Η φιλελεύθερη προσέγγιση της αναθεωρητικής διαδικασίας

Αν η αναθεωρητική διαδικασία μεταφερθεί στο επίπεδο της κοινωνίας, δεν προσβάλλεται απλά η υπάρχουσα πρακτική. Όχι. Είναι πολύ βαθύτερο. Κλονίζεται μια βασική παραδοχή της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας: ότι η κοινωνία αποτελείται από συμπαγείς κοινωνικές ομάδες με τόσο αντικρουόμενα συμφέροντα, που αν αφεθούν ελεύθερες, θα αλληλοσπαραχθούν. Είναι επομένως προς το συμφέρον όλων, το πεδίο των αντιπαραθέσεων να μην βρίσκεται στο επίπεδο της κοινωνίας, αλλά σε εκείνο του κράτους. Εκεί, η κοινωνία αναθέτει στους «καλύτερους» εκπροσώπους των μειονοτήτων να αντιπαρατεθούν αντί αυτής, σε ένα ανώτερο, μη βίαιο κανονιστικό πλαίσιο.
sooc

Ο κ. Μανιτάκης είναι πολύ, πολύ θυμωμένος. Το πρόσφατο άρθρο του για την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος ξεχειλίζει από οργή :

«Γελοιοποίηση», «ασέβεια», «ταπείνωση της Βουλής». «Όλα αυτά, [...] αν δεν είναι τραγελαφικά και ασυνάρτητα, και τα πάρει κανείς στα σοβαρά, τότε αποτελούν μια ανοιχτή πρόκληση».

Στη γλώσσα των ακαδημαϊκών, τα πιο πάνω είναι το αντίστοιχο του να κατεβάζεις καντήλια. Προφανώς, με το που η συζήτηση μεταφέρθηκε από το περιεχόμενο του Συντάγματος στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνονται οι αναθεωρήσεις, κάτι θεμελιακό εξέγειρε τον πρώην υπουργό.

Δε μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Και διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το κείμενο για να καταλάβω, νομίζω ότι βρήκα την πηγή της οργής. Αν η αναθεωρητική διαδικασία μεταφερθεί στο επίπεδο της κοινωνίας, δεν προσβάλλεται απλά η υπάρχουσα πρακτική. Όχι. Είναι πολύ βαθύτερο. Κλονίζεται μια βασική παραδοχή της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας: ότι η κοινωνία αποτελείται από συμπαγείς κοινωνικές ομάδες με τόσο αντικρουόμενα συμφέροντα, που αν αφεθούν ελεύθερες, θα αλληλοσπαραχθούν. Είναι επομένως προς το συμφέρον όλων, το πεδίο των αντιπαραθέσεων να μην βρίσκεται στο επίπεδο της κοινωνίας, αλλά σε εκείνο του κράτους. Εκεί, η κοινωνία αναθέτει στους «καλύτερους» εκπροσώπους των μειονοτήτων να αντιπαρατεθούν αντί αυτής, σε ένα ανώτερο, μη βίαιο κανονιστικό πλαίσιο.

Με βάση αυτή την παραδοχή, η οποιοδήποτε προσφυγή της εξουσίας στη λαϊκή βούληση φαίνεται ως υπεκφυγή στην καλύτερη περίπτωση, και ως καταστροφή στην χειρότερη, αφού αντιτίθεται στην αρχή ότι το φιλελεύθερο κράτος βρίσκεται εκεί για να απαλύνει τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις κι όχι για να τις «προκαλεί» ή να τις «διεγείρει».

Τι κι αν η προτεινόμενη διαδικασία οριοθετηθεί από το ίδιο το πολιτικό σύστημα, τι κι αν οι προτάσεις των πολιτών παραδοθούν στα κόμματα για να ακολουθηθεί το γράμμα του Συντάγματος, το κακό θα έχει ήδη γίνει.

Η προσέγγιση όμως αυτή δε βασίζεται στη λογική, ούτε στη ρεαλιστική αποτίμηση του τι γίνεται γύρω μας στην Ελλάδα και τον κόσμο. Βασίζεται στην επίκληση του φόβου. Προτιμά να αγνοεί ότι η εμπιστοσύνη στα κόμματα, η εμπιστοσύνη στη βουλή, η εμπιστοσύνη σε όλους τους θεσμούς έχει ήδη καταβαραθρωθεί. Προτιμά να αγνοεί τις βαθύτερες αιτίες του αυξανόμενου φόβου, μισαλλοδοξίας και αναταραχής, ελπίζοντας ότι κάποια μαγική στιγμή οι οικονομικοί δείκτες θα βελτιωθούν και όλα τα προβλήματα θα εξαφανιστούν. Και πίσω από αυτή την προσέγγιση κρύβονται ακαδημαϊκοί, νομικοί, πολιτικοί, βολεμένοι από το πολιτικό σύστημα, κατ' επίφαση «φιλελεύθεροι». Και δεν συνειδητοποιούν ότι με τη στάση τους καταστρατηγούν κάθε έννοια φιλελεύθερης σκέψης. Φαίνονται μάλιστα να υιοθετούν επιχειρήματα που περισσότερο αρμόζουν σε ολοκληρωτισμό παρά σε μια φιλελεύθερη, «ανοιχτή κοινωνία». Γιατί, ανοιχτή κοινωνία δεν είναι εκείνη που παπαγαλίζει το παλιό επιχείρημα του «Υπαρκτού» πως «ζούμε στο καλύτερο σύστημα που μπορεί να υπάρξει», αλλά, όπως έλεγε ο Πόππερ,

«Ανοιχτή κοινωνία είναι εκείνη στην οποία οι άνθρωποι έχουν μάθει να στέκονται λίγο-πολύ κριτικά απέναντι στα στερεότυπα και να στηρίζουν τις αποφάσεις τους στην ευφυΐα τους».

Ήδη σε όλο τον κόσμο στέκονται κριτικά απέναντι στα στερεότυπα. Τουλάχιστον όπου υπάρχουν ακόμα ανοιχτές κοινωνίες. Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων στην Μ. Βρετανία είχε ήδη προτείνει μια αντίστοιχη συμμετοχική διαδικασία πριν από χρόνια για τη δημιουργία Συντάγματος από τους πολίτες. Στις Βρυξέλλες αντίστοιχα πειράματα συμμετοχής των πολιτών τρέχουν εδώ και καιρό. Τόσο στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, όσο και στο κράτος του Βελγίου. Σε πάνω από 15 χώρες μόνο τα τελευταία 5 χρόνια, το ίδιο.

Στις ανοιχτές κοινωνίες έχουν συνειδητοποιήσει ότι το κρίσιμο στη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι να υπάρχει ένα μη βίαιο κανονιστικό πλαίσιο, κι όχι ότι το πλαίσιο αυτό πρέπει να είναι εκτός κοινωνίας. Έχουν αναγνωρίσει ότι η διάκριση πολιτικού και κοινωνικού οδηγεί σε μία πολιτεία αποκομμένη, προσκολλημένη μόνο σε όποιον έχει την οικονομική επιφάνεια να την συνδιαλέγεται, και η κοινωνία αργά ή γρήγορα εκδικείται.

Δε λέω να μιμηθούμε κανέναν, ας βρούμε το δικό μας δρόμο. Λέω όμως ότι απέναντι στο φόβο που φέρνουν όλες αυτές οι αλλαγές που συντελούνται γύρω μας, η απάντηση δεν μπορεί να είναι η οργή, αλλά η κριτική σκέψη. Κριτική σκέψη ακόμα και απέναντι στις βασικές μας παραδοχές. Αν δεν το κάνουμε, οι παραδοχές αυτές γίνονται δόγμα. Και ως τέτοιο, υιοθετούν ένα κήρυγμα μίσους απέναντι στη γνώση, τον πειραματισμό και την ανεξαρτησία του πνεύματος. Ο Πόππερ θα το θύμιζε αυτό σήμερα σε όποιον θέλει να αποκαλείται φιλελεύθερος.

Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρώην υπουργός.

Τις λέξεις αυτές χρησιμοποιεί ο κ. Μανιτάκης στο άρθρο του ως εξής: «Διότι η διαδικασία είναι πρωτάκουστη και προκλητική, ενώ το περιεχόμενο των προτάσεων σηκώνει μεν αντιρρήσεις και σοβαρές αλλά τουλάχιστον δεν προκαλεί ούτε διεγείρει [...]»

Δημοφιλή