Ο θρήνος δεν έχει πρωτόκολλο

Η απόφαση της Άννας Βαγενά να μεταφέρει τη σορό του Λουκιανού Κηλαηδόνη στο θέατρό τους «Μεταξουργείο», προκειμένου να τον «χαιρετήσουν» όσοι επιθυμούσαν, σχολιάστηκε ως αναβίωση ενός «αναχρονιστικού εθίμου» ή ακόμα και ως απόπειρα «κεφαλαιοποίησης» της δημοφιλίας του θανόντος από την (και πολιτικό) σύντροφό του. Ανήκω στη γενιά που πρόλαβε την παράδοση που ήθελε τη σορό των νεκρών να παραμένει στο σπίτι που ζούσε μέχρι την κηδεία του, και μάλιστα σε κάσα στο κέντρο του σαλονιού, με τους συγγενείς και τους φίλους να κλαίνε γύρω του, να θυμούνται και να παρηγορούν ο ένας τον άλλον.
sooc

Η απόφαση της Άννας Βαγενά να μεταφέρει τη σορό του Λουκιανού Κηλαηδόνη στο θέατρό τους «Μεταξουργείο», προκειμένου να τον «χαιρετήσουν» όσοι επιθυμούσαν, σχολιάστηκε ως αναβίωση ενός «αναχρονιστικού εθίμου» ή ακόμα και ως απόπειρα «κεφαλαιοποίησης» της δημοφιλίας του θανόντος από την (και πολιτικό) σύντροφό του.

Ανήκω στη γενιά που πρόλαβε την παράδοση που ήθελε τη σορό των νεκρών να παραμένει στο σπίτι που ζούσε μέχρι την κηδεία του, και μάλιστα σε κάσα στο κέντρο του σαλονιού, με τους συγγενείς και τους φίλους να κλαίνε γύρω του, να θυμούνται και να παρηγορούν ο ένας τον άλλον.

Για την ακρίβεια, πρόλαβα την εποχή που, ακόμα και στην Αθήνα, ήταν στοιχειώδης κοινωνικός κανόνας να πας στο σπίτι του θανόντος και να περάσεις λίγη ώρα με τους οικείους του. Η παράδοση αυτή βοηθούσε τους δικούς του να συνειδητοποιήσουν το «κακό» που χτύπησε το σπίτι τους, να εκτονώσουν τον θρήνο τους, να νιώσουν τη στήριξη από τον κοινωνικό περίγυρο και να ξεκινήσει γρηγορότερα η διαδικασία αποδοχής της απώλειας.

Είχε επιπλέον παιδευτικό χαρακτήρα, καθώς τα νεότερα μέλη της οικογένειες συνειδητοποιούσαν (πολλές φορές με μεγάλη σκληρότητα) το εφήμερο της ζωής και πόσο ξαφνικά οι άνθρωποι που θεωρούσαν δεδομένους, περνούσαν από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, αφήνοντας ένα άψυχο σώμα να κείτεται στη θέση που υπήρχε ένας καλός, κακός, πρόσχαρος, ψυχρός, φωνακλάς, γαλήνιος, όμορφος ή άσχημος άνθρωπος.

Δεν υπάρχουν κανόνες στην απώλεια και στον θρήνο. Δεν υπάρχει πρωτόκολλο στη λύπη.

Η παράδοση αυτή απαγορεύτηκε με υγειονομικό νόμο, όταν η επιστήμη διαπίστωσε ότι η σήψη του ανθρώπινου σώματος ξεκινά από το επόμενο λεπτό του θανάτου του και όλοι οι παθογόνοι μικροοργανισμοί πολλαπλασιάζονται με ασύλληπτους ρυθμούς, από τη στιγμή που σταματήσει να λειτουργεί το ανοσοποιητικό σύστημα. Η παρουσία μίας σορού για ένα 24ωρο σε ένα σπίτι και η επαφή ανθρώπων με αυτήν (φίλημα χεριού του θανόντος), ήταν υγειονομικά απαράδεκτη.

Η απαγόρευση της παράδοσης και η ευρύτατη χρήση ηρεμιστικών / υπνωτικών από τους άμεσους συγγενείς, προκειμένου να αντέξουν τον πόνο της απώλειας, οδήγησε σταδιακά και στην κατάργηση των «νυχτεριών» για τον νεκρό και τον περιορισμό του «αποχαιρετισμού» στην τελετουργική εκκλησιαστική κηδεία και στη διαδικασία της ταφής.

Όσοι έχουν βιώσει την απώλεια ενός πολύ κοντινού και αγαπημένου τους προσώπου, γνωρίζουν ότι ο μεγαλύτερος πόνος, μετά τη διαπίστωση του θανάτου, είναι ο αποχωρισμός από το σώμα του νεκρού. Η ιδέα ότι άγνωστοι άνθρωποι παίρνουν το σώμα του μακριά από σένα για να το πλύνουν, να το ντύσουν και να το τοποθετήσουν σε έναν νεκροθάλαμο μέχρι την κηδεία, είναι συντριπτική.

Χωρίς να έχεις συνειδητοποιήσει ακόμα την απώλεια, αισθάνεσαι ότι εγκαταλείπεις τον άνθρωπό σου στην πιο ευάλωτη στιγμή του, όταν δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να προστατεύσει το σώμα του από ξένα, ίσως ασεβή και πάντως σίγουρα ψυχρά χέρια.

Θέλεις εσύ να βρίσκεσαι εκεί. Να είσαι εσύ αυτός που θα το περιποιηθεί και θα το προστατεύσει. Εσύ που αγαπάς τον νεκρό. Δεν υπάρχει ορθολογισμός στην απώλεια. Μόνο συναισθήματα, που σου λένε ότι το σώμα είναι τόσο πολύτιμο όσο και ο άνθρωπος που έχασες.

Η διαδικασία συμφιλίωσης με την απώλεια ξεκινά μόνο με τον ενταφιασμό - και περισσότερο με την αποτέφρωση - της σορού.

Τότε αρχίζεις να γαληνεύεις από την αγωνία για το σώμα και αρχίζεις να σκέφτεσαι μόνο την απώλεια της ύπαρξης. Μπορεί να τα καταφέρεις, μπορεί να κουβαλάς την απώλεια σε όλη σου τη ζωή.

Δεν υπάρχουν κανόνες στην απώλεια και στον θρήνο. Δεν υπάρχει πρωτόκολλο στη λύπη.

Θαρρώ πως μόνο όποιος δεν έχει χάσει κάποιο πραγματικά αγαπημένο πρόσωπο, μπορεί να κρίνει τον θρήνο των άλλων... Οι υπόλοιποι, απλά σιωπούμε.