Είδα: Τη «Δωδέκατη νύχτα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Από την πρώτη σκηνή της παράστασης, όπου ένα παράξενο, ακαθόριστο σώμα ανθρώπων βηματίζει αργά προς το κέντρο του επικλινούς σκηνικού ως τη σκηνή του πικρού (μεταμφιεσμένου σε happy end) φινάλε, ένας εσωτερικός παλμός φορτίζει την παράσταση. Η δράση που λαμβάνει χώρα στη διάρκεια μιας νύχτας του Δεκέμβρη μοιάζει να είναι απλώς το άλλοθι για την έρευνα σε βάθος που επιχειρεί η σκηνοθεσία. Το εκκεντρικό περίβλημα των ηρώων, ακόμα και τα αλλόκοτα - υπερβολικά σε κάποιο βαθμό - κοστούμια είναι η πρόφαση για να ξεκινήσει ο διάλογος ανάμεσα στην ατέρμονη συζήτηση του «είναι» και του «φαίνεσθαι».
tospirto.net

Μετά από ένα σύνολο σκηνοθεσιών και ποικίλων δειγμάτων γραφής, μπορούμε να πούμε πως οι παραστάσεις του Δημήτρη Καραντζά είναι βραδυφλεγείς. Δεν βιάζονται ν' αφήσουν το στίγμα τους, ωριμάζουν από μέσα προς τα έξω, καλλιεργούν μια καλπάζουσα εσωτερικότητα και εν τέλει είναι οι παραστάσεις που παίρνεις μαζί, που σε ακολουθούν ως το σπίτι - μπορεί και πιο μακριά. Και καθώς αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν ολοφάνερα στη μελαγχολική, υπαρξιακή κωμωδία του Σαίξπηρ «Δωδέκατη νύχτα», η τελευταία του σκηνοθεσία για λογαριασμό του Εθνικού γίνεται η καθαρότερη απεικόνιση της σκηνοθετικής του σκέψης και πιθανώς κορυφώνεται σ' ένα από τα ωραιότερα σύγχρονα ανεβάσματα που έχει γνωρίσει το σαιξπηρικό αριστούργημα.

Από την πρώτη σκηνή της παράστασης, όπου ένα παράξενο, ακαθόριστο σώμα ανθρώπων βηματίζει αργά προς το κέντρο του επικλινούς σκηνικού ως τη σκηνή του πικρού (μεταμφιεσμένου σε happy end) φινάλε, ένας εσωτερικός παλμός φορτίζει την παράσταση. Η δράση που λαμβάνει χώρα στη διάρκεια μιας νύχτας του Δεκέμβρη μοιάζει να είναι απλώς το άλλοθι για την έρευνα σε βάθος που επιχειρεί η σκηνοθεσία. Το εκκεντρικό περίβλημα των ηρώων, ακόμα και τα αλλόκοτα - υπερβολικά σε κάποιο βαθμό - κοστούμια είναι η πρόφαση για να ξεκινήσει ο διάλογος ανάμεσα στην ατέρμονη συζήτηση του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Η συνθήκη της πλάνης «μα όχι της τρέλας» και η έννοια της «διπλής όψεως», της κρισιμότερης ίσως φράσης του κειμένου, τροφοδοτεί την ανάγνωση.

Οι κραδασμοί των συγκρούσεων από τα άφθονα δίπολα που σχηματίζονται στο έργο είναι υπόκωφοι: Ο άνδρας και η γυναίκα, ο έρωτας και η φαντασίωση του, το φύλο και το άφυλλο, ο ετεροφυλόφιλος και ο ομοφυλόφιλος, ο πουριτανός και ο προοδευτικός, το ένστικτο κι ο νους, η ψυχή και το σώμα, η κανονικότητα και η διαφορετικότητα, η ουτοπία και η πραγματικότητα, η μεταμφίεση και η απογύμνωση• όλα συναντώνται και μάχονται το ένα τ' άλλο στη μυθική χώρα της Ιλλυρίας.

Ο άνθρωπος - ένα πλάσμα που πάσχει υπό το βάρος των συναισθημάτων του αλλά και εξαιτίας της επιβεβλημένης λογικής κατανόησης του εαυτού και του κόσμου που τον περιβάλλει - βρίσκεται στο κέντρο του σαιξπηρικού σύμπαντος. Και η ανάγνωση του Καραντζά με όχημα τη μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου (θα επανέλθουμε σ' αυτό) και τη γκροτέσκα, καρναβαλικής υφής, όψη της παράστασης, αφουγκράζεται με τρυφερότητα και ευαισθησία την οντολογική μας ακροβασία.

Σ' ένα μη υπαρκτό, με την έννοια του ρεαλιστικού, κόσμο, εγκαθίσταται το ερωτικό τρίγωνο του δούκα Ορσίνο για την ακατάδεκτη (αριστοκρατικής καταγωγής επίσης) Ολίβια και της μεταμφιεσμένης στον υπηρέτη Σεζάριο, Βιόλα. Έτσι η σύνδεση με το σαιξπηρικό σύμπαν, που ορίζεται από την αίσθηση του μυστηριώδους και του ονειρικού, είναι άμεση. Το λιτό - μα τελικά έντονης εικαστικότητας αποτύπωμα, σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, τα παιγνιώδη, παραμυθένια κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, το μακιγιάζ της Αλεξάνδρα Μυτά, η ευρηματική μουσική δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού, η κινησιολογία της Σταυρούλας Σιάμου που ακολουθεί τη φόρμα της μαριονέτας ίσως και του βωβού σινεμά (όχι άδικα σε σημεία η παράσταση βρήκε αναφορές στο έργο του Μπομπ Γουίλσον) έρχονται να ενισχύσουν καθοριστικά αυτή την αίσθηση σ' ένα άρτιο αποτέλεσμα που μοιάζει, θαρρείς, με μουσικό κουτί σε μεγέθυνση.

Η οπτική εκκεντρικότητα ωστόσο δεν γίνεται παγίδα για την ανάγνωση. Από την μια, βρίσκεται σε αρμονία με την καθαρότητα αφήγηση της ιστορίας - για την οποία μεγάλο μερίδιο διεκδικεί η εξονυχιστική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου που με βήμα σταθερό αναδεικνύεται σε σημαντικό μεταφραστή - και από τη άλλη, δεν στερεί από το ανέβασμα την κλασική του υπόσταση.

Στη χώρα της Ιλλυρίας συναντάμε και ερμηνευτές σε ωραίες στιγμές. Στο σύνολο ενός καλογυμνασμένου θιάσου (οι περισσότεροι ασκημένοι στις σκηνοθεσίες του Δημήτρη Καραντζά) δεν λείπουν στιγμές αγνής υποκριτικής απόλαυσης. Ο Νίκος Χατζόπουλος σε ένα πραγματικό ντελίριο ως επιστάτης Μαλβόλιο, η Εύη Σαουλίδου, μια πορσελάνινη μινιατούρα παρασυρμένη από τον έρωτα, ο Μιχάλης Σαράντης να προωθεί την κωμικότητα του ως αφελής σερ Άντριου όπως επίσης και η, πάντα διαθέσιμη, Ελίνα Ρίζου, η Έμιλυ Κολιανδρή να δίνει προτεραιότητα στη «μηχανική» του σώματος της, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης με κυνισμό και νεύρο ως δόλιος και μοχθηρός σερ Τόμπυ, ο Γιάννης Κλίνης να γίνεται φορέας μιας βαθιάς μελαγχολίας περισσότερο από τον καθένα στο ρόλο - σύμβολο για την εργογραφία του Σαίξπηρ, αυτόν του Τρελού. Πιο κοντά σε πράγματα που έχουμε δει από αυτούς στο παρελθόν - παρότι δεν αλλοίωσαν τον κώδικα της παράστασης - έμεινε ο Γιώργος Χρυσοστόμου να προσπαθεί να τιθασεύσει με συναίσθημα τη μανιέρα του, ο Άρης Μπαλής υπάκουος στην έμφυτη συστολή του και ο Αινείας Τσαμάτης με το γνώριμο ερμηνευτικό ενθουσιασμό του. Αποτελεσματικοί ήταν και οι νεότεροι ηθοποιοί Βαγγέλης Αμπατζής, Δημήτρης Κίτσος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Σπύρος Χατζηγγελάκης σε συμπληρωματικούς ρόλους.

Κλείνοντας, μια θαυμάσια έναρξη για την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού θεάτρου.

Της Στέλλας Χαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Δημοφιλή