Τι λένε οι διεθνολόγοι;

Για να μπορέσει όμως η Ελλάδα να αποκομίσει κάτι από αυτή την αναδιανομή ισχύος χρειάζεται υπερκομματική, εθνική εξωτερική πολιτική, σταθερή και αμετάβλητη στην οποία θα συμφωνήσει το πολιτικό σύστημα χωρίς εξαιρέσεις και θα την υπηρετήσει στο διηνεκές. Θα μπορούσε ήδη να έχει προχωρήσει ορισμένα θέματα, όπως η ολοκλήρωση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, και η αποκατάσταση της ισορροπίας στη Θράκη όπου διακομματικά γίνονται ανεκτές οι εθνικιστικές-αυτονομιστικές φωνές, με απροκάλυπτο στόχο τη συγκέντρωση ψήφων κι εκλογικής δύναμης. Εν τούτοις προαπαιτούμενο για να επιτευχθεί η έξοδος από το τέλμα είναι το πολιτικό προσωπικό να θέτει υψηλούς στόχους και να οραματίζεται τη χώρα με αναδιαρθρωμένο και σοβαρό ύφος, ισότιμο εταίρο των πρωτοπόρων κρατών της Δύσης.
Hemera Technologies via Getty Images

Οι εξελίξεις στην Τουρκία έχουν προβληματίσει τον δυτικό συνασπισμό, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο ΝΑΤΟ λόγω της εσωτερικής κρίσης η οποία θέτει εν αμφιβόλω ή εν πάσει περιπτώσει περιορίζει δραστικά την ικανότητα αμυντικής αντίδρασης της χώρας κι εξυπηρέτησης των συμμαχικών αναγκών. Είναι γνωστό ότι η Τουρκία καταλαμβάνει μία κομβική γεωγραφική θέση που περιλαμβάνει το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, την πύλη για τη Μέση Ανατολή και το Ιράν, την Ανατολική Μεσόγειο και τον δρόμο για τις ενεργειακές πηγές της Κασπίας. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, έχει αναπτύξει από την ίδρυσή της μια ειδική σχέση με τη Δύση και πιο πολύ με τις ΗΠΑ, που της παρείχαν ως αντάλλαγμα ειδική μεταχείριση σε πολιτικά θέματα και άφθονες διευκολύνεις για την απόκτηση πολεμικού εξοπλισμού, αν και αυτός τις περισσότερες φορές δεν χρησιμοποιήθηκε για αμυντικούς σκοπούς.

Στο πλαίσιο αποτίμησης των συνεπειών του πραξικοπήματος που έλαβε χώρα πριν λίγες ημέρες, οι Έλληνες διεθνολόγοι που έχουν αναφερθεί στο θέμα εκφράζουν την ίδια άποψη: τα γεγονότα που ακολουθούν την αποτυχία του πραξικοπήματος θα μεταβάλλουν τη φυσιογνωμία της Τουρκίας γεννώντας ευκαιρίες και προκλήσεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ο Τζιαμπίρης, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι θα επικρατήσει ο αυταρχισμός σε μια ισλαμικού τύπου δημοκρατία με μια κοινωνία βαθιά διχασμένη και ότι η κρίση θα επιδεινώσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με συνέπεια οι πυρηνικές κεφαλές που βρίσκονται στο Ιντσιρλίκ να πρέπει να μεταφερθούν εκτός Τουρκίας.

Ο Κουσκουβέλης, ο οποίος είχε προβλέψει το πραξικόπημα ήδη από τον Μάιο, επισημαίνει ότι πλέον «ο δυτικός κόσμος θα πρέπει να στηριχθεί όλο και περισσότερο στα ασφαλή και δημοκρατικά κράτη της περιοχής, δηλαδή στο Ισραήλ, στην Κύπρο και στην Ελλάδα.» Ο Ντόκος από την πλευρά του υπογραμμίζει ότι ο Ερντογάν θα επιδιώξει να αυξήσει την ισχύ του όμως αυτό θα επιφέρει εσωτερικούς τριγμούς που θα δοκιμάσουν τη συνοχή και τη σταθερότητα της τουρκικής κοινωνίας, με πιθανές συνέπειες για την Ελλάδα, ιδιαίτερα στο προσφυγικό.

Η Δύση φλέρταρε για χρόνια με την Τουρκία. Τώρα όμως, είναι πλέον οφθαλμοφανές ότι η Ελλάδα είναι ο αξιόπιστος σύμμαχος και το ουσιαστικό σύνορο του Δυτικού κόσμου. Οι επιστήμονες συγκλίνουν σε πολλά χαρακτηριστικά όπως ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης, σύμμαχος στο ΝΑΤΟ που πληροί στο ακέραιο τις συμβατικές της υποχρεώσεις, καθώς επίσης μια εμπεδωμένη και ισχυρή δημοκρατία όπου παρά τη σφοδρή κρίση (και τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος) οι απαντήσεις δόθηκαν μόνο μέσω ελεύθερων εκλογών.

Έτσι, αυτό που μας λένε στην ουσία είναι ότι δίνεται στην Ελλάδα μια νέα ευκαιρία να ανατιμήσει τη γεωπολιτική της αξία και να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με τους ισχυρούς. Ενώ η περιοχή μας εισέρχεται σε φάση αστάθειας ή έστω ανασφάλειας, εμείς ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, μπορούμε να καλύψουμε το κενό που δημιουργείται και να δεχτούμε αντίστοιχα την υποστήριξη των συμμάχων μας σε διάφορους τομείς.

Το προσφυγικό ζήτημα (στο οποίο η Ελλάδα έδειξε υπεύθυνη στάση), ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, η ουκρανική κρίση, η πορεία των Δυτικών Βαλκανίων και σε δεύτερη φάση το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και οι σχέσεις με την Κίνα απαιτούν εγρήγορση και αποφασιστικότητα. Η Δύση χρειάζεται την Ελλάδα όσο ποτέ, όχι μόνο ως αξιόπιστο εταίρο αλλά και ως οργανικό μέλος της.

Για να μπορέσει όμως η Ελλάδα να αποκομίσει κάτι από αυτή την αναδιανομή ισχύος χρειάζεται υπερκομματική, εθνική εξωτερική πολιτική, σταθερή και αμετάβλητη στην οποία θα συμφωνήσει το πολιτικό σύστημα χωρίς εξαιρέσεις και θα την υπηρετήσει στο διηνεκές. Θα μπορούσε ήδη να έχει προχωρήσει ορισμένα θέματα, όπως η ολοκλήρωση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, και η αποκατάσταση της ισορροπίας στη Θράκη όπου διακομματικά γίνονται ανεκτές οι εθνικιστικές-αυτονομιστικές φωνές, με απροκάλυπτο στόχο τη συγκέντρωση ψήφων κι εκλογικής δύναμης.

Εν τούτοις προαπαιτούμενο για να επιτευχθεί η έξοδος από το τέλμα είναι το πολιτικό προσωπικό να θέτει υψηλούς στόχους και να οραματίζεται τη χώρα με αναδιαρθρωμένο και σοβαρό ύφος, ισότιμο εταίρο των πρωτοπόρων κρατών της Δύσης. Να μπορούν δηλαδή οι ιθύνοντες να δουν την πατρίδα τους με σεβασμό και στρατηγική στόχευση, όχι ως κράτος-παρία, το φτωχό συγγενή που σέρνεται πίσω από το άρμα την «εταίρων» του με το χέρι απλωμένο για βοήθεια.

Δυστυχώς, στα πολιτικά γραφεία επικρατεί αποστροφή για την εξωτερική πολιτική. Οι σπιθαμιαίοι εκπρόσωποι του λαού εμφορούνται είτε από γεωπολιτικό αναλφαβητισμό κι έλλειψη τόλμης είτε από μεταμοντέρνο διεθνισμό κι ανικανότητα, με αποτέλεσμα οι φαύλες ηγεσίες να προτείνουν την περαιτέρω απομόνωση της Ελλάδας μέχρις ότου επιλυθεί τάχα το δημοσιονομικό. Τα φλύαρα επικοινωνιακά επιτελεία δε διστάζουν να γελοιοποιήσουν κι άλλο τους κομματικούς μηχανισμούς τους με πολιτικές κοκορομαχίες λυκειακού ύφους, αλλά δεν έχουν τίποτα να πουν για το διεθνές πρόσωπο της χώρας. Τις ευκαιρίες καλούνται να διαχειριστούν δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.

Δημοφιλή