Πως θα (παρα)πληροφορούμαστε στο μέλλον;

Οι νέες ηλικιακές ομάδες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την τηλεόραση, όταν πρόκειται για την ενημέρωση τους. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, εξάλλου, κινούνται κάπου στον κυβερνοχώρο και, αμφισβητώντας τα παραδοσιακά Μέσα, μέσα στη γενικότερη αμφισβήτηση των όσων οι προηγούμενες γενιές τους παρέδωσαν, καταφεύγουν εκεί για την ενημέρωση τους- εκεί είναι πιο πιθανό να βρουν πολυφωνία, άλλωστε.
AFP via Getty Images

«Σου 'πα τις ειδήσεις τις έχουν κανάλια και τα κανάλια αφεντικά»

Αυτό τραγουδούν οι Social Waste, στο «Τι άλλο να κάνω», που απευθύνεται σε σένα, «μήπως και πάψεις να ακούς τους από πάνω...», όπως λένε.

Πράγματι, όσο κι αν μερικές φορές αδυνατούμε να το συνειδητοποιήσουμε, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα- έτσι είχαν πάντοτε, έτσι θα έχουν. Τα δημοσιογραφικά Μέσα- είτε πρόκειται για τηλεοπτικούς ή ραδιοφωνικούς σταθμούς, για εφημερίδες και περιοδικά, διαδικτυακές σελίδες και πλατφόρμες- είναι εταιρείες, επιχειρήσεις, αν προτιμάτε, και ως τέτοιες λειτουργούν, ακόμη και αν το κάνουν σε σαφέστατα μεγαλύτερο βαθμό από ότι κάποιοι κρίνουμε πως θα έπρεπε.

Αλλά, δεν διαφέρουν ουσιαστικά από ένα φούρνο, ένα κομμωτήριο ή μια λογιστική εταιρία. Ούτε από ένα περίπτερο, μια καφετέρια, μια ναυτιλιακή. Στο τέλος του μήνα, οι εργοδότες καλούνται να ανταποκριθούν στα ίδια ζητήματα: ενοίκια, μισθοί, ασφαλίσεις, πάγια και λειτουργικά έξοδα. Ανταγωνισμός, μια πίτα που διαρκώς μικραίνει, εγχώρια οικονομική ανασφάλεια.

Το ενδιαφέρον στην περίπτωση των επιχειρήσεων του χώρου της δημοσιογραφίας, δεν έχει να κάνει με το ότι ανήκουν, δηλαδή έχουν ιδιοκτήτες που ο καθείς τους αφήνει το δικό του στίγμα, όπως σε κάθε επαγγελματικό κλάδο και τομέα. Ούτε με το είδος των ιδιοκτητών αυτών- το ότι, δηλαδή, ο ιδιοκτήτης ενός δημοσιογραφικού οργανισμού είναι πιθανό να έχει άλλου είδους διασυνδέσεις, επιθυμίες και επιδιώξεις, ακόμη, από τον γείτονα φούρναρη και να του αντιστοιχεί ή να διεκδικεί μια τελείως διαφορετική θέση στη συλλογική ζωή, την εξέλιξη και διαμόρφωση αυτής.

Το ενδιαφέρον, όσον αφορά την ύπαρξη και λειτουργία ενός Μέσου, αφορά το προϊόν που παράγει: προϊόν του Μέσου, λοιπόν, δεν αποτελεί το δημοσιογραφικό και πρωτογενές έργο που παράγει, όπως θα πίστευε ίσως κανείς. Εφόσον το εισόδημα ενός Μέσου προέρχεται κατά κύριο λόγο μέσω των διαφημίσεων, προϊόν του Μέσου αποτελεί το κοινό του. Με βάση το ύψος και τον όγκο του κοινού, καθώς και τα επιμέρους χαρακτηριστικά αυτού, μπορεί ένα Μέσο και διαπραγματεύεται με τους δυνάμει διαφημιζόμενους. Αυτά, όπως και άλλα πολλά, πολύ ενδιαφέροντα, τα εξηγεί αναλυτικά ο Μπολζ στο «Αλφαβητάρι του των Μέσων», στο οποίο αξίζει γενικότερα να ανατρέξει κανείς.

Είναι, όμως, από μόνο του μεμπτό, το γεγονός πως τα σύγχρονα Μέσα ανήκουν σε ιδιοκτήτες ή εκπροσωπούν συγκεκριμένες θέσεις και απόψεις; Σε πρώτη φάση, θα λέγαμε όχι. Ίσα-ίσα. Από τον Στόχο και το Μακελειό ή την Ακρόπολη, στη Ροσινάντε και την Άπατρις, στο Ριζοσπάστη και την Αυγή ή το Δρόμο της Αριστεράς και την συνεταιριστική Εφημερίδα των Συντακτών, από την Espresso και το Πρώτο Θέμα ή τις τόσες- τόσο υπερβολικά πολλές- αθλητικές, τα Νέα, το Βήμα και την Καθημερινή, και τόσες άλλες εφημερίδες και ακόμη περισσότερα διαδικτυακά Μέσα που υπάρχουν, στην Ελλάδα, θα έλεγε κανείς, είναι δυνατόν να βρεθούν -σχεδόν- τα πάντα. Αυτό, παρά τα γενικότερα κακώς κείμενα, που διέπουν την εγχώρια δημοσιογραφία, είναι θετικό.

Το ζήτημα προκύπτει, όμως, όταν παρατηρούνται εικόνες όπως εκείνες που αποτυπώθηκαν- ή, επιβλήθηκαν, σωστότερα- στους τηλεοπτικούς δέκτες μιας ολόκληρης χώρας, τις ημέρες που ακολούθησαν την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, έως και την περίφημη Κυριακή, της κοινής απόφασης με τους δύο διαφορετικούς τρόπους. Τα παραδοσιακά ισχυρά Μέσα της χώρας, εκείνα που χαρακτηρίζονται ενίοτε «καθεστωτικά» ή «συστημικά», ανάλογα με την ένταση της εκάστοτε αναφοράς, φέρθηκαν στο προϊόν τους- τους καταναλωτές δημοσιογραφικού υλικού- με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Σκληρά, βίαια, σαδιστικά. Ήταν σαν ένας τσοπάνης να βιαιοπραγεί στα πρόβατα του- ανεξέλεγκτα, ανελέητα, δίχως παύση, τέλος, έλεος.

Από τις εικόνες από άλλες χώρες- ή και εγχώριες, αλλά από περασμένα έτη- που προβλήθηκαν, μέχρι την εμφανέστατη και συντεταγμένη, ανησυχητικά συνεπή προσπάθεια πρόκλησης σύγχυσης και διάχυσης της ανασφάλειας, και από την επιλεκτική αφοσίωση προσοχής, ενδιαφέροντος, κριτικής και προβληματικής σε ζητήματα που θα υποστήριζαν και θα επέβαλαν την πλευρά του «ΝΑΙ», έως την μετάδοση ψευδών ειδήσεων, ακόμη και μετά την επίσημη διάψευσή τους- που στα γραφεία σύνταξης κανείς δεν θα μπορούσε να αγνοεί- τα ιδιωτικά κανάλια φέρθηκαν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο στο προϊόν τους: δίχως κανένα ηθικό φραγμό, εκμεταλλευόμενα την θέση τους έναντι του, συνειδητά και αξιοποιώντας όλες τους τις δυνάμεις, τού άσκησαν βία, τον τρομοκράτησαν.

Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, ασταμάτητα και ανελέητα. Εικοσι-τόσες ώρες το 24ωρο όπως κοκορεύονταν οι υπάλληλοι ενός τηλεοπτικού σταθμού. Και, αν έχει γίνει γραφικό, εν έτει 2015 να μιλάμε για την «5η εξουσία», για προπαγάνδα και διεφθαρμένα Μέσα, είναι η εικόνα αυτή της απανθρωπιάς, που καθιστά την εναντίωση σε κάθε τέτοιου είδους πρακτικές, απαραίτητη. Γιατί, είναι θεμιτό να κάνεις τα χατήρια του εργοδότη σου- αυτό κάνει και ο περιπτεράς και κομμωτής που αναφέραμε παραπάνω και σχεδόν κάθε άνθρωπος στον πλανήτη. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά, όμως: αξιοπρέπειας και αξιοσεβασμού, ευαισθησίας και τιμής. Γιατί;

Γιατί, είναι απάνθρωπο και τίποτε λιγότερο, να τρομοκρατείς τα ηλικιωμένα γεροντάκια της επαρχίας ή και των πόλεων, επειδή ξέρεις πως θα αρκεστούν σε εσένα για την ενημέρωση τους και, άρα, τη διαμόρφωση της άποψης τους. Είναι ανήθικο να επιβάλεις την ανησυχία, το άγχος, το φόβο, σε ψυχές που έχουν ήδη δει και περάσει πολλά, απλά επειδή αυτό εξυπηρετεί τη δική σου σκοπιά των πραγμάτων. Είναι κατάπτυστο και ντροπιαστικό να χειραγωγείς με τον τρόπο αυτό ανθρώπους που σου χαρίζουν την εμπιστοσύνη τους, να επιτίθεσαι ενάντια στην ψυχική τους ισορροπία, μόνο και μόνο για να έχεις το αποτέλεσμα που θες. Και, κυρίως, είναι αναξιοπρεπές να διαπράττεις αυτά κατά την τέλεση ενός λειτουργήματος- γιατί, αυτή είναι η ειδοποιός σου διαφορά με τον κομμωτή: αυτός προσφέρει απλά μια υπηρεσία, και τέλος.

Εν τούτοις, οι τηλεοπτικοί σταθμοί αυτής της χώρας, σε λίγα χρόνια θα έχουν πιθανότατα απωλέσει την πλειοψηφική τους ισχύ, δίκαια και με δική τους ευθύνη. Κάποτε, ήταν σημάδι ευημερίας όταν μια οικογένεια διέθετε περισσότερες από μία τηλεοράσεις- μία για το σαλόνι, μια για την κουζίνα, μια για το δωμάτιο των παιδιών, λέγαμε, στα χρόνια της ευμάρειας- σταδιακά, όμως, της μόδας γίνεται η απουσία της από κάποιο σπίτι, η προστασία από αυτή. Οι νέες ηλικιακές ομάδες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την τηλεόραση, όταν πρόκειται για την ενημέρωση τους. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, εξάλλου, κινούνται κάπου στον κυβερνοχώρο και, αμφισβητώντας τα παραδοσιακά Μέσα, μέσα στη γενικότερη αμφισβήτηση των όσων οι προηγούμενες γενιές τους παρέδωσαν, καταφεύγουν εκεί για την ενημέρωση τους- εκεί είναι πιο πιθανό να βρουν πολυφωνία, άλλωστε. Οι μεγαλύτερες «μαθαίνουν», επίσης, εξοικειώνονται- κι αν δεν «μαθαίνουν», όμως, είναι γεγονός πως τούς μένουν στον πλανήτη αυτό, πλέον, λιγότερα χρόνια από εκείνα που ήδη έζησαν.

Έτσι, ενώ το ενδιαφέρον παγκοσμίως μετακινείται στο Διαδίκτυο και, ενώ το ραδιόφωνο από πλευράς του τηρεί την θέση που σταθερά κατέχει στις δεκαετίες, μέσα στο χάος και την ένταση των ημερών, ένα μονάχα ερώτημα προκύπτει, κι ας μην υπάρχει απάντηση: πως θα είναι η πληροφόρηση και η παραπληροφόρηση στο μέλλον;

Οι νέες γενιές της Ελλάδας τα είδαν, τα βίωσαν, με τον πλέον ωμό και απροκάλυπτο τρόπο. Το «προϊόν» μεταβάλλεται, το «προϊόν» τρομοκρατήθηκε, το «προϊόν» θα διατρανώσει κάποτε, ίσως, πως δεν θέλει να είναι «προϊόν» άλλο- κανένα πρόβατο δεν θέλει να του φέρεται έτσι ο τσοπάνης. Όταν εκείνοι θα είναι ηλικιωμένοι, λοιπόν, πως θα ασκείται τότε η παραπληροφόρηση; Ποιες μέθοδοι θα έχουν εφευρεθεί, προκειμένου να επιβάλλονται τότε τα συμφέροντα, από τα ισχυρά Μέσα της εποχής;

Ερώτημα δίχως απάντηση, προς το παρόν. Με πολλές, ωστόσο, προεκτάσεις. Και το ερώτημα είναι: η διεύρυνση των πληροφοριών και ειδήσεων και η δυνατότητα μετάδοσης και πρόσβασης σε αυτές, ταχύτατα, θα αποτελέσει ανάχωμα- πολυφωνίας, ευστάθειας, αντικειμενικότητας;

Δημοφιλή