά, δημοκρατία και άμεση εξάσκηση της λαϊκής κυριαρχίας απαιτούν πληροφορημένους πολίτες που κρίνουν και αποφασίζουν μετά από ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, με συνείδηση της ευθύνης που φέρνουν σαν μέλη της κοινωνίας τους, και με ανεξαρτησία από κομματικές προτιμήσεις όταν άμεσα εξασκούν το δικαίωμα της λαϊκής κυριαρχίας.

Δημοφιλή