Γιατί οι μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολες στην Ελλάδα

Πέμπτον, οι μεταρρυθμίσεις για να πετύχουν χρειάζονται συνέπεια και εμμονή. Οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στην Ελλάδα δεν έδειξαν κάτι τέτοιο. Σε κάποιους τομείς, οι αλλαγές που έγιναν δεν ήταν πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ σε άλλους, οι μεταρρυθμίσεις έγιναν «στο πόδι» και χρειάσθηκαν στην πορεία διορθωτικές παρεμβάσεις. Και βέβαια οι συχνές αλλαγές κυβερνήσεων και υπουργών έπαιξαν το ρόλο τους στο θέμα αυτό. Αρκεί να σημειωθεί ότι από το 2009, που άρχισε να διαφαίνεται έντονα η ανάγκη μεταρρυθμίσεων, έχουν υπάρξει οκτώ κυβερνήσεις (μερικές μεταβατικές) και δέκα Υπουργοί Οικονομικών.
Florian Gaertner via Getty Images

Ενώ ξέρουμε ότι για να ορθοποδήσει η χώρα απαιτούνται γενναίες μεταρρυθμίσεις, σε όλους σχεδόν τους τομείς δημόσιας πολιτικής, τα χρόνια περνάνε και πραγματικές μεταρρυθμίσεις δεν βλέπουμε. Άλλες πάλι «μεταρρυθμίσεις» βρίσκονται σε διαδικασία «ράβε-ξήλωνε» ή δεν έχουν καν επιχειρηθεί. Αυτό συμβαίνει γιατί, για να προχωρήσουν και να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ισχύουν κάποιες συνθήκες οι οποίες δεν είναι ευνοϊκές στην Ελλάδα.

Πρώτον, για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις χρειάζεται χρόνος. Χρόνος για να μελετηθούν, να συζητηθούν εντός της κυβέρνησης, να γίνει διαβούλευση, να βρεθεί η σωστή στιγμή που θα ψηφισθούν, να αρχίσει η εφαρμογή τους κλπ. Μελέτες δείχνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που πέτυχαν χρειάσθηκαν πάνω από δυο χρόνια για όλα αυτά, ενώ αυτές που δεν είχαν την ίδια τύχη είναι αυτές που επιχειρήθηκαν βιαστικά και υπό συνθήκες πίεσης. Βλέπε δηλαδή περίπτωση της Ελλάδας.

Δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις μπορούν εύκολα να προχωρήσουν όταν έχει περιθώρια ο κρατικός προϋπολογισμός να απορροφήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την απώλεια όσων χάνουν από αυτές. Γιατί έτσι περιορίζονται οι αντιδράσεις και μπορεί η κυβέρνηση απρόσκοπτα να τις προχωρήσει. Αυτό δε συνέβη φυσικά στην Ελλάδα. Αντίθετα, ο απώτερος στόχος των κάθε λογής «μεταρρυθμίσεων» δεν ήταν να εξορθολογήσουν το σύστημα και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα, αλλά να ενισχυθεί ο κρατικός προϋπολογισμός.

Τρίτον, οι μεταρρυθμίσεις είναι πιο εύκολα αποδεκτές από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και την κοινή γνώμη αν τα προτεινόμενα μέτρα είναι κοινωνικώς αποδεκτά και προκύπτουν από αυτά κερδισμένοι και χαμένοι. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις είναι πιο εύκολα αποδεκτές αν οι όποιες απώλειες υπάρξουν αντισταθμίζονται από οφέλη μεταρρυθμίσεων σε άλλους τομείς πολιτικής. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε τίποτα από τα δυο. Τα μέτρα που πάρθηκαν είχαν μόνο χαμένους και δεν αντισταθμίστηκαν από μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς. Αυτοί που εθίγησαν από τη μείωση των αποδοχών, εθίγησαν και από το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, τη φορολογία κλπ. Έτσι, οι μεταρρυθμίσεις ήταν πολύ πιο δύσκολο να προχωρήσουν.

Αρκεί να σημειωθεί ότι από το 2009, που άρχισε να διαφαίνεται έντονα η ανάγκη μεταρρυθμίσεων, έχουν υπάρξει οκτώ κυβερνήσεις (μερικές μεταβατικές) και δέκα Υπουργοί Οικονομικών.

Τέταρτον, το αποτέλεσμα μιας μεταρρύθμισης εξαρτάται από τη συνοχή του κυβερνώντος κόμματος όσον αφορά τις επιχειρούμενες αλλαγές. Εξαρτάται επίσης από τη διάθεση της αντιπολίτευσης να εκμεταλλευθεί την κατάσταση με σκοπό να δράξει πολιτικά οφέλη. Ούτε αυτός ο παράγοντας ήταν ευνοϊκός στην Ελλάδα. Μάλιστα, επειδή οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν ήταν όλες περιοριστικού χαρακτήρα, κάλυπταν ευρύ φάσμα τομέων πολιτικής και επηρέασαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα την καθημερινότητα και το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, επέδρασαν σωρευτικά στη συνοχή των κομμάτων που κυβέρνησαν. Προκάλεσαν εκλογές, διάσπαση κομμάτων που συμμετείχαν σε κυβερνητικά σχήματα, αλλαγή αρχηγών και αποχωρήσεις στελεχών τους από αυτά.

Πέμπτον, οι μεταρρυθμίσεις για να πετύχουν χρειάζονται συνέπεια και εμμονή. Οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στην Ελλάδα δεν έδειξαν κάτι τέτοιο. Σε κάποιους τομείς, οι αλλαγές που έγιναν δεν ήταν πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ σε άλλους, οι μεταρρυθμίσεις έγιναν «στο πόδι» και χρειάσθηκαν στην πορεία διορθωτικές παρεμβάσεις. Και βέβαια οι συχνές αλλαγές κυβερνήσεων και υπουργών έπαιξαν το ρόλο τους στο θέμα αυτό. Αρκεί να σημειωθεί ότι από το 2009, που άρχισε να διαφαίνεται έντονα η ανάγκη μεταρρυθμίσεων, έχουν υπάρξει οκτώ κυβερνήσεις (μερικές μεταβατικές) και δέκα Υπουργοί Οικονομικών.

Τέλος, μία σημαντική προϋπόθεση για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις είναι να υπάρχει γι' αυτές σχετική εκλογική εντολή. Διαφορετικά, οι μελέτες δείχνουν ότι η μόνη περίπτωση να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις χωρίς τέτοια εντολή είναι να αποφέρουν στους ψηφοφόρους οφέλη και μάλιστα πολύ σύντομα. Ούτε όμως αυτή η συνθήκη υπήρξε στην Ελλάδα. Αντίθετα οι πολίτες διαπίστωσαν ότι ήταν εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο διαδοχικών «μεταρρυθμίσεων» και περαιτέρω μειώσεων του βιοτικού τους επιπέδου, χωρίς κάποιο αντίκρισμα. Έτσι, καταψήφισαν όλα τα πολιτικά κόμματα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση και συμφώνησαν με τις «μεταρρυθμίσεις» και ψήφισαν στις επόμενες εκλογές τα κόμματα που υποσχέθηκαν (ανεξάρτητα από το τι έκαναν στη συνέχεια), όχι άλλες μεταρρυθμίσεις. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι προσδόθηκε από το κοινό μια αρνητική χροιά στη λέξη μεταρρύθμιση η οποία, σε συνδυασμό με τις μειωμένες πλέον αντοχές του, κάνει τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα ακόμη πιο δύσκολες στο μέλλον. Ίσως αυτή είναι η μεγαλύτερη ζημία των «μεταρρυθμίσεων» που έγιναν.

Δημοφιλή