Οι ρητινοσυλλέκτες του Σοφικού

Στα μεταπολεμικά χρόνια η μεγαλύτερη παραγωγή ρητίνης έγινε το 1961 όπου έφτασε τους 41.000 τόνους και η ποσότητα αυτή αντιπροσώπευε το 3% της παγκόσμιας παραγωγής. Έκτοτε εμφανίζει πτωτική τάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Παραγωγή ρητίνης το 1973: 20.587 τόνους, το έτος 1983: 12.558 τόνους, το έτος 1993: 6.265 τόνους, το έτος 2003: 5.761 τόνους, ενώ το έτος 2008 μόλις 3.901 τόνους. Κατά τη δεκαετία του '70 συλλογή ρητίνης γινόταν σε περισσότερες περιοχές της χώρας όπου σήμερα έχει πλέον σταματήσει κάθε σχετική δραστηριότητα. Τέτοιες περιοχές είναι η Μυτιλήνη, Αταλάντη, Θήβα, Καπανδρίτι, Λαύριο, Πεντέλη, Πειραιάς, Πόρος, Αργολίδα κ.α, ενώ μετά την τελευταία μεγάλη πυρκαγιά το 2007 τέθηκε εκτός ρητινοσυλλογής και η Ηλεία.
David Santiago Garcia via Getty Images

Οι ρητινοσυλλέκτες, που δραστηριοποιούνται, επί δεκαετίες, στο Σοφικό του νομού Κορινθίας και σε άλλες περιοχές της χώρας, είναι άρρηκτα δεμένοι με το δάσος, προσφέροντας αναντικατάστατες υπηρεσίες στην προστασία και ανάπτυξή τους.

Στα πανέμορφα δάση του Σοφικού αν περιηγηθεί κάνεις θα δει «δουλεμένα» δέντρα 300 χρόνων. Για αυτούς τους ανθρώπους, η συλλογή ρητίνης είναι βασική πηγή εσόδων και μοναδικό μέσο επιβίωσης τους. Μια εργασία ιδιαίτερα επίπονη και σκληρή κάτω από αντίξοες συνθήκες και σε δύσβατες περιοχές χωρίς υποδομές και ευκολίες.

Το σκουμπάφι, η ξύστρα, το χτύπημα, είναι ορολογίες που οι Σοφικίτες τις καταλαβαίνουν καλύτερα από τον καθένα. Από τον μήνα Μάρτιο έως το μήνα Σεπτέμβρη οι ρητινοσυλλέκτες γυρνάνε στα δάση για το δύσκολο μεροκάματο. Η διαδικασία παραγωγής της ρητίνης ακολουθείται με ευλάβεια και ιδιαίτερη προσοχή με τον ίδιο ακριβώς παραδοσιακό τρόπο εδώ χρόνια. Το κούρεμα της φλούδας, το χτύπημα, το ράντισμα με τη φούσκα για να «δακρύσει» το δέντρο, η εντομή, η εγκοπή δηλαδή και από κάτω το «κουπάκι», ο τενεκές. Για περίπου 8 μέρες το πεύκο στάζει το ρετσίνι και ύστερα, η πληγή του δέντρου κλείνει.

Ο ρητινοσυλλέκτης ξεκινά την εργασία του από τα ξημερώματα, εκτίθεται σε υψηλές θερμοκρασίες (κρύου και ζέστης), δουλεύει σε αφιλόξενο περιβάλλον που κρύβει πολλούς κινδύνους με δύσκολη πρόσβαση στο δάσος, ενώ πολλές φορές βρίσκεται αντιμέτωπος με μολύνσεις, εγκαύματα και αναπνευστικά προβλήματα (από τους ψεκασμούς με θεϊκό οξύ). Φορτώνεται με μεγάλο βάρος και διανύει ανηφορικά και απότομα κατηφορικά χιλιόμετρα για να μεταφέρει τη ρητίνη που μαζεύει. Το δε ψυχολογικό του άγχος για την προστασία και του δάσους και της παραγωγής του, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες των πυρκαγιών, είναι τεράστιο.

Ωστόσο, είναι λυπηρό ότι οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι δεν έχουν σταθερά ασφαλιστικά δικαιώματα με αποτέλεσμα αρκετούς μήνες το χρόνο να μένουν ανασφάλιστοι, αφού η κατοχύρωση των ενσήμων είναι συνδεδεμένη με την παραγωγή της ρητίνης, η οποία παρεμπιπτόντως αγοράζεται σε πολύ χαμηλές τιμές. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό κλάδο, που συντηρεί και κρατάει δεκάδες οικογένειες στον τόπο τους, σε μικρά χωριά της επαρχίας.

Η Συγκομιδή της ρητίνης

Στη χώρα μας η ρητινοσυλλογή ρυθμίζεται από το Β.Δ 439/68 ΦΕΚ (150/Α/1968). Σήμερα χρησιμοποιείται αποκλειστικά η μέθοδος της αποφλοίωσης με διάνοιξη μετώπου και χημική επίδραση πάστας θειικού οξέος. Η μέθοδος αυτή αξιοποιώντας την ανατομία του ξύλου (αξονικοί και ακτινικοί ρητινοφόροι αγωγοί) προκαλεί τον ερεθισμό και το άνοιγμα των ακτινικών αγωγών. Χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία για τη διαμόρφωση του μετώπου ρητίνευσης και την τοποθέτηση σε αυτό της πάστας θειικού οξέος. Η παραγόμενη ρητίνη οδηγείται από το μέτωπο με τη βοήθεια μεταλλικών οδηγών ροής σε μεταλλικά ή πλαστικά δοχεία τα οποία στερεώνονται κατάλληλα στη βάση του μετώπου.

Παρά τη δραματική μείωση της παραγωγής της η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται η μεγαλύτερη ρητινοπαραγωγός χώρα της Ευρώπης, λόγω της ποσότητας και της ποιότητας των προϊόντων της ρητίνης που παράγει από τους φυσικούς πληθυσμούς χαλεπίου πεύκης.

Η ρητίνευση δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα του ξύλου, που εξακολουθεί να είναι κατάλληλο για διάφορα προϊόντα (πριστή ξυλεία, χαρτοπολτός, μοριόπλακες κ.ά) μέχρι την απορητίνευσή του, οπότε το δένδρο υλοτομείται αμέσως αφού αφαιρεθούν όλα τα μεταλλικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία ρητίνευσης.

Χρήσεις της ρητίνης

Η χρήση και παραγωγή της ρητίνης είναι γνωστή στον άνθρωπο από την αρχαιότητα. Η αρχαιότερη ιστορική αναφορά παγκοσμίως είναι αυτή του Θεόφραστου στην «περί φυτών πραγματεία» του, το 300 περίπου π.χ. στην οποία αναφέρει λεπτομερώς τη μέθοδο συλλογής ρητίνης στην εποχή του καθώς και τη μέθοδο παρασκευής της κολοφώνιας πίσσας. Οι αρχαίοι λαοί, όπως Κινέζοι, Ιάπωνες και Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τη ρητίνη για την παραγωγή λάκκας και βερνικιών. Είναι επίσης γνωστή η χρήση της στη στεγανοποίηση των ξύλινων πλοίων, την παρασκευή του υγρού πυρός (εύφλεκτης πολεμικής ύλης) κατά το μεσαίωνα, αλλά και στην παραγωγή της ρετσίνας και εμπλάστρων για ιατρικούς σκοπούς.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη παραγωγής ποικιλίας βιομηχανικών προϊόντων:

Το τερεβινθέλαιο (κοινώς νέφτι) -το υγρό απόσταγμα της ρητίνης- χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλυτικό στην παρασκευή, χρωμάτων, αρωμάτων, καλλυντικών, φαρμάκων, κλπ. Για παράδειγμα η ρητινώδης ουσία του πεύκου χρησιμοποιείτο από πολύ παλιά σε συνδυασμό με κερί, ελαιόλαδο, μέλι και μαστίχα για τη θεραπεία διαφόρων πληγών του δέρματος.

Το κολοφώνιο -το στερεό απόσταγμα της ρητίνης- χρησιμοποιείται στην τυπογραφία, υφαντουργία, μεταλλουργία, καθώς και στην παρασκευή ποικιλίας προϊόντων όπως, αντιδιαβρωτικά, αρωματικά κεριά, αδιάβροχα υλικά, τεχνητά δόντια, έμπλαστρα, συντηρητικά, προσθετικά γεύσης, χρώματα, φάρμακα, χαρτόκολλες, διάφορα γαλακτώματα, τσίχλες κλπ.

Οικονομική και κοινωνική σημασία της ρητίνης

Παρά την ευρεία χρήση της ρητίνης που παράγεται από ζώντα δένδρα, η παραγωγή της στην Ελλάδα μειώνεται συνεχώς.

Στα μεταπολεμικά χρόνια η μεγαλύτερη παραγωγή ρητίνης έγινε το 1961 όπου έφτασε τους 41.000 τόνους και η ποσότητα αυτή αντιπροσώπευε το 3% της παγκόσμιας παραγωγής. Έκτοτε εμφανίζει πτωτική τάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

•Παραγωγή ρητίνης το 1973: 20.587 τόνους, το έτος 1983: 12.558 τόνους, το έτος 1993: 6.265 τόνους, το έτος 2003: 5.761 τόνους, ενώ το έτος 2008 μόλις 3.901 τόνους.

•Κατά τη δεκαετία του '70 συλλογή ρητίνης γινόταν σε περισσότερες περιοχές της χώρας όπου σήμερα έχει πλέον σταματήσει κάθε σχετική δραστηριότητα. Τέτοιες περιοχές είναι η Μυτιλήνη, Αταλάντη, Θήβα, Καπανδρίτι, Λαύριο, Πεντέλη, Πειραιάς, Πόρος, Αργολίδα κλπ., ενώ μετά την τελευταία μεγάλη πυρκαγιά το 2007 τέθηκε εκτός ρητινοσυλλογής και η Ηλεία. Σήμερα στην Ελλάδα ρητινεύονται αποκλειστικά τα δάση της χαλεπίου πεύκης στις παρακάτω περιοχές: Κορινθία (Σολυγεία, Περαχώρα, Σαρωνικός κ.α.) Εύβοια (κυρίως Β. Εύβοια), Σκόπελο, Χαλκιδική (Κασσάνδρα, Πολύγυρος) και Αττική (Μέγαρα, Αιγάλεω).

•Το 1935 λειτουργούσαν 32 εργοστάσια επεξεργασίας της ρητίνης, το 1991 είχαν μειωθεί σε 9 και σήμερα ουσιαστικά σε πλήρη δραστηριότητα υπάρχει μόνο ένα στη Μάνδρα Αττικής, ενώ 2 μικρότερα υπάρχουν στην Εύβοια.

Ο αριθμός των ρητινεργατών έχει περιοριστεί στους 1.000 περίπου, ενώ οι αναφορές για τη δεκαετία του '80 τους ανεβάζουν σε πάνω από 3.500 χιλιάδες.

Συνοπτικά μπορούμε να συνοψίσουμε τις αιτίες που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση, διαχρονικά, ως εξής:

1.Η εσωτερική μετακίνηση, κυρίως των νέων, από την ύπαιθρο προς τις πόλεις για αναζήτηση καλύτερης απασχόλησης και εισοδήματος.

2.Η μορφολογία και η σύνθεση των εκτάσεων που ρητινεύονται (μεγάλες κλίσεις, υπόροφος πυκνής και συχνά απροσπέλαστης βλάστησης κλπ. δυσχέρειες) κάνουν τη δουλειά του ρητινοσυλλέκτη επίπονη και χρονοβόρα.

3.Η εξαιρετικά χαμηλή τιμή πώλησης της ρητίνης που προσέφεραν οι εγχώριες επιχειρήσεις επεξεργασίας της. Στον τομέα αυτό τα τελευταία χρόνια, τείνει να δημιουργηθεί μονοπωλιακή κατάσταση.

4.Η αδυναμία των παραγωγών και των γεωργικών ενώσεών τους να προωθήσουν τη ρητίνη σε αγορές εκτός Ελλάδας προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερες τιμές.

5.Οι πυρκαγιές των δασών που αφανίζουν τις εκτάσεις που ρητινεύονται (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ηλεία).

Παρά τη δραματική μείωση της παραγωγής της η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται η μεγαλύτερη ρητινοπαραγωγός χώρα της Ευρώπης, λόγω της ποσότητας και της ποιότητας των προϊόντων της ρητίνης που παράγει από τους φυσικούς πληθυσμούς χαλεπίου πεύκης.

Η σημασία της ρητινοκαλλιέργειας στην προστασία των δασών

Τα δάση της χαλεπίου πεύκης -δημόσια και ιδιωτικά- είναι εκείνα τα οποία απειλούνται περισσότερο από τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Οι ρητινοσυλλέκτες εργαζόμενοι κατά τους θερμούς θερινούς μήνες μέσα σε αυτά αποτελούν τους άμισθους φύλακες του δασικού οικοσυστήματος. Προστατεύουν το προϊόν του προσωπικού τους μόχθου, το ρετσίνι και ταυτόχρονα το ίδιο το δάσος, την πηγή του προϊόντος αυτού.

Ανοίγουν μονοπάτια για να κινούνται από δένδρο σε δένδρο και απομακρύνουν τον υπόροφο γύρω από τα δένδρα που ρητινεύουν, προκειμένου να διευκολύνουν την εργασία τους. Έχει υπολογισθεί ότι κάθε ρητινοσυλλέκτης καθαρίζει το 20% της συνολικής έκτασης που ρητινεύει. Αποτελούν μια πολύ ουσιαστική ασπίδα πυροπροστασίας

Εκτός από τις υπηρεσίες φύλαξης και καθαρισμού των δασών που προσφέρουν, οι ρητινοσυλλέκτες, επεμβαίνουν άμεσα και με προσωπικό ενδιαφέρον στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που πυρκαγιές αντιμετωπίστηκαν εν τη γενέσει τους, από τους ρητινεργάτες, και αποφεύχθηκε η καταστροφική επέκταση τους.

Για την προσφορά τους αυτή επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό για κάθε κιλό παραγόμενης ρητίνης. Επίσης τους παραχωρούνται από τη Γενική Διεύθυνση Δασών τα υλικά ρητίνευσης (πάστα θειικού οξέος, ψεκαστήρες, σακούλες και δοχεία συλλογής ρητίνης), σε μια προσπάθεια διατήρησης και ενίσχυσης του παραδοσιακού και εξόχως σημαντικού αυτού επαγγέλματος για την προστασία των δασών.

Η κρατική αυτή βοήθεια είναι σημαντική αλλά δεν είναι ικανή να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα στον κλάδο της ρητίνης. Η ρητίνη δεν είναι απλά ένα παραγόμενο προϊόν. Είναι μια οικολογική αειφορική δραστηριότητα που πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω. Είναι μια ήπια παραγωγική διαδικασία που μπορεί να κρατήσει νέους ανθρώπους στα χωριά τους, όπως στο Σοφικό. Είναι μια υποχρέωση απέναντι στις επόμενες γενιές.

Δημοφιλή