Μερικές σκέψεις για το συνδικαλισμό στην Ελλάδα

Αυτό που πρέπει να υποστηρίξουμε με κάθε δύναμη είναι ο εκσυγχρονισμός του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι συνδικαλιστές (ιδιαίτερα οι νέες γενιές) γνωρίζουν αρκετά καλά τα προβλήματα του συνδικαλισμού στη χώρα, απλά δεν τολμούν να τα παραθέσουν μπροστά σε ένα κλίμα τρομοκρατίας το οποίο κυριαρχεί μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα μετά τη γενναία απόφαση της ΓΣΕΕ να υποστηρίξει το «ναι» στο δημοψήφισμα της 28ης Ιουνίου 2015. Σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, οποιαδήποτε πρόταση (σωστή) για την κατάρτιση ενός εθνικού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων θα πέσει στο κενό.
ARIS MESSINIS via Getty Images

Η συζήτηση για το συνδικαλιστικό νόμο έχει ήδη φτάσει σε ένα πρώτο επίπεδο επί «αριστερής» διακυβέρνησης και θα περάσει σε άλλα επίπεδα επί μίας φιλελεύθερης, όποτε και αν προκύψει αυτή. Το ζήτημα είναι ότι η συνδικαλιστική ελευθερία των εργαζομένων έχει στιγματιστεί στην κοινή γνώμη ως ο φορέας των «κακών» του ιδιωτικού τομέα, ως ένα μέσο εξέλιξης συνδικαλιστών οι οποίοι δεν ενδιαφερόντουσαν για τα συμφέροντα των εργαζομένων παρά μόνο για τις πολιτικές τους βλέψεις.

Το παραπάνω όμως δεν αντιπροσωπεύει την αλήθεια στο σύνολό της. Υπάρχει το επιχείρημα ότι οι δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις αποτέλεσαν ένα πολύ καλό μέσο για ορισμένους συνδικαλιστές προκειμένου να αποκτήσουν πολιτική και κομματική δύναμη διαπραγματευόμενοι κλαδικές συμβάσεις και επηρεάζοντας τις εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων της τριτοβάθμιας ΓΣΕΕ. Στην περίπτωση που ένας συνδικαλιστής με πολιτικές βλέψεις δεν κατόρθωνε να αναδειχτεί σε μία δευτεροβάθμια οργάνωση μεταπηδούσε σε μία περισσότερο «φιλική» για αυτόν, καθώς είχε το δικαίωμα να είναι μέλος δύο οργανώσεων, ενώ οι κατηγορίες για ψευδείς υπεύθυνες δηλώσεις περί του αντιθέτου πριν από εκλογικές διαδικασίες, δεν είχαν εξεταστεί ποτέ.

Διαμορφώθηκε με αυτό τον τρόπο η αντίληψη ότι όλα τα προβλήματα στον ιδιωτικό τομέα προέρχονται από μία φιλεργατική νομοθεσία, η οποία στην ουσία περιελάμβανε διεθνώς αναγνωρισμένες συνδικαλιστικές και εργασιακές ελευθερίες. Τα ίδια συνδικαλιστικά δικαιώματα τα οποία υπάρχουν στη χώρα μας ισχύουν σε κάθε χώρα του δυτικού κόσμου. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Αυτή η αντίληψη ενδυναμώθηκε και από το συνδικαλισμό στο δημόσιο τομέα. Για το αν οι δημόσιοι υπάλληλοι, σε συνδικαλιστικά ζητήματα, πρέπει να εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο με αυτούς του ιδιωτικού τομέα υπάρχει ένα πλήθος μελετών από όλα τα ιδεολογικά φάσματα. Το ερώτημα εδώ είναι, «έρχεσαι σε σύγκρουση, διαπραγματεύεσαι, ζητάς προστασία από ποιον; Το δημόσιο;».

Παρατηρήθηκε λοιπόν το φαινόμενο στη χώρα ο αριθμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων να μην είναι συμβατός με τον αριθμό της συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτές. Η Ελλάδα παραμένει σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, με τα υψηλότερα ποσοστά να παρουσιάζονται στις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. Η Σουηδία, η Γερμανία για παράδειγμα παρουσίασαν ένα βαθμό συμμετοχής που κυμαινόταν πάνω από το 70%, η καθεμία χώρα με τις δικές της ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.

Ο παραπάνω είναι ένας ακόμα λόγος (από τους πολλούς) για τον οποίο η ευελισφάλεια (flexicurity-flexinsurance) δε μπορεί να εφαρμοστεί στη χώρα μας. Οι εθνικές οργανώσεις του Βορρά αναλαμβάνουν την κατάρτιση των απολυμένων. Εδώ ποια συνδικαλιστική οργάνωση θα μπορέσει να κάνει κάτι τέτοιο και με τι μέσα; Θα διεκδικήσει μεγαλύτερη χρηματοδότηση από το κράτος ή από τους εργαζομένους στη χώρα που συνεχώς βαίνουν μειούμενοι;

Η ανάγκη για την εξωστρέφεια και την ενίσχυση των ελληνικών οργανώσεων

Ακούμε πολλές φορές για την ανάγκη εξωστρέφειας κάθε τομέα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, και σε αυτούς τους τομείς περιλαμβάνεται και ο συνδικαλισμός. Θα δώσω ένα παράδειγμα για αυτό. Το 1990, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι γερμανικές ομοσπονδίες ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν και να θέσουν υπό την προστασία τους τις οργανώσεις των χωρών του ανατολικού μπλοκ. Η στρατηγική αυτή «προς Ανατολάς» έφτασε στο αποκορύφωμά της μετά το 2000, όταν σημαντικά ποσά διοχετεύθηκαν προς οργανώσεις της Τσεχίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας σε μία περίοδο που αυτές αντιμετώπιζαν έντονη πολεμική από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις τους. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι απλό. Θέλει η VW για παράδειγμα να μεταφέρει μία γραμμή παραγωγής από τη Γερμανία στη φτηνή, τότε Ουγγαρία; Δεν τα καταφέρνει λόγω της αλληλεγγύης των δύο εθνικών οργανώσεων. Στη χώρα μας η αντίστοιχη «στρατηγική» συνίστατο από τη διοργάνωση πορειών επί πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, μέχρι ανακοινώσεων για τις βίαιες διώξεις των συνδικαλιστών στην Τουρκία. Όταν όμως Έλληνες και πχ. Βούλγαροι αντιπρόσωποι καθόντουσαν στο ίδιο τραπέζι, η στάση μας πάντα ήταν αφ υψηλού.

Ο συνδικαλισμός στη χώρα δεν πρέπει να αλλάξει με κρατική απόφαση, ιδιαίτερα στο καθεστώς των μνημονίων στο οποίο ζούμε σήμερα. Εάν γίνει κάτι τέτοιο, θα αποτελέσει και το τελευταίο φύλο συκής το οποίο θα καταπέσει από το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οποιαδήποτε φιλελεύθερη κυβέρνηση προκύψει θα πρέπει μέσω της οδού των διαβουλεύσεων να προσεγγίσει το συνδικαλισμό από όλα τα άλλα θέματα εργασίας τα οποία απασχολούν τη χώρα (και δεν είναι λίγα). Το πρόβλημα σε αυτή την τριμερή σχέση στην Ελλάδα είναι ότι δυστυχώς δε μπορούμε να περιμένουμε κάτι από την πλευρά της εργοδοσίας. Αναφέρω συνέχεια τη ρήση του Ξ. Ζολώτα ότι οι βιομήχανοι (εργοδότες) στην Ελλάδα ενδιαφέρονται μόνο για το βραχυπρόθεσμο κέρδος και όχι για μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Το συγκεκριμένο ισχύει μετά από 60 χρόνια και τα στοιχεία δείχνουν ότι έχει επιδεινωθεί επί μνημονίων. Ως εκ τούτου, η αναμόρφωση του συνδικαλισμού στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τους ίδιους τους εργοδότες.

Αυτό που πρέπει να υποστηρίξουμε με κάθε δύναμη είναι ο εκσυγχρονισμός του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι συνδικαλιστές (ιδιαίτερα οι νέες γενιές) γνωρίζουν αρκετά καλά τα προβλήματα του συνδικαλισμού στη χώρα, απλά δεν τολμούν να τα παραθέσουν μπροστά σε ένα κλίμα τρομοκρατίας το οποίο κυριαρχεί μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα μετά τη γενναία απόφαση της ΓΣΕΕ να υποστηρίξει το «ναι» στο δημοψήφισμα της 28ης Ιουνίου 2015. Σε αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, οποιαδήποτε πρόταση (σωστή) για την κατάρτιση ενός εθνικού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων θα πέσει στο κενό. Οποιαδήποτε προσπάθεια οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να καταρτίσουν κόσμο ο οποίος έχει απολυθεί θα πέσει στο κενό -όπως γίνεται στη χώρα μας με τα τόσα χρήματα επιδοτήσεων για τον ιερό σκοπό της μείωσης της ανεργίας. Οι συνδικαλιστικές άδειες και γενικότερα η συνδικαλιστική προστασία δεν είναι το πρόβλημα. Η λύση έγκειται στη διευθέτηση των οικονομικών παθογενειών της χώρας.

Ο Νόμος 1264/1982 αποτελεί ένα τελικό ανάχωμα απέναντι σε μία διαλυμένη εθνική κοινωνική συνοχή η οποία είναι αποτέλεσμα τόσο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας όσο και από τις πολιτικές των κυβερνήσεων. Εάν χαθεί και αυτό, τότε δεν αξίζουμε να αποκαλούμαστε κοινωνία του δυτικού κόσμου.

Δημοφιλή