Πόλεμοι φθοράς

Όμως ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό των περιπτώσεων αυτών; Καλό θα ήταν να μην κάνουμε λόγο για κρίσεις, όρος που στο τρέχον λεξιλόγιο είναι εξαιρετικά ασαφής, αλλά για προσπάθειες σταθεροποίησης της οικονομίας.
ASSOCIATED PRESS

Οι καταστάσεις που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν είναι πρωτόγνωρες. Μπορούμε να τις συναντήσουμε και σε πολλές άλλες χώρες, θα μπορούσα πολύ γρήγορα να αναφέρω το παράδειγμα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, της Λατινικής Αμερικής και της ΝΑ Ασίας. Μπορούμε όμως να τις συναντήσουμε και στην Ελλάδα στο παρελθόν και μάλιστα αρκετές φορές. Ενδεικτικά αναφέρω τα τέλη του 19ου αιώνα, τη δεκαετία του 1920 αλλά και την περίοδο της ανασυγκρότησης.

Όμως ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό των περιπτώσεων αυτών; Καλό θα ήταν να μην κάνουμε λόγο για κρίσεις, όρος που στο τρέχον λεξιλόγιο είναι εξαιρετικά ασαφής, αλλά για προσπάθειες σταθεροποίησης της οικονομίας.

Πιο ειδικά, πολύ συχνά διάφορες χώρες, η Ελλάδα μεταξύ αυτών, ακολουθούν πολιτικές που είναι σαφές και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το σημείο αυτό, ότι δεν είναι βιώσιμες μακροχρόνια. Για παράδειγμα, πολιτικές μεγάλων ελλειμμάτων που συνεπάγονται εκρηκτική αύξηση του δημοσίου χρέους συνεχίζονται, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τέτοια ελλείμματα αργά ή γρήγορα θα πρέπει να εξαλειφθούν. Ας πάρω το ελληνικό παράδειγμα: για τον Υπουργό των Οικονομικών του Χαρίλαου Τρικούπη, Ανάργυρο Σιμόπουλο, η Ελλάδα βρισκόταν σε πτώχευση ήδη από το 1882, και όμως ο δανεισμός εξακολούθησε μέχρι το 1893, οπότε ήλθε η πτώχευση.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι γιατί οι χώρες αυτές δεν προχωρούν σε μία σταθεροποίηση αμέσως μόλις γίνεται φανερό ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσουν και ότι αλλαγή στην πολιτική θα επέλθει έτσι και αλλιώς κάποια στιγμή. Και μάλιστα όσο καθυστερεί η σταθεροποίηση της οικονομίας τόσο υψηλότερο θα είναι το κόστος που θα καταβληθεί για αυτήν. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για μια τέτοια στάση. Άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο πειστικές. Περιορίζομαι να αναφερθώ σε εκείνην που θεωρώ ως την πιο πειστική. Η εξήγηση αυτή περιστρέφεται γύρω από την κατανόηση της διαδικασίας που οδηγεί στην σταθεροποίηση ως ενός αγώνα φθοράς μεταξύ διαφόρων κοινωνικό-οικονομικών ομάδων με αντιτιθέμενους διανεμητικούς στόχους. Ο όρος αγώνας φθοράς προέρχεται από τη βιολογία. Η σταθεροποίηση επέρχεται όταν μία πολιτική εδραίωση - παγιοποίηση οδηγεί σε λύση τη διανεμητική σύγκρουση.

Πιο ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτές που περιέγραψα και όπως αυτή που ζούμε υπάρχει μία πολιτική συμφωνία για την ανάγκη δημοσιονομικής αλλαγής, αλλά συνάμα και πολιτικό αδιέξοδο για το πώς το βάρος των υψηλότερων φόρων ή της περικοπής των δαπανών θα κατανεμηθεί. Και από τη σημερινή πραγματικότητα γίνεται εύκολα φανερό ότι η πολιτική αντιπαράθεση για τη σταθεροποίηση έχει ως κεντρική μεταβλητή το ζήτημα της διανομής.

Όταν η σταθεροποίηση επέρχεται, συμπίπτει με μία πολιτική σταθεροποίηση. Συχνά η μία από τις εμπλεκόμενες πλευρές καθίσταται πολιτικά κυρίαρχη. Το βάρος της σταθεροποίησης είναι συχνά πολύ άνισο με τις ομάδες που είναι πολιτικά πιο αδύναμες να υφίστανται και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση. Συχνά αυτό σημαίνει και τις φτωχότερες ομάδες. Με τους όρους που ετέθησαν προηγουμένως για να συμβεί η σταθεροποίηση θα πρέπει να υπάρξουν παραχωρήσεις από τη μία εκ των εμπλεκομένων πλευρών και αυτό θα συμβεί όταν η εξακολούθηση της αντιπαράθεσης θα έχει ένα κόστος. Αλλά και ταυτόχρονα το όφελος της άλλης πλευράς θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος αυτό.

Πριν από την επιτυχία μιας σταθεροποίησης έχουν προηγηθεί συχνά πολλές αποτυχημένες προσπάθειες και συχνά ένα ή και περισσότερα αποτυχημένα προγράμματα. Συχνά μάλιστα ένα αποτυχημένο πρόγραμμα δείχνει να είναι το ίδιο με ένα επιτυχημένο. Εξάλλου θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι είναι διαφορετική μία πολιτική σταθεροποίησης των μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας, που σημαίνει αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών, από μία πολιτική δομικών αλλαγών με απελευθέρωση των αγορών. Η δεύτερη διαδικασία είναι πολύ πιο σκληρή όσον αφορά αυτό που προηγουμένως ανέφερα ως πόλεμο φθοράς από την πρώτη. Στη μεν πρώτη μειώνονται οι σχετικές αναλογίες των εισοδημάτων στο Α.Ε.Π., στη δεύτερη αμφισβητείται η ύπαρξη ολόκληρων κοινωνικών και οικονομικών ομάδων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ερώτημα που τίθεται άμεσα είναι πώς μπαίνει η μεταβλητή που ονομάζουμε ξένος και τι συνέπειες έχει. Είναι προφανές ότι κάθε μία από τις κρίσεις έχει τη δική της ιδιαίτερη φυσιογνωμία που οφείλεται τόσο στην εγχώρια οικονομική και πολιτική κατάσταση, όσο και στη διεθνή συγκυρία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παρέμβαση του ξένου γίνεται μόνο στην έκταση που επιδιώκεται η εξασφάλιση των δικών του συγκεκριμένων συμφερόντων και προτεραιοτήτων. Τι είναι εκείνο που πετυχαίνει; Στην πραγματικότητα επιβάλλει μία πολιτική σταθεροποίηση, η οποία με τη σειρά της καθιστά εφικτή τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Με άλλα λόγια ελαχιστοποιεί το κόστος για τις πολιτικές ομάδες που θα πρέπει να λάβουν αποφάσεις καθώς αυτές επιμερίζονται, ενώ η συμμετοχή τους σε αυτές παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της απαίτησης ενός τρίτου εξωτερικού παίκτη, πράγμα πολύ βολικό για τους εγχώριους παίκτες. Με διαφορετικά λόγια η παρέμβαση των ξένων, του διεθνούς παράγοντα με άλλα λόγια, ενισχύει μία από τις πλευρές που συμμετέχουν στον πόλεμο φθοράς, καθιστώντας σαφές στις υπόλοιπες ότι το κόστος για αυτές από την εξακολούθηση της αντιπαράθεσης θα είναι μεγάλο και ο μακροχρόνιος αγώνας μάταιος.

Το γεγονός ότι η πραγματικότητα που ζούμε σήμερα μπορεί να ενταχθεί σε ένα γενικότερο σχήμα, που το έχει ξαναζήσει η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες, δεν φαντάζομαι ότι μπορεί να μας παρηγορήσει. Μπορεί όμως να μας βοηθήσει να απομυθοποιήσουμε τον πολιτικό λόγο του «ηρωισμού και της αξιοπρέπειας» και να τον φέρουμε στις πραγματικές του διαστάσεις.

Δημοφιλή