Δημοπρασία τηλεοπτικών αδειών vs νομιμότητα

Το μείζον θέμα που θα πρέπει να μας απασχολεί αφορά τη συνταγματικότητα της απόφασης περιορισμού του αριθμού των αδειών σε τέσσερις (4) πανελλαδικά, δεδομένου μάλιστα ότι ο ψηφιακός πάροχος (DIGEA) βεβαίωσε την 20.4.2016 ότι, σήμερα, στην Ελλάδα, είναι τεχνικώς δυνατή η μετάδοση δεκαέξι (16) προγραμμάτων εθνικής εμβέλειας. Οι ενέργειες του αρμόδιου Υπουργού έχουν σοβαρό πρόβλημα αντίθεσης όχι μόνο στις διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος αλλά και στις γενικές αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας.
Xavier Arnau via Getty Images

Η διαδικασία διεξαγωγής του δημοσίου διεθνούς διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες προκηρύχθηκε κατά το ν. 4339/2015, «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης» (Α΄ 133/29.10.2015), σε συμμόρφωση προς δέσμευση που ανέλαβε η χώρα μας κατά την κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δηλαδή το ήδη εφαρμοζόμενο τρίτο Μνημόνιο (Ν. 4336/2015). Κατά τον ίδιο νόμο, το νόμιμα προβλεπόμενο όργανο για να διεξάγει τις εν λόγω διαγωνιστικές διαδικασίες, είναι το ΕΣΡ, το οποίο όμως δεν κατέστη εφικτό να συγκροτηθεί κατά τον προβλεπόμενο χρόνο, λόγω μη σύγκλησης των απόψεων των Προέδρων της Βουλής. Ως εκ τούτου, η πρωτοβουλία ελήφθη από τον καθ' ύλην αρμόδιο Υπουργό, Ν. Παππά.

Κατά την ΣτΕ 3578/2010 (Ολ.), η επί σωρεία ετών μη έκδοση των απαιτουμένων διοικητικών αδειών για τον προσδιορισμό του τηλεοπτικού πεδίου, παραβιάζει το Σύνταγμα διότι αντιβαίνει στην αρχή του κράτους δικαίου, καθώς και στην συνταγματική αρχή της ισότητας. «[...] Διότι θέτει τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία, ενώ είχαν την πραγματική δυνατότητα και την βούληση να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, δεν το έπραξαν όμως αυθαιρέτως και δεν παρέβησαν τον νόμο, σε εξόχως μειονεκτική μοίρα σε σχέση με τα πρόσωπα, τα οποία, με την αυθαίρετη κατάληψη ραδιοσυχνότητας, ίδρυσαν παρανόμως, χωρίς δηλαδή άδεια, τηλεοπτικό σταθμό. Πράγματι, τα τελευταία αυτά πρόσωπα νέμονται τομέα της αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών, η λειτουργία της οποίας μάλιστα συνδέεται με την, καίριας σημασίας σε μία δημοκρατική πολιτεία, άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. [...]».

Επιπλέον, κατά τη ΣτΕ 1901/2014 (Ολ.), «[...] το κράτος (η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία, καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή) υποχρεούται, απέχοντας από επεμβάσεις στο περιεχόμενο των εκπομπών, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία θετικά μέτρα (νομοθετικά, οργανωτικά, διοικητικά και ουσιαστικά) [...] ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια με πλήρη σεβασμό των προαναφερομένων συνταγματικών αξιών, με διαφάνεια ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς, την οικονομική κατάσταση και τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης, καθώς και με την αποτροπή της συγκέντρωσης του ελέγχου των μέσων αυτών. [...]».

Επιπροσθέτως, κατά την ΣτΕ 2594/2015 το φάσμα των ραδιοσυχνοτήτων «[...] αποτελεί σπάνιο πόρο (...), η διαχείριση του οποίου συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους [...]. Αποτελεί επομένως δημόσιο αγαθό, και μάλιστα με σημαντική οικονομική αξία [...] εφόσον η χορήγηση αδείας χρήσεώς του δίνει στον κάτοχο αυτής τη δυνατότητα να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά οφέλη και του παρέχει πλεονεκτήματα έναντι άλλων επιχειρηματιών που θα ήθελαν επίσης να χρησιμοποιούν και να εκμεταλλεύονται τον πόρο αυτόν [...]».

Αποτελούν άραγε ακόμη και σήμερα σπάνιο πόρο οι ραδιοσυχνότητες; Η απάντηση θα ήταν σίγουρα θετική κατά τη χρονική περίοδο ψήφισης του ν. 3592/2007, κάτι, όμως, το οποίο, κατά την άποψή μου, δεν ισχύει από τα τέλη του 2014 και έπειτα, καθότι τότε η Ελλάδα, για πρώτη φορά και με μεγάλη καθυστέρηση, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, εισήλθε στο φάσμα της Επίγειας Ψηφιακής Ευρυεκπομπής (DTT). Αυτό που έγινε στην πραγματικότητα είναι ότι τα γνωστά τηλεοπτικά κανάλια έπαψαν να αναλώνουν τους σπάνιους πόρους του φάσματος συχνοτήτων, και η μετάδοση του σήματός τους γίνεται πλέον μέσω του νόμιμα αδειοδοτημένου παρόχου δικτύου της DIGEA. Η DIGEA, ως νόμιμα αδειοδοτημένος πάροχος δικτύου, κατέβαλε περίπου 18,6 εκατ. ευρώ ως αντίτιμο του δικαιώματος χρήσης των συχνοτήτων για τα επόμενα 15 έτη.

Το γενικότερο ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσον εμπίπτει ο καθορισμός και συγχρόνως περιορισμός του αριθμού των αδειών από τον αρμόδιο Υπουργό στο συνταγματικό πλαίσιο της νομιμότητας και του κατά το άρθρο 15 παρ. 2 Σ, άμεσου ελέγχου του κράτους. Μήπως ο περιορισμός αυτός προσκρούει στις διατάξεις περί δίκαιου ανταγωνισμού, ελευθερίας του επιχειρείν και ελευθερίας της έκφρασης;

Το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. O άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.».

Είναι καταφανώς επιτρεπτές και διόλου αμφισβητήσιμες, κατά το γράμμα του Συντάγματος, οι ελεγκτικές αρμοδιότητες του Υπουργού επί του τηλεοπτικού πεδίου∙ η χορήγηση όμως και η ανάκληση αδειών αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ύπαρξης του ΕΣΡ.

Κατά την άποψή μου, βέβαια, η αντισυνταγματικότητα των ενεργειών του Υπουργού δεν σχετίζονται τόσο με την υποκατάσταση των αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ, καθώς αυτό δεν είχε συσταθεί νόμιμα, κατά το άρθρο 101 του Συντάγματος και σίγουρα δεν θα μπορούσε να συνεχίσει το τηλεοπτικό πεδίο να μένει αρρύθμιστο, μέχρι και τη στιγμή εκείνη που θα αποφασίσει να συγκλίνει το Προεδρείο της Βουλής ως προς τη σύστασή του. Το μείζον θέμα που θα πρέπει να μας απασχολεί αφορά τη συνταγματικότητα της απόφασης περιορισμού του αριθμού των αδειών σε τέσσερις (4) πανελλαδικά, δεδομένου μάλιστα ότι ο ψηφιακός πάροχος (DIGEA) βεβαίωσε την 20.4.2016 ότι, σήμερα, στην Ελλάδα, είναι τεχνικώς δυνατή η μετάδοση δεκαέξι (16) προγραμμάτων εθνικής εμβέλειας.

Το γενικότερο ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσον εμπίπτει ο καθορισμός και συγχρόνως περιορισμός του αριθμού των αδειών από τον αρμόδιο Υπουργό στο συνταγματικό πλαίσιο της νομιμότητας και του κατά το άρθρο 15 παρ. 2 Σ, άμεσου ελέγχου του κράτους. Μήπως ο περιορισμός αυτός προσκρούει στις διατάξεις περί δίκαιου ανταγωνισμού, ελευθερίας του επιχειρείν και ελευθερίας της έκφρασης;

Οι ενέργειες του αρμόδιου Υπουργού έχουν σοβαρό πρόβλημα αντίθεσης όχι μόνο στις διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος αλλά και στις γενικές αρχές της κοινοτικής νομοθεσίας. Οι προϋποθέσεις του νόμου για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δεν θα πρέπει να αποτρέπουν τον επιχειρηματία από το εγχείρημα σύστασης σταθμού τηλεόρασης (Αρ. 5 παρ. 1 Σ), αλλά αντίθετα, θα πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας (Αρ. 25 Σ) και να προστατεύουν το δικαίωμα του κάθε πολίτη στην πληροφόρηση (Αρ. 10 ΕΣΔΑ).

Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα κράτη από του να υποβάλωσι τας "επιχειρήσεις" ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας».

Επιπλέον, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ αναφέρει ότι «Η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».

Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι υπάρχουν ήδη χώρες - μέλη της ΕΕ, στις οποίες είναι στραμμένη η προσοχή των ενωσιακών οργάνων, λόγω της στάσης των αντίστοιχων εθνικών κυβερνήσεων απέναντι στα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη. Για μια από αυτές μάλιστα έχει κινηθεί και η σκληρή διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ).

Οφείλω να τονίσω, βέβαια, σ' αυτό το σημείο ότι δεν υπάρχει εναρμονισμένη νομοθεσία στο πλαίσιο της κοινότητας, ως προς το θέμα των τηλεοπτικών αδειών που να επιβάλει συγκεκριμένους κανόνες και συμπεριφορές από τα κράτη μέλη της Ε.Ε.∙ αυτά οφείλουν, όμως, να σέβονται τις αρχές που προκύπτουν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, ως υγιή μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Συμπερασματικά, ναι μεν δεν αποκλείεται η θεσμοθέτηση καθεστώτος χορήγησης προηγούμενης άδειας στα κανάλια, αρκεί όμως με αυτό να μην περιορίζεται ο πλουραλισμός και η πολυφωνία των ΜΜΕ. Έχω την πεποίθηση πως η συζήτηση επί του θέματος των τηλεοπτικών αδειών είναι ακόμα σε αρκετά πρώιμο στάδιο και τη βεβαιότητα ότι θα ολοκληρωθεί στις αίθουσες των ελληνικών και ευρωπαϊκών Δικαστηρίων.

Δημοφιλή