Η διεθνοπολιτική παρακαταθήκη του Μπαράκ Ομπάμα

Αν και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα, ας επιδιώξουμε μία πρώτη αποτίμηση του έργου του κυρίως στην διεθνή του πτυχή, με γνώμονα την κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών στην αρχή και το τέλος της θητείας του. Ο Ομπάμα διαδέχθηκε το 2009 την προηγούμενη αρειμάνια κυβέρνηση του Τζ. W. Μπους, αναλαμβάνοντας την χώρα εν μέσω μιας βαθύτατης οικονομικής κρίσης. Παρέλαβε επίσης, μία διπλωματικά τρωθείσα Αμερική, λόγω των μονομερών επεμβάσεων στο διεθνές σύστημα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, την οποία επέκριναν για την εξωτερική της πολιτική, σύμμαχοι και εχθροί. Οκτώ έτη μετά, θα παραδώσει μία σταθεροποιημένη δημοσιονομικά, αναπτυσσόμενη οικονομικά και ενισχυμένη διπλωματικά, χώρα.
NurPhoto via Getty Images

Συνιστά ίδιον της ανθρώπινης φύσης να εκτιμά θετικότερα καταστάσεις όταν πάψουν πλέον να υφίστανται και ανθρώπους όταν τερματιστεί η προηγηθείσα μεταξύ τους σχέση. Εν όψει της αποχώρησης του Μπαράκ Ομπάμα από τον Λευκό Οίκο, αποτελώντας τον 44ο Πρόεδρο, και της επικείμενης ανάληψης των καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τρμαμπ, έχουν αρχίσει οι συζητήσεις για την αποτίμηση του έργου του, για την Αμερική αλλά και τον κόσμο.

Εξετάζοντας τα αποτελέσματα των τεσσάρων τελευταίων προεδρικών εκλογών, μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, παρατηρούμε ότι, ο Ομπάμα επικράτησε δις και με άνεση - το 2008 τον επέλεξαν 69,5 εκατομμύρια ψηφοφόρων έναντι 59,9 του ανθυποψηφίου του John McCain και το 2012 65.9 έναντι των 60,9 του Mitt Romney- της «άλλης», μη αρεστής σε πολλούς αλλά υπαρκτής, Αμερικής των εξήντα περίπου εκατομμυρίων αμερικανών ψηφοφόρων, οι οποίοι κατά μέσο όρο, στις συγκεκριμένες εκλογικές αναμετρήσεις, ψηφίζουν το ρεπουμπλικανικό κόμμα. (το 2004 ο Τζ. W. Μπους έλαβε 62 εκ. ψήφους έναντι των 59 του Τζ. Κέρι, ενώ τέλος στις πρόσφατες εκλογές ο Ντ. Τραμπ συγκέντρωσε 60,3 έναντι, των περισσοτέρων αλλά μην αρκούντων, 60,9 της Χ. Κλίντον). Διαπιστώνουμε ότι οι ρεπουμπλικάνοι διατηρούν έναν σχετικά σταθερό αριθμό ψηφοφόρων, περί των 60 εκατομμυρίων, ενώ οι δημοκρατικοί παρουσίασαν αυξομειώσεις στις εκλογικές τους επιδόσεις. Επομένως δεν επικράτησε τόσο ο Τραμπ, όσο απέτυχε η Κλίντον να συσπειρώσει τους δημοκρατικούς ψηφοφόρους, λαμβάνοντας 5 εκατομμύρια. λιγότερους ψήφους εν σχέσει με το 2012 και 9, περίπου, σε σύγκριση με το 2008. Συμπεραίνουμε, λοιπόν πως η παρουσία του Ομπάμα, τόσο στο πολιτικό, όσο και στο κομματικό γίγνεσθαι, ήταν κυρίαρχη επικρατώντας των ρεπουμπλικανών και έλκοντας περισσότερους ψηφοφόρους απ' ό,τι συνήθως οι δημοκρατικοί υποψήφιοι.

Αν και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα, ας επιδιώξουμε μία πρώτη αποτίμηση του έργου του κυρίως στην διεθνή του πτυχή, με γνώμονα την κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών στην αρχή και το τέλος της θητείας του. Ο Ομπάμα διαδέχθηκε το 2009 την προηγούμενη αρειμάνια κυβέρνηση του Τζ. W. Μπους, αναλαμβάνοντας την χώρα εν μέσω μιας βαθύτατης οικονομικής κρίσης. Παρέλαβε επίσης, μία διπλωματικά τρωθείσα Αμερική, λόγω των μονομερών επεμβάσεων στο διεθνές σύστημα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, την οποία επέκριναν για την εξωτερική της πολιτική, σύμμαχοι και εχθροί. Οκτώ έτη μετά, θα παραδώσει μία σταθεροποιημένη δημοσιονομικά, αναπτυσσόμενη οικονομικά και ενισχυμένη διπλωματικά, χώρα.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι σχεδόν όλοι οι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών απεύχονται μία πιθανή αμερικανική αναδίπλωση και περιορισμό των δεσμεύσεών της στο διεθνές σύστημα. Εν αντιθέσει, ας θυμηθούμε την ενδοατλαντική κρίση, μετά την αμερικανική, ακολουθούμενη από ορισμένους εκ των συμμάχων της, επέμβαση στο Ιράκ το 2003. Στην περίπτωση της συριακής κρίσης, η Ουάσιγκτον απέφυγε την άμεση επέμβαση, ερχόμενη σε συνεννόηση με τη Ρωσία, ενώ στον ουκρανικό εμφύλιο περιορίστηκε σε διπλωματικά και οικονομικά αντίμετρα.

Ακολούθως διαπραγματεύεται με την Κίνα για το ζήτημα του βορειοκορεατικού πυρηνικού οπλοστασίου. Εν ολίγοις, αποκατέστησε μία σχετική πολυμέρεια στις διεθνείς σχέσεις, ίσως και εξ ανάγκης, δρομολογώντας την εξομάλυνση με το Ιράν, η οποία, εφ' όσον συνεχιστεί, θα ενισχύσει την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι των ανταγωνιστών της καθώς και θα «διευκολύνει» την αμερικανική πολιτική προς τους δύστροπους περιφερειακούς συμμάχους της (Ισραήλ, Τουρκία, Σαουδική Αραβία). Παράλληλα, προχώρησε στην επικύρωση, μαζί με την Κίνα που συνιστούν παγκοσμίως τους μεγαλύτερους ρυπαντές, της ιστορικής συμφωνίας στο Παρίσι για την κλιματική αλλαγή.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν το ισχυρότερο κράτος στο διεθνές σύστημα. Οι σύμμαχοί τους, στην τωρινή συγκυρία, ανησυχούν για τυχόν αναδίπλωση τους και όχι για την επεμβατική τους φρενίτιδα, όπως την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαπενταετία. Η διεθνής τάξη πιθανόν να μην είναι ασφαλέστερη εν σχέσει με την προηγούμενη περίοδο, αλλά στη συλλογιστική των περισσοτέρων, κρατών και ανθρώπων, όχι με αμερικανική υπαιτιότητα. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική την τελευταία οκταετία έχει λάβει περισσότερο τη μορφή μίας ηγεμονικής διαχείρισης παρά μίας ηγεμονικής επιβολής στο διεθνές σύστημα, γεγονός που συνετέλεσε καίρια στην βελτίωση της θέσης και του ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών τόσο στα πλαίσια της δυτικής συμμαχίας, όσο και ευρύτερα. Αναμφίβολα αποτελεί κατάκτηση που πρέπει να πιστωθεί στον Μπαράκ Ομπάμα, για τον οποίο το πόσο σημαντικός Πρόεδρος υπήρξε, εν τέλει, θα αποφανθεί ο αδέκαστος κριτής που ονομάζεται Ιστορία. Είθε να μην τον αναπολήσουμε σύντομα!

Αναδημοσίευση από neapolitiki.gr

Δημοφιλή