Το νέο κεφάλαιο της HuffPost

Όπως τόσες άλλες βιομηχανίες, η δημοσιογραφία έχει επικεντρώσει μεγάλο μέρος της προσοχής της στα ευκατάστατα αστικά κέντρα. Παρόλα αυτά δε με πείθει το φαιδρό επιχείρημα ότι ο εθνικός Τύπος είναι μια κλειστή ελίτ-πολλοί από μας μεγάλωσαν σε μακρινά μέρη και με διαφορετικό υπόβαθρο. Ο πατέρας μου είναι βετεράνος με αναπηρία και η μητέρα μου είναι μετανάστρια από την Αφρική. Σπούδασα στο κολέγιο εν μέρει χάρη στο Pell Grant, μια κυβερνητική υποτροφία που προσφέρεται στους πιο οικονομικά αδύναμους μαθητές. Οι παππούδες μου από την πλευρά του πατέρα μου υποστήριζαν τους Ρεπουμπλικανούς του Goldwater. Και παρά ταύτα, στον απόηχο των προεδρικών εκλογών του 2016, πολλοί δημοσιογράφοι αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να μας εμπιστεύεται το κοινό μας.
huffpost

Έχουμε καινούριο όνομα, μορφή και αποστολή - να αφηγηθούμε τις ιστορίες ανθρώπων που έχουν μείνει εκτός της συζήτησης.

Ένα απλό αλλά πανίσχυρο ερώτημα με οδήγησε να μπω στην ομάδα της HuffPost πριν τρεις μήνες, έπειτα από σχεδόν 15 χρόνια στους New York Times: Τι θα σήμαινε να δημιουργήσουμε ένα οργανισμό ειδήσεων που θα επικεντρωνόταν στο να γράφει ουσιαστικά για τους ανθρώπους που νιώθουν αποκομμένοι από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συμφωνίες εξουσίας;

Το ερώτημα αυτό είναι ιδιαίτερα πιεστικό σε μια στιγμή που η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Έρευνα του Pew Research Center των ΗΠΑ τον περασμένο χρόνο αποκάλυψε πως μόλις το 18% των ερωτηθέντων έχουν «μεγάλη» εμπιστοσύνη σε εθνικά συγκροτήματα ΜΜΕ. Από το 1990, παραπάνω από 250.000 θέσεις εργασίας σε εφημερίδες έχουν εξαφανιστεί, οι περισσότερες σε τοπικές εκδόσεις. Είναι δύσκολο να αντιμετωπίζεις τους δημοσιογράφους σαν τον εχθρό του αμερικανικού λαού, όπως το έθεσε κι ο Ντόναλντ Τραμπ, όταν τους βλέπεις να καλύπτουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του Λυκείου σου και τα δημοτικά συμβούλια. Όμως με λιγότερους τοπικούς ρεπόρτερ στο πεδίο, δεν είναι έκπληξη που το κοινό μας μάς εμπιστεύεται όλο και λιγότερο.

Όπως τόσες άλλες βιομηχανίες, η δημοσιογραφία έχει επικεντρώσει μεγάλο μέρος της προσοχής της στα ευκατάστατα αστικά κέντρα. Παρόλα αυτά δε με πείθει το φαιδρό επιχείρημα ότι ο εθνικός Τύπος είναι μια κλειστή ελίτ-πολλοί από μας μεγάλωσαν σε μακρινά μέρη και με διαφορετικό υπόβαθρο. Ο πατέρας μου είναι βετεράνος με αναπηρία και η μητέρα μου είναι μετανάστρια από την Αφρική. Σπούδασα στο κολέγιο εν μέρει χάρη στο Pell Grant, μια κυβερνητική υποτροφία που προσφέρεται στους πιο οικονομικά αδύναμους μαθητές. Οι παππούδες μου από την πλευρά του πατέρα μου υποστήριζαν τους Ρεπουμπλικανούς του Goldwater. Και παρά ταύτα, στον απόηχο των προεδρικών εκλογών του 2016, πολλοί δημοσιογράφοι αναρωτιούνται αν θα έπρεπε να μας εμπιστεύεται το κοινό μας. Τι πήγε τόσο στραβά; Έχουμε χάσει την επαφή μας με την πραγματικότητα; Τα στοιχεία της Pew μας δείχνουν ότι το κοινό μας είχε χάσει την εμπιστοσύνη του σε μας πολύ πριν δοθεί η πρώτη ψήφος υπέρ του Τραμπ.

Νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για τους ανθρώπους που νιώθουν ότι υπερβολική πολιτική και οικονομική εξουσία έχει συγκεντρωθεί σε μια πολύ μικρή ελίτ.

Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Οι δημοσιογράφοι δεν είδαν το Brexit να έρχεται. Η άνοδος του εθνικισμού στην Ευρώπη και την Ασία μας έπιασε προ εκπλήξεως. Δώσαμε αρκετή σημασία στη μακρόχρονη αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση ή στους αυξανόμενους φόβους ότι η τεχνολογία θα αφανίσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας;

Νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για τους ανθρώπους που νιώθουν ότι υπερβολική πολιτική και οικονομική εξουσία έχει συγκεντρωθεί σε μια πολύ μικρή ελίτ. Για τους ανθρώπους που νιώθουν αποκομμένοι από την ευημερία που έχει προκληθεί από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική εξέλιξη. Που νιώθουν πως το παιχνίδι είναι στημένο. Πως αδικούνται. Πως κερδίζουν πάντα οι ίδιοι. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει πάρα πολλούς ανθρώπους που ψήφισαν τη Χίλαρι Κλίντον και τον Μπέρνι Σάντερς. Φαντάζομαι πως περιλαμβάνει επίσης την πλειονότητα των ψηφοφόρων του Τραμπ. Σίγουρα περιλαμβάνει ανθρώπους που ψήφισαν υπέρ ή κατά του Brexit, αλλά και των γαλλικών εκλογών που έλαβαν χώρα πριν λίγες μέρες.

Για μένα, η μεγαλύτερη διαίρεση στις ΗΠΑ, αλλά και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν εξουσία και σε αυτούς που δεν την έχουν και αυτό δεν ευθυγραμμίζεται εύκολα με την «κόκκινη» ή «μπλε», τη δεξιά ή την αριστερή πολιτική μας. Τα ΜΜΕ απέτυχαν να αφηγηθούν την ιστορία της μιας πλευράς αυτής της διαίρεσης - των ανθρώπων που βιώνουν οργή, που δεν έχουν φωνή, που δεν έχουν εξουσία.

Τα γεγονότα και η αλήθεια είναι βασικά στοιχεία των ειδήσεων. Δεν αρκούν όμως από μόνα τους. Το συναίσθημα, το χιούμορ, η ενσυναίσθηση είναι επίσης απαραίτητα συστατικά της δημοσιογραφίας που βοηθάνε να ξέρεις τι είναι αληθινό. Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας ενημερώνονται από κωμικά σόου.

Αυτό ήταν που με τράβηξε στη HuffPost. Όντας ένας από τους πρώτους ψηφιακούς οργανισμούς ειδήσεων η HuffPost πρωτοστάτησε στο είδος της δημοσιογραφίας που ακούει μέσα από το τεράστιο δίκτυο των αρθρογράφων που συνεισφέρουν. Κάλυψε θέματα με ενέργεια και σύνεση, καταφέρνοντας να συνδεθεί σε βάθος και σε προσωπικό επίπεδο με το κοινό της.

Τη στιγμή που εγκαινιάζουμε ένα νέο όνομα και μια νέα μορφή για τη HuffPost, ταυτόχρονα σκέφτομαι όλα τα παραπάνω ζητήματα. Πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι στο να ακούμε; Πώς μπορούμε να υπηρετήσουμε εσάς, το κοινό μας, καλύτερα; Πηγαίνουμε ένα βήμα πιο μπροστά με το τολμηρό, εντυπωσιακό μας στυλ παρουσιάζοντας τις ειδήσεις με μια αίσθηση χιούμορ, αγανάκτησης και ενσυναίσθησης. Λαμβάνουμε υπόψη επίσης την πρόταση του κοινού μας ανά τον κόσμο και υιοθετούμε επισήμως το πιο σύντομο όνομα που χρησιμοποιούμε εδώ και αρκετά χρόνια: HuffPost.

Στους ερχόμενους μήνες θα δείτε πολύ περισσότερη πρωτογενή δημοσιογραφία από όλη τη χώρα. Διευρύνουμε το «Highline», το φιλόδοξο ψηφιακό περιοδικό μας, για να σας προσφέρουμε το σθένος και το βάθος της δουλειάς που γίνεται εκεί με περισσότερη συχνότητα και σε νέες μορφές. Θα δημιουργήσουμε τολμηρά και συναρπαστικά βίντεο που θα σας συγκινήσουν. Να περιμένετε από μας ότι θα βγούμε εκεί έξω, στο δρόμο και θα ακούσουμε όλους τους ανθρώπους, αυτούς που μπορεί να μη γνωρίζουν τη HuffPost ή αυτούς που νομίζουν ότι δε διηγούμαστε ιστορίες που τους αφορούν.

Θα ζητήσουμε από περισσότερες φωνές από διαφορετικά περιβάλλοντα να μπουν στο δίκτυο των αρθρογράφων που συνεισφέρουν. Και οι διεθνείς μας εκδόσεις θα συνεργαστούν ακόμη περισσότερο για να καλύψουν τα μεγάλα γεγονότα της εποχής μας: την άνοδο του εθνικισμού, της τρομοκρατίας και της κλιματικής αλλαγής, την πρόκληση της μεταναστευτικής κρίσης παγκοσμίως, τη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλο τον κόσμο.

Θα προσπαθήσουμε να δούμε και πέρα από τις ειδήσεις, επενδύοντας στη δημοσιογραφία που δείχνει πώς ζουν οι άνθρωποι καθημερινά. Επανεστιάζουμε την προσοχή μας στα πράγματα που μας φέρνουν χαρά και ανακούφιση, όπως ο πολιτισμός, οι διασημότητες και η ψυχαγωγία. Και χτίζουμε αξιόλογες κοινότητες γύρω από τα πιο σημαντικά θέματα που απασχολούν το κοινό μας -όπως αυτό της ταυτότητας, της γονικής μέριμνας, αλλά και του πώς να ζεις μια υγιή, ολοκληρωμένη ζωή, ανεξαρτήτως του πού ζεις ή του πόσα χρήματα έχεις.

Η HuffPost διαβάζεται μηνιαίως από περίπου 200 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Στόχος μας είναι να κάνουμε αυτή την εξαιρετική πλατφόρμα πηγή αναφοράς των ειδήσεων για όλους τους ανθρώπους. Έχουμε σπουδαία και φιλόδοξα σχέδια για να επανεκκινήσουμε τη συζήτηση για τις ειδήσεις και να τις κάνουμε, και πάλι, ένα απαραίτητο και έμπιστο κομμάτι στη ζωή του κάθε πολίτη.

Ποιες ιστορίες δε λέγονται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ -συμπεριλαμβανομένης και της HuffPost; Πείτε μας στη διεύθυνση: listening@huffpost.com.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στη HuffPost και μεταφράστηκε στα ελληνικά.

Δημοφιλή