Περαστικοί κάτω απ' τις στοές

Οι Δύο Πύργοι στέκουν στην αρχή του δρόμου και διηγούνται αιώνες τώρα μια ιστορία ακμής κι ανταγωνισμού ταυτόχρονα. Ο δρόμος είναι κλειστός και μια υπαίθρια γιορτή έχει στηθεί κάτω απ' τον χειμωνιάτικο ήλιο. Αγόρια και κορίτσια χτυπούν ταμπούρλα και χορεύουν στον κατάμεστο δρόμο∙ σήμερα, μοιάζει να υπάρχει περισσότερος Φελίνι και λιγότερος Παζολίνι στην πόλη. Στην Πιάτσα Ματζόρε έχουν υψωθεί λευκές τέντες για τη γιορτή σοκολάτας κι εκατοντάδες άνθρωποι στροβιλίζονται μπροστά απ' τα μυρωδάτα κιόσκια. Σ' αυτή την πλουμιστή πλατεία όλοι μοιάζουν υποταγμένοι στην Ιστορία της κόκκινης πόλης. Οι τρεις άντρες κοιτάζουν το πλήθος και ψάχνουν για κάποιον πλανόδιο φωτογράφο.

Ο κουρέας σηκώνει κάθε πρωί τα ρολά κι η τζαμαρία του μικρού μπαρμπέρικου τρίζει σαν τρίχα ασθενική. Είναι μια λεπτή φέτα γυαλιού, πάνω στην οποία καθρεφτίζονται τα πρόσωπα που η καθημερινότητα στέλνει σ' αυτή την πλευρά της Μπολόνια. Ο κουρέας κοιτάζει αχόρταγα τις γυναίκες και νοσταλγικά τα παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια το βλέμμα του έχει παραμείνει ίδιο και μόνο η πόζα του έχει αλλάξει: όταν ήταν πολύ νέος είχε τα χέρια στις τσέπες, όταν ήταν σχετικά νέος στεκόταν με τα χέρια στη μέση και τώρα που δεν είναι πια νέος σταυρώνει τα χέρια πίσω απ' την πλάτη και προσπαθεί να παραμείνει ευθυτενής.

Σ' αυτή την άκρη της πόλης, ο ήλιος τρυπώνει δειλά στα portico, αυτές τις ξακουστές στοές χιλιομέτρων που απλώνονται σ' ολόκληρη την Μπολόνια, κι ο κουρέας ανάμεσα σε μαλλιά που ψαλιδίζονται και μάγουλα που ξυρίζονται, ρίχνει κλεφτές ματιές στο ρολόι στον τοίχο. Αυτό το ρολόι βρίσκεται πάνω απ' τον πελώριο καθρέφτη και λίγο κάτω απ' το ταβάνι. Δεν υπάρχουν άλλα αντικείμενα σ' αυτή την επιφάνεια, ακόμα κι οι εικόνες αγίων έχουν εξοριστεί στην πίσω πλευρά, σαν να 'ναι οι έσχατοι προστάτες της δουλειάς. Αυτό όμως το ρολόι, κερδισμένο σε διαγωνισμό κομμωτικής το 1974 μαζί μ' ένα σετ ψαλίδια που δεν κούρεψαν τελικά ποτέ, μετράει το χρόνο μέχρι τη μία το μεσημέρι. Στέκεται εκεί, στο κέντρο του τοίχου, στο κέντρο του μπαρμπέρικου και στο κέντρο της ζωής του κουρέα, σαν το μονάκριβο ψάρι ενός ενυδρείου.

Απ' τις βιτρίνες με τα παλιά ξυράφια και τα ρετρό πινέλα ξεπηδούν φωτογραφίες τριών αντρών, που ποζάρουν πάντοτε ο ένας πλάι στον άλλο. Τα πρόσωπά τους είναι άλλοτε νεανικά κι άλλοτε όχι, κάποιες φορές είναι ντυμένοι χοντρά κι άλλες με λινά καλοκαιρινά ρούχα, τρεις άνθρωποι που μοιάζουν με ταξιδιώτες του χρόνου μπροστά από ξακουστά σημεία της Μπολόνια∙ στην πραγματικότητα, πρόκειται για αμήχανες πόζες μπροστά στο φακό ενός πλανόδιου φωτογράφου, που χρέωνε κάποτε σε λιρέτες για μια δουλειά που την είχε βαρεθεί. Η Πιάτσα Ματζόρε, οι Δύο Πύργοι, η Οδός Ιντιπεντένζα μπλέκονται ανάμεσα στα σύνεργα ενός επαγγελματία της κόμης κι οι φωτογραφίες έχουν ποτίσει από κολώνια αντρική.

Γύρω στη μία το μεσημέρι, ο κουρέας σταυρώνει τα χέρια πίσω απ' την πλάτη και χαϊδεύει τον αριστερό του καρπό. Κοιτάζει προς την εκκλησία και μοιάζει να περιμένει κάτι ανυπόμονα.

*

Οι τουρίστες κυνηγούν τα πιο καλαίσθητα εστιατόρια, εκείνα όπου πρέπει κανείς να τηλεφωνήσει απ' το πρωί για να κρατήσει τραπέζι. Αδιαφορούν για τα κακοφωτισμένα μαγαζιά, που για κάποιο λόγο το ηλεκτρικό τους φως θυμίζει λάμπα ασετιλίνης. Η βιτρίνα είναι γεμάτη δαχτυλιές, ο κατάλογος έχει ξεφτίσει στις άκρες κι αν κανείς καθήσει σ' ένα τραπέζι ακριανό θα μυρίσει ταυτόχρονα το λάδι απ' την κουζίνα και τη χλωρίνη απ' την τουαλέτα. Ο βαριεστημένος σερβιτόρος έχει χάσει την όρεξη για ευγένειες, είναι ένας άντρας που η ζωή τού έχει πάρει το κέφι, του έχει πάρει τα μαλλιά και του 'χει αφήσει μόνο ένα μουστάκι γκριζωπό κι ένα ζευγάρι παπούτσια παντοφλέ για να σέρνει τα πόδια του στο παλιό μωσαϊκό. Ό,τι έχει απομείνει σ' αυτόν τον γηραιό σερβιτόρο, είναι ένα επιδέξιο σπάσιμο της μέσης την ώρα που σερβίρει πιάτα. Αυτός ο βετεράνος της εστίασης μπορεί να πει ανά πάσα στιγμή «παρακαλώ» αλλά ποτέ «καληνύχτα»: το πρωτόκολλο καλής συμπεριφοράς έχει διυλιστεί κι έχουν απομείνει μονάχα οι βασικές λέξεις, αυτές που δημιουργούν σχέσεις υποτυπώδεις αλλά ποτέ πελατειακές.

Οι καινούργιες συνήθειες τον απωθούν. Όταν ένας πελάτης τού ζητάει τον κωδικό για το Ίντερνετ, ο σερβιτόρος μοιάζει ανήμπορος να τον θυμηθεί. Μία και μόνο λέξη ξεκλειδώνει την πρόσβαση στον ψηφιακό κόσμο, όμως εκείνος δεν μπορεί ν' ανακαλέσει αυτή την ανύπαρκτη λέξη: είναι ένα τυχαίο σύνολο γραμμάτων που φαντάζει ακαλαίσθητο, ένα λήμμα που δε θα προστεθεί ποτέ σε λεξικά. Ανοίγει το συρτάρι πλάι στην ταμειακή μηχανή, βγάζει ένα χαρτάκι κι έπειτα φοράει τα γυαλιά πρεσβυωπίας. Τεντώνει το χαρτάκι όσο πιο μακριά απ' τα μάτια γίνεται και το κρατάει με τα δυο του χέρια σαν τιμόνι. Μα δε θα πρέπε αυτή η λέξη να συμβολίζει το μαγαζί, να λέει κάτι για μια συνταγή μπολονέζ, κάτι τέλος πάντων συμβατό μ' αυτή την παλιά πόλη, που η ιστορία της κρύβεται μέσα σε αναρίθμητους μεσαιωνικούς πύργους και πολιτικές αναταραχές;

Όλη του η ζωή έχει κυλήσει κάτω απ' αυτές τις στοές, έχει διασχίσει τα portico χιλιάδες φορές και κάθε απόγευμα μπαίνει στο εστιατόριο. Ποτίζει φυτά που υποτίθεται ότι απομακρύνουν τις μυρωδιές κουζίνας, αλλά στην πραγματικότητα γαργαλούν το σβέρκο των πελατών. Το ίδιο το κατάστημα δεν στέκεται στο ύψος του ονόματός του: το Μεγάλο Εστιατόριο της Μπολόνια. Δεν είναι ούτε τόσο μεγάλο, ούτε και πραγματικό εστιατόριο, και με βάση τη διακόσμησή του μπορεί κανείς ν' αμφιβάλλει αν όντως βρίσκεται στην Μπολόνια. Πόσα ψέματα χωρούν άραγε σ' ένα όνομα εστιατορίου; Τις περισσότερες νύχτες είναι άδειο και μόνο κάτι στρυφνοί τύποι ναυαγούν εκεί, προτιμώντας ν' αγκυροβολήσουν στις γωνίες του μαγαζιού, λες και θέλουν να νιώσουν ακόμα πιο μόνοι.

Αν κάποιο γκρουπ τηλεφωνήσει για κράτηση, ο σερβιτόρος αναθαρρεί. Βάζει το καλό λευκό του πουκάμισο κι ανεβάζει την ένταση του ραδιοφώνου. Είναι περισσότερο κεφάτος και το μουστάκι του εμφανίζεται πιο περιποιημένο εκείνες τις νύχτες. Οι τρίχες έχουν κοπεί προσεκτικά κι οι αυλακώσεις είναι τέλειες, σαν να το έχει χτενίσει μ' ένα πηρούνι ή με την τρίαινα του αγάλματος του Ποσειδώνα, που στέκεται τρεις δρόμους παραπέρα κι η μέση του λυγίζει επιδέξια, όπως του σερβιτόρου.

*

Όταν οι περισσότεροι κάτοικοι κοιμούνται, αυτός εδώ ο άντρας παίρνει παραμάσχαλα έναν μεγάλο φακό και βάζει στην τσέπη ένα φορητό ραδιόφωνο. Δεν έχει βαρεθεί ακόμα αυτή τη δουλειά που τον στέλνει κάθε βράδυ να φυλάει αυτοκίνητα σταματημένα, παρκάροντας κι ο ίδιος μέσα σ' ένα κουβούκλιο που θυμίζει παλιό ασανσέρ. Θυμάται συχνά εκείνες τις παλιές ημέρες που ο φακός χωρούσε στην τσέπη και το ραδιόφωνο το κουβαλούσε στον ώμο. Οι εποχές άλλαξαν και μόνο το κουβούκλιο παρέμεινε ίδιο, φιλοξενώντας ένα τραπέζι, μια ξύλινη καρέκλα και τα χνώτα του νυχτοφύλακα.

Αγναντεύει μέσα απ' το στενό παράθυρο τη βραδινή πόλη. Οι ατελείωτες στοές είναι πάντοτε φωτισμένες με κρεμαστές λάμπες και τα βράδια η Μπολόνια μοιάζει με πόλη που έχει χίλια φεγγάρια. Παρά την ηλικία του, στηρίζει την καρέκλα στα πισινά της πόδια κι ακουμπάει την πλάτη του στον τοίχο. Στο σημείο που το κεφάλι ακουμπάει στον τοίχο τα μαλλιά έχουν αραιώσει και τις νύχτες με κρύο κι υγρασία, νιώθει την παγωμένη επιφάνεια στο δέρμα του κεφαλιού. Ακούει στο ραδιόφωνο τραγούδια για γυναίκες που δε θέλησαν ν' αγαπηθούν κι αφήνει τον ύπνο να τον πάρει για πεντάλεπτα.

Είναι όμως πάντοτε ξύπνιος όταν κάποιος πελάτης έρχεται να πάρει το αυτοκίνητό του. Σκέφτεται κάτι φορές πόσο προνοητικός ήταν όταν αποφάσισε να επενδύσει σε μια έκταση που δεν κατοικούν άνθρωποι, αλλά αυτοκίνητα. Οι πελάτες καταφτάνουν μισομεθυσμένοι κι όσοι απ' αυτούς κρατούν γυναίκες απ' το χέρι δεν ταυτίζονται με τα τραγούδια του ραδιοφώνου. Ο καπνός απ' τις εξατμίσεις κρεμάει στον αέρα σαν παρτιτούρα που ξεψυχά πίσω από κόκκινα φώτα φρένων. Ύστερα, η μηχανή μουγκρίζει και το αυτοκίνητο φεύγει με κατεύθυνση έξω απ' τα τείχη της παλιάς πόλης, εκεί όπου η αίγλη του κέντρου ξεθωριάζει κι η Μπολόνια μετασχηματίζεται από μεσαιωνική σε αναπτυσσόμενη.

Ο άντρας κάθεται στο κουβούκλιο και περιεργάζεται τη μοναξιά της νύχτας. Πίσω απ' το θαμπό τζάμι βλέπει περαστικούς να ξεμακραίνουν κι η ηχώ των βημάτων τους ακούγεται για κάμποση ώρα. Αυτά τα βήματα μοιάζουν ν' ανήκουν σε άοκνους σκαπανείς της νύχτας, που πελεκούν άλλοτε το πλακόστρωτο κι άλλοτε το μωσαϊκό, σμιλεύοντας μια μοντέρνα εκδοχή της ιστορίας. Ο φύλακας όμως κάθεται εκεί μέχρι το πρωί και δε συμμετέχει στο χρονικό της νύχτας. Είναι μάλλον ένας σιωπηλός πρακτικογράφος, που καταγράφει λέξεις κι ερμηνεύει ήχους, περιμένοντας τ' αποσυντονισμένα κοκκόρια να τσιρίξουν, ώστε να φύγει απ' το κλουβί του και να πάει να κοιμηθεί μέχρι το μεσημέρι.

*

Ο σερβιτόρος μπαίνει πρώτος στο κουρείο κι ακολουθεί ο νυχτοφύλακας με καθυστέρηση ενός τετάρτου. Ο κουρέας ετοιμάζει καφέ κι οι τρεις άντρες ρουφούν στα γρήγορα τον εσπρέσσο απ' τα μικροσκοπικά φλυτζάνια τους. Ασημαντολογούν κάτω απ' το ρολόι και διηγούνται τα νέα του εικοσιτετραώρου. Συναντιούνται κάθε μεσημέρι δεκαετίες τώρα και πάντοτε έχουν κάτι να κουβεντιάσουν. Εδώ και κάμποσους μήνες το δημοψήφισμα του Ρέντσι καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της κουβέντας του μεσημεριού κι όταν οι τόνοι ανεβαίνουν, η τζαμαρία τρίζει ελαφρά. Το ναι και το όχι, το παρελθόν και το μέλλον, η Ιταλία κι η Μπολόνια. Αυτοί οι τρεις άντρες που όταν ένας σχολάει ο άλλος πιάνει δουλειά, μοιάζουν να δημιουργούν με τα επαγγέλματά τους έναν κυματισμό που διαρκεί εικοτέσσερις ώρες και μόνο στη μία το μεσημέρι μια χαραμάδα ανοίγει και διαθέτουν όλοι τους ελεύθερο χρόνο.

Εκείνη τη μέρα, όμως, ο νυχτοφύλακας έχει νέα και σύντομα η συζήτηση για το δημοψήφισμα σβήνει. «Ανέβηκα την οδό Ριτσόλι», λέει, «κι είναι γεμάτη κόσμο. Από τους Δύο Πύργους μέχρι το τέρμα, ο δρόμος είναι κλειστός. Δεν κατεβάζεις τα ρολά να πάμε καμιά βόλτα;» Όταν τελειώνουν τον καφέ, ο κουρέας κατεβάζει τα ρολά και καθώς κατηφορίζουν τις αέναες στοές, ομολογούν πως δε θυμούνται την τελευταία φορά που βγήκαν οι τρεις τους για μεσημεριανό περίπατο. «Θα πρέπει να 'χουν περάσει τουλάχιστον δέκα χρόνια», λέει ο σερβιτόρος.

Οι Δύο Πύργοι στέκουν στην αρχή του δρόμου και διηγούνται αιώνες τώρα μια ιστορία ακμής κι ανταγωνισμού ταυτόχρονα. Ο δρόμος είναι κλειστός και μια υπαίθρια γιορτή έχει στηθεί κάτω απ' τον χειμωνιάτικο ήλιο. Αγόρια και κορίτσια χτυπούν ταμπούρλα και χορεύουν στον κατάμεστο δρόμο∙ σήμερα, μοιάζει να υπάρχει περισσότερος Φελίνι και λιγότερος Παζολίνι στην πόλη. Στην Πιάτσα Ματζόρε έχουν υψωθεί λευκές τέντες για τη γιορτή σοκολάτας κι εκατοντάδες άνθρωποι στροβιλίζονται μπροστά απ' τα μυρωδάτα κιόσκια. Σ' αυτή την πλουμιστή πλατεία όλοι μοιάζουν υποταγμένοι στην Ιστορία της κόκκινης πόλης. Οι τρεις άντρες κοιτάζουν το πλήθος και ψάχνουν για κάποιον πλανόδιο φωτογράφο. Θέλουν να φωτογραφηθούν για χάρη αυτού του άλμπουμ που βρίσκεται διασκορπισμένο στο κουρείο, να προσθέσουν άλλη μια εικόνα ανάμεσα σε ψαλίδια, ξυράφια και κολώνιες, σαν τρεις περαστικοί άγιοι που εγκαταλείπουν τις στοές μόνο για ν' αναδυθούν στην κεντρική πλατεία.

Δεν υπάρχει όμως πλανόδιος φωτογράφος στην Πιάτσα Ματζόρε. Είναι ένα επάγγελμα που με τα χρόνια έχει σχεδόν εκλείψει, όπως άλλωστε έχει εκλείψει η πελατεία του κουρείου, η ευγένεια του σερβιτόρου κι ο βραδυνός ύπνος του νυχτοφύλακα. Είναι σαν να μην υπάρχει πια ικανό απόθεμα συνηθειών για να συνεχίσουν οι τρεις άντρες τη ζωή όπως την ήξεραν. Ευτυχώς τουλάχιστον υπάρχει το μικρό κουρείο, που προφυλάσει τη φιλία τους σαν ένα θερμοκήπιο αναμνήσεων. Στη σκιά των φανταχτερών παλατιών της πλατείας έχουν κοιτάξει αναρίθμητες φορές τον ουρανό, έχουν ονειρευτεί το μέλλον κι έχουν αποφασίσει ότι σ' αυτή την πόλη μια μέρα θα πεθάνουν. Ο σερβιτόρος, κάπως εκνευρισμένος απ' την πολυκοσμία, λέει: «Τώρα κατάλαβα γιατί έχουμε δέκα χρόνια να βγούμε βόλτα». Παρασυρμένος απ' τον παφλασμό του πλήθους, ο κουρέας δε λέει τίποτα και μένει απλώς να κοιτάζει τη γιορτή, δίχως ο ίδιος να συμμετέχει πραγματικά. Είναι τότε που ο νυχτοφύλακας βγάζει το κινητό του τηλέφωνο και τεντώνει το χέρι του. Οι τρεις άντρες στέκονται μπροστά απ' το φακό και βγάζουν μια φωτογραφία που δε θα πιάσουν ποτέ στα χέρια τους∙ με φόντο την πλατεία Ματζόρε, εγκαινιάζουν το ψηφιακό θερμοκήπιο των αναμνήσεών τους.

--------------------------------------------

Διευθύνσεις

Διαμονή:

Corona D' Oro: Στην καρδιά της παλιάς πόλης και σε απόσταση πέντε λεπτών απ' τους Δύο Πύργους. Πρόκειται για το παλιό σπίτι μιας αριστοκρατικής οικογένειας, χτισμένο το 1865, το οποίο τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως ξενοδοχείο 4 αστέρων. Κλασική αισθητική, κομψή διακόσμηση. Διαθέτει δικό του portico.

Aemilia Hotel: Στο όριο μεταξύ νέας και παλιάς πόλης, το ξενοδοχείο προσφέρεται για ν' ανακαλύψει κανείς και τα δύο πρόσωπα της Μπολόνια. Εξαιρετικά φιλικό προσωπικό, μοντέρνα διακόσμηση και πανοραμική θέα της παλιάς πόλης. 4 αστέρων επίσης, σε ήσυχο περιβάλλον με υπέροχο roof garden.

Φαγητό:

Caffe Zamboni, στην Via Zamboni 6/B. Αperitivo με μπουφέ, 8 €.

Vetro, στην Via Castiglione 134.

Roxy Bar, στην Via Rizzoli 9/E. Αperitivo με μπουφέ, 9 €.

Vecchia Malga Negozi, στην Via Pescherie Vecchie 3/A.

Καφέ:

Regina di Quadri, στην Via Castiglione 73/A.

Gamberini, στην Via Ugo Bassi 12.

Fiordaliso, στην Via Nazario Sauro 8/D.

Πληροφορίες:

Bologna Welcome: Εξαιρετική εξυπηρέτηση από τον τοπικό τουριστικό οργανισμό. Πολλές πληροφορίες και φιλικό προσωπικό.

My Lovely Bologna: το πιο ενημερωμένο μπλογκ για την Μπολόνια με πληροφορίες στα αγγλικά.

Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων καθώς και πολλών ταξιδιωτικών κειμένων. Για περισσότερες πληροφορίες:Website || Instagram || Facebook