2020 και οι τεκτονικές πλάκες της Ευρώπης σείονται

Το Brexit ως αφετηρία νέας φάσης στρατηγικών ανακατατάξεων
symbol of geopolitics, chess board out of the world map with chess play made of country flags
symbol of geopolitics, chess board out of the world map with chess play made of country flags
posteriori via Getty Images

Εισερχόμενοι στο 2020, βασικά στην τρίτη δεκαετία της Μεταψυχροπολεμικής εποχής, οι τεκτονικές πλάκες στα θεμέλια της Ευρώπης σείονται ολοένα και περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη σεισμό, κατακλυσμό και καταποντισμό. Να μην ξεχνούμε ότι μπορεί να παράκμασε η ισχύς των πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης τους –λόγω βασικά από-αποικιοποίησης– αλλά συνεχίζουν να διαθέτουν ισχυρές διοικήσεις συμπεριλαμβανομένων επιτελείων ανάλυσης και εκτίμησης των στρατηγικών εξελίξεων και πολιτικά ελίτ προσκολλημένα στο κρατικό συμφέρον.

Η Ελλάδα έχει πολλά να κερδίσει από την ένταξή της στους Δυτικούς θεσμούς και στις Δυτικές συμμαχίες συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ, ανεξάρτητα του πως η τελευταία θα εξελιχθεί. Ως προς αυτό απαιτείται να πληρούνται δύο προϋποθέσεις.

Πρώτον, η Ελλάδα δεν ανήκει στους δυτικούς θεσμούς αλλά συμμετέχει ισότιμα. Όπως κάνουν όλα τα άλλα κράτη απαιτείται να συναλλάσσεται στην βάση των εθνικών της συμφερόντων χωρίς δισταγμούς και αναστολές.

Δεύτερον, αφού επιτέλους γίνουν κατανοητές οι εξελίξεις στην Μεταψυχροπολεμική Ευρώπη, καθώς και ο τρόπος που επηρεάζονται η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και οι στρατηγικές σχέσεις στην Ευρώπη και πλανητικά, μπορεί να υιοθετήσει νέες διαπραγματευτικές προσεγγίσεις που θα διορθώσουν τις βλάβες που προκάλεσαν τα μνημόνια της τελευταίας δεκαετίας.

Για ένα ακόμη λόγο η όξυνση του Τουρκικού αναθεωρητισμού και οι εξελίξεις Ανατολικά του Αιγαίου δείχνουν ότι όσο προχωρούμε στον 21 αιώνα ένα κράτος για να επιβιώσει με ασφάλεια και να ευημερεί απαιτείται να είναι ισχυρό, να αποτρέπει τις απειλές και να συναλλάσσεται με τις ισχυρότερες δυνάμεις, ιδιαίτερα εντός των συμμαχιών στις οποίες συμμετέχει. Οι εξελίξεις στο Ιράκ με την Αμερικανική επίθεση κατά Ιρανών αξιωματούχων, οι σχέσεις ΗΠΑ/Ισραήλ με το Ιράν, οι ελιγμοί της Τουρκίας στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ρωσία και η γενικότερη ρευστότητα στην Μέση και Μείζονα Ανατολή, απαιτούν εθνική στρατηγική που θα διασφαλίσει ασφαλή πλεύση μέσα από τις πολλές Συμπληγάδες που δημιουργούνται. Ακινησία, απάθεια και αποχή είναι πολυτέλεια, ενώ οι στρατηγικές εξελίξεις στην Ευρώπη και στις Ευρωατλαντικές σχέσεις πολύ μεγάλης σημασίας για την Ελληνική εθνική στρατηγική.

Η αφετηρία του 1989-82 και οι επισφαλείς ευρωστρατηγικές δομές

Το Brexit δεν είναι αίτιο αλλά αιτιατό της προαναφερθείσης σεισμικής δραστηριότητας. Κατανόηση αυτού του γεγονότος απαιτείται γνώση για τις προϋποθέσεις της Μεταψυχροπολεμικής εποχής. Παράλληλα με τις μεγάλες στρατηγικές ανακατατάξεις που έφερε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1989-92 μπορεί να μην είχε γίνει κατανοητό στην Ελλάδα για να προσαρμόσει τους στρατηγικούς της προσανατολισμούς αλλά οι στρατηγικές δομές της Δυτικής Ευρώπης άλλαξαν δραστικά. Μεταξύ πολλών άλλων, εν μέσω δηλώσεων, στάσεων και αποφάσεων που δημιούργησαν ακόμη και πιθανότητα σύγκρουσης, επανενώθηκε η Γερμανία. Ουκ ολίγοι τότε επισημάναμε ότι αυτό δεν έκλεισε αλλά δημιούργησε μια νέα αφετηρία για το «Γερμανικό ζήτημα».

Σε κάθε περίπτωση, παρά τις αρνητικές ή ακόμη και εχθρικές στάσεις των υπολοίπων η Γερμανική επανένωση αποτέλεσε πλέον ένα ανεπίστροφο τετελεσμένο. Για τους πιο υποψιασμένους για τις Ευρωστρατηγικές υποθέσεις οι αντιδράσεις, οι φόβοι και οι έντονες αντιρρήσεις για την Γερμανική επανένωση καταμαρτύρησε την διαχρονικότητα των ασίγαστων διλημμάτων ασφαλείας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης.

“Η άνιση ανάπτυξη ενώ στο εσωτερικό ενός κράτους μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές αλλαγές στις διακρατικές σχέσεις οδηγεί σε διλήμματα ασφαλείας.”

Οι Ευρωατλαντικές και Ευρωστρατηγικές σχέσεις σταθεροποιήθηκαν μεταβατικά για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, όπως δηλωνόταν τότε πολλοί πίστεψαν πως με το να επιβάλουν την ΟΝΕ παρά τις επιφυλάξεις του Βερολίνου «έδεσαν την Γερμανία με νομισματικά δεσμά». Το επιχείρημα όμως αυτό αντικρούστηκε τότε με την θέση πως με την ΟΝΕ ήταν σαν «να δένεις ένα γίγαντα με κλωστές». Δεύτερον, παρά την διάλυση Συμφώνου της Βαρσοβίας η Ατλαντική Συμμαχία διαιωνίστηκε. Σημειώνεται ότι αυτό το ζητούσαν επιτακτικά τα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη λόγω ολοζώντανων διλημμάτων ασφαλείας, ιδιαίτερα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Δυτικής Ευρώπης.

«Ρώσοι εκτός, Αμερικανοί εντός, Γερμανοί κάτω και υπό έλεγχο»

Για να γίνει κατανοητό το πώς διαμορφώθηκαν τα πράγματα από τότε μέχρι σήμερα δημιουργώντας φυγόκεντρες τάσεις που δυναμώνουν ολοένα και περισσότερο, είναι ανάγκη να γίνουν πλήρως κατανοητές οι επισφαλείς δομές που δημιουργήθηκαν στην Δυτική Ευρώπη τα πρώτα Μεταψυχροπολεμικά χρόνια. Εξίσου σημαντικό είναι επίσης να γνωρίζει κανείς το «Γερμανικό ζήτημα». Δηλαδή, την θέση και τον ρόλο της Γερμανίας στην σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία αλλά και τις θεσμικές, πολιτικές και στρατηγικές προσεγγίσεις μετά το 1945, κυρίως των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου με δεδηλωμένο σκοπό «να κρατήσουν τους Ρώσους εκτός, τους Αμερικανούς εντός και τους Γερμανούς κάτω και υπό έλεγχο».

Όσον αφορά την ενωμένη Γερμανία η οποία παρά το γεγονός ότι (νομικά) δεν έχει δικαίωμα να έχει πυρηνικά όπλα, σε όλα τα υπόλοιπα αποτελεί έκτοτε το ισχυρότερο κράτος της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό επιτάθηκε επειδή αντί με την ΟΝΕ να «δεθεί και ελεγχθεί» όπως τότε λεγόταν γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο επειδή όπως πολλοί τότε προειδοποιούσαν η προσδοκία δημιουργίας σε μια δεκαετία ευρωπαϊκής κοινωνικοπολιτικής ένωσης και ευρωπαϊκού έθνους ήταν ίσως η μεγαλύτερη και πιο αυθαίρετη ουτοπία της σύγχρονης ιστορίας. Κυρίως, ενώ μια κοινωνικοπολιτική ένωση ήταν εξόφθαλμα ανέφικτη, έθετε, υποστηριζόταν, σε κίνδυνο τις λεπτές Ευρωστρατηγικές ισορροπίες.

Το αποτέλεσμα των εξ αντικειμένου φρικτά λανθασμένων αποφάσεων που πρόταξαν τις οικονομικές αποφάσεις στην πολιτική προδικάζοντας την δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού κοινωνικοπολιτικού συστήματος ήταν να μην θεσπίζονται οι διανεμητικές λειτουργίες των νομισματικών αποφάσεων με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα ολοένα εντονότερα προβλήματα που βιώνει η Ευρώπη έκτοτε. Ήδη το 1998-9 πολλοί πρωτεργάτες συμπεριλαμβανομένου του Delor ομολογούσαν ότι η ΟΝΕ απέτυχε. Αυτές οι σημαίνουσες εξελίξεις, όμως, δεν ήταν γνωστές στην Ελλάδα με αποτέλεσμα την άσκοπη, άκαιρη και σε κάθε περίπτωση απροετοίμαστη ένταξη στην ΟΝΕ. Δεν εισακούστηκαν οι έγκαιρες προειδοποιήσεις πως αυτό αναπόδραστα θα σημαίνει «εάν η χώρα δεν αντέξει τον ανταγωνισμό, το “κλείδωμα” στην ΟΝΕ θα μετατραπεί σε φυλακή χωρίς δυνατότητα απόδρασης»

Η άνιση ανάπτυξη ενώ στο εσωτερικό ενός κράτους μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές αλλαγές στις διακρατικές σχέσεις οδηγεί σε διλήμματα ασφαλείας. Αυτό το θεμέλιο Θουκυδίδειο αξίωμα επαληθεύεται ολοένα και περισσότερο δημιουργώντας στρατηγικά αδιέξοδα που ερμηνεύουν πλήρως τις Αμερικανικές κινήσεις των τελευταίων ετών, τις πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου προέδρου και τις αμφιταλαντεύσεις της Γερμανίας όσον αφορά σημαντικά στρατηγικά ζητήματα, κυρίως στις σχέσεις με την Ρωσία.

Αμερικανική και Βρετανική στρατηγική

Bet_Noire via Getty Images

Αφού επαναλάβουμε το σημαίνων γεγονός πως την διαιώνιση της Ατλαντικής Συμμαχίας την δεκαετία του 1990 την ζητούσαν επιτακτικά τα Ευρωπαϊκά κράτη αυτό δεν ήταν χωρίς τίμημα. Αφενός το 1996 κατασίγασαν οι Γαλλικές κυρίως αξιώσεις για κάποιου είδους Ευρωπαϊκή αμυντική συμμαχία και αφετέρου το τίμημα ήταν οι «εκτός περιοχής δράσεις» (επεμβάσεις) των ΗΠΑ με όχημα το ΝΑΤΟ και με «βοηθητικό»-επικουρικό κυρίως ρόλο των Ευρωπαϊκών κρατών (κυρίως με παρεμβαλόμενες ειρηνευτικές δυνάμεις).

Οι ανακατατάξεις που επηρεάζουν και την Ευρώπη επιταχύνθηκαν επειδή η υπερεπέκταση των ΗΠΑ με «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» τις δύο πρώτες δεκαετίες μπορεί σε κάποιο βαθμό να πέτυχαν Αμερικανικούς σκοπούς ελέγχου των ανακατανομών ισχύος που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης αλλά ταυτόχρονα καθήλωσαν κάθε Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία επιφυλάσσοντας στην Ευρώπη βοηθητικό μόνο ρόλο. Αυτά ίσχυσαν τις πρώτες δύο πρώτες Μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες μέχρι που εξαντλήθηκαν τα όρια της με κάθε κριτήριο Αμερικανικής επεμβατικής υπερεπέκτασης. Για τις ΗΠΑ αυτό υποχρεωτικά σημαίνει νέα Αμερικανική στρατηγική την οποία βασικά βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Η νέα στρατηγική στην οποία συνηγορεί πλήρως το Λονδίνο σημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής:

Πρώτον, αναζήτηση ενός νέου πλανητικού modus vivendi στρατηγικών ισορροπιών. Για ένα ακόμη λόγο αυτό είναι αναπόφευκτα αναγκαίο τόσο εκ του γεγονότος ότι παραμονεύει ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου εάν συγκρουστούν ευθέως οι μεγάλες δυνάμεις όσο και εκ του γεγονότος ότι επειδή οι ΗΠΑ παραμένουν η συντριπτικά ισχυρότερη πλανητική δύναμη μεγάλο μέρος της ευθύνης για την διαμόρφωση ενός νέου πλανητικού συστήματος ισορροπίας δυνάμεων ανήκει στην Ουάσιγκτον. Για να το πούμε διαφορετικά, ο Πρόεδρος Τραμπ ή κάποιος άλλος Πρόεδρος Τραμπ έτσι ήταν υποχρεωμένος να λειτουργήσει και αυτό βασικά ζούμε παρά την παραφιλολογία για τον αναμφίβολα ιδιόμορφης ιδιοσυγκρασίας νυν Αμερικανό πρόεδρο.

Δεύτερον, η ανασυγκρότηση των πλανητικών ισορροπιών ισχύος δεν διεξάγεται μέσα σε κάποιο ανθόσπαρτο διεθνές σύστημα που ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα υπάρξει. Με δεδομένο ότι καμιά μεγάλη δύναμη δεν επιθυμεί πυρηνικό πόλεμο που θα καταστρέψει τους εμπλεκόμενους μαζί και τον πλανήτη Γη, η ρύθμιση των αδιάκοπων ανακατανομών ισχύος γίνεται με πυκνότερη και πιο εντατική πάλη των ηγεμονικών δυνάμεων στις περιφέρειες. Για το τι στρατηγικές υιοθετούν έχουμε γράψει εδώ ξανά σε αναφορά με την αριστουργηματική τυπολογία του John Mearsheimer.

Τρίτον, οι ΗΠΑ στο πλαίσιο αναπροσαρμογών των στρατηγικών της επιλογών πλανητικά και περιφερειακά ιεραρχεί νέες προτεραιότητες και θέτει στόχους για δημιουργία προϋποθέσεων για νέες «συμμαχικές» συγκλίσεις ή αποτρεπτικές δομές με κύριο σχεδόν σίγουρο δεδομένο ότι η Κίνα μελλοντικά αποτελεί την μεγαλύτερη στρατηγική πρόκληση στα πεδία της οικονομίας, των συμμαχιών και των επιρροών κάθε είδους στις περιφέρειες.

“Σε παρόντα χρόνο εξαντλείται η βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμη Μεταψυχροπολεμική φάση και εισερχόμαστε στην νέα αφετηρία ένταξης των περιφερειακών εξελίξεων συμπεριλαμβανομένων των Ευρωστρατηγικών ισορροπιών.”

Τέταρτον, όσον αφορά την Ευρώπη λογικότατα οι ΗΠΑ βλέπουν αυτό που είναι πασίδηλο εδώ και καιρό: Το «ευρωστρατηγικό παίγνιο» διεξάγεται εντός του τετραγώνου πόλων ισχύος που δημιουργούν η Ρωσία, η Γαλλία, η (μη πυρηνική μέχρι στιγμής) Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία.

Βασικά, σε παρόντα χρόνο εξαντλείται η βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμη Μεταψυχροπολεμική φάση και εισερχόμαστε στην νέα αφετηρία ένταξης των περιφερειακών εξελίξεων συμπεριλαμβανομένων των Ευρωστρατηγικών ισορροπιών στο πλαίσιο της προαναφερθείσης αναζήτησης ενός μακροπρόθεσμου πλανητικού στρατηγικού modus vivendi του οποίου κύριος συντελεστής είναι για αντικειμενικούς λόγους οι ΗΠΑ.

“Η λογική του Brexit λοιπόν είναι, μαζί με την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο να επηρεάσει τις επερχόμενες νέες στρατηγικές ισορροπίες στην Δυτική πλευρά της Περιμέτρου της Ευρασίας.”

Πέμπτο, το Brexit του οποίου τα τελευταία χρόνια κύριος υποκινητής ήταν η Ουάσιγκτον και με το οποίο τα ελίτ της ΜΒ συνηγόρησαν πλήρως, αποτελεί ισχυροποίηση της μεταπολεμικής «ειδικής σχέσης» της Βρετανίας με τις ΗΠΑ. Συντομεύουμε λέγοντας ότι διαμέσου της Ατλαντικής συμμαχίας που αποτελεί βασικά δημιούργημα του Λονδίνου την περίοδο 1945-1949 και διαμέσου του οποίου το Λονδίνο Μεταπολεμικά κυριολεκτικά εξώθησε την Ουάσιγκτον στον παρεμβατισμό, η Μεγάλη Βρετανία με το να διαιωνίσει τα αποικιακά κρατικά επιτελεία χάραξης στρατηγικής αποτελούσε τον κύριο «στρατηγικό σύμβουλο» των σχετικά «στρατηγικά άπειρων» ΗΠΑ.

Η λογική του Brexit λοιπόν είναι, μαζί με την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο να επηρεάσει τις επερχόμενες νέες στρατηγικές ισορροπίες στην Δυτική πλευρά της Περιμέτρου της Ευρασίας.

Έκτο, το στοίχημα για τα δύο Αγγλοσαξονικά κράτη είναι η ριζοσπαστική ανασυγκρότηση των στρατηγικών σχέσεων στο Δυτικό τμήμα της Ευρασίας. Από μια διαφορετική όμως σκοπιά, σημαίνων στρατηγικός παίχτης είναι και η Γαλλία. Εξ ου και αντίθετα με αυτό που πολλοί νομίζουν οι πολύ μελετημένες δηλώσεις του προέδρου Μακρόν για το «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ». Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι πέραν των μεγάλων στρατηγικών προσανατολισμών της Γαλλίας μια εξίσου σημαντική κληρονομιά του προέδρου Ντε Γκολ ήταν η δημιουργία στρατηγικών επιτελείων εφάμιλλων των Αγγλοσαξόνων. Όταν δηλώνει κάτι ένας Γάλλος ηγέτης δεν είναι αυθόρμητο ή επιπόλαιο αλλά ενδελεχώς προετοιμασμένο από τα άρτια επιτελεία της Γαλλίας.

ASSOCIATED PRESS

Έβδομο, όποιος μελετήσει προσεκτικά την Γαλλική στρατηγική μετά το 1945 γνωρίζει πως μόνιμο στρατηγικό ζήτημα της Γαλλίας είναι ο ρόλος της Γερμανίας και οι σχέσεις Παρισιού-Βερολίνου. Για όλους, επίσης –συμπεριλαμβανομένων των Γερμανών ή τουλάχιστον εκείνων των Γερμανών που έχουν επίγνωση των φόβων του Καγκελάριου Μπίσμαρκ τον 18 αιώνα για τα αίτια των αντί-Γερμανικών συσπειρώσεων γεγονός που τον οδήγησε σε μια εξεζητημένα συγκρατημένη στρατηγική– το «Γερμανικό ζήτημα» ήταν και παραμένει το κύριο ζήτημα της Ευρώπης αλλά υπό τις σημερινές περιστάσεις και των στρατηγικών ισορροπιών στο Δυτικό τμήμα της Ευρασίας.

“Βρισκόμαστε σε κάποιου είδους νέα αφετηρία επιτάχυνσης των στρατηγικών αποφάσεων που οδηγούν την Ευρώπη και τον πλανήτη σε μια νέα στρατηγική δομή νέων ισορροπιών οι οποίες βρίσκονται σε διαμορφωτική φάση.”

Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα το «Γερμανικό ζήτημα» είναι τόσο δύσκολο όσο και κρίσιμο και δεν υπάρχουν γραμμικές απαντήσεις:

α) Στο παρελθόν όποτε η Γερμανία συγκρουόταν ή αντίστροφα κατεύναζε την Μόσχα ή συμμαχούσε μαζί της τα στρατηγικά προβλήματα της Δύσης ήταν «ασυμμάζευτα» και πολύ μεγάλα.

β) Ενώ μια διέξοδος θα ήταν η πυρηνικοποίηση της Γερμανίας κάτι που όπως μερικοί υποστήριξαν στο παρελθόν θα σταθεροποιούσε τις Ευρωστρατηγικές σχέσεις ιδιαίτερα με την Ρωσία δημιουργώντας εκατέρωθεν «ισορροπία τρόμου» –αυτή είναι μια άποψη που μεταπολεμικά πάντα είχε στα συρτάρια των στρατηγικών τους σχεδίων οι ΗΠΑ–, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία πως κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έντονη ή ακόμη και δυναμική αντίδραση των δυτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων και κυρίως της Γαλλίας. Οι ηγέτες της τελευταίας στο παρελθόν δεν έκρυβαν ότι τα πυρηνικά τα είχαν «για όλα τα αζιμούθια», δηλαδή όπως όλοι το ερμήνευαν και για την «σύμμαχό» της Γερμανία.

Μεταβλητές μεγάλης στρατηγικής κύμανσης και η Ελλάδα

Ολοκληρώνοντας, τρεις δεκαετίες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο βρισκόμαστε σε κάποιου είδους νέα αφετηρία επιτάχυνσης των στρατηγικών αποφάσεων που οδηγούν την Ευρώπη και τον πλανήτη σε μια νέα στρατηγική δομή νέων ισορροπιών οι οποίες βρίσκονται σε διαμορφωτική φάση.

Όλες οι δυνάμεις όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο έχοντας γνώση και επίγνωση του πως εξελίσσονται τα πράγματα αναζητούν ευνοϊκή θέση και ισχυρό ρόλο που εκπληρώνει τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας και όχι μόνο. Όσο και αν η παραφιλολογία και οι ιδεολογικά υποκινούμενες θέσεις, ιδιαίτερα από όσους μη γνωρίζοντας βασικά τα ευρωστρατηγικά ζητήματα θεωρούσαν την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μια ενοποιητική παιδική χαρά και όχι που αυτό πραγματικά ήταν, μέρος μιας εύθραυστης ευρωστρατηγικής δομής.

“Κάνουν μεγάλο λάθος όσοι νομίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα / Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η Ατλαντική Συμμαχία μπορούν να συνεχίσουν να βρίσκονται πάνω στην ίδια τροχιά του Ψυχρού Πολέμου”

Τα πορίσματα όσων εντρύφησαν στην στρατηγική ανάλυση, όμως, οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως το εγχείρημα της ολοκλήρωσης κατέστη εφικτό επειδή εκκολάφθηκε και αναπτύχθηκε μέσα σε ένα Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι ένας νομικός γίγαντας (το «κοινοτικό νομικό και εμπορικό κεκτημένο») και ένας στρατηγικός και πολιτικός νάνος.

Ταυτόχρονα η Γαλλία και η ΜΒ αγωνίστηκαν για εδραίωση των δικών τους εθνικών στρατηγικών επιλογών οι οποίες ιδιαίτερα μετά την συμφωνία του Nassau του 1963 ήταν ριζικά διαφορετικές. Κύριο μέλημα αμφοτέρων, επίσης, ήταν ο ασφυκτικός έλεγχος της Γερμανικής ισχύος με την ένταξη της Γερμανίας στο πλέγμα δυτικών θεσμών και συμμαχιών.

Κάποια πράγματα είναι τελείως ξεκάθαρα και η Ελλάδα έχει συμφέρον να τα συνεκτιμήσει δεόντως: Κάνουν μεγάλο λάθος όσοι νομίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα / Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η Ατλαντική Συμμαχία μπορούν να συνεχίσουν να βρίσκονται πάνω στην ίδια τροχιά του Ψυχρού Πολέμου και των πρώτων μεταβατικών Μεταψυχροπολεμικών δεκαετιών.

Το πώς θα διαμορφωθούν οι πολιτικές, στρατηγικές και οικονομικές δομές είναι το κύριο ερώτημα. Επειδή αυτά τα στρατηγικά ζητήματα αφορούν εμπλεκόμενα κράτη με πολύ σοβαρή και αποτελεσματική διοίκηση και άρτια κρατικά επιτελεία, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε είναι αμφίβολο αν τα πράγματα θα καταστούν ανεξέλεγκτα.

Κανένα κράτος, όμως, ιδιαίτερα τα λιγότερο ισχυρά κράτη της Ευρώπης, δεν έχουν την πολυτέλεια να μην καταλάβουν ότι πλέον ότι η Ατλαντική Συμμαχία, οι άλλοι Ευρωπαϊκοί και Ευρωατλαντικοί θεσμοί και η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα παραμείνουν όπως ήταν μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όποια μορφή και να πάρει –να θυμηθούμε ότι η Βρετανία επί δεκαετίες πάλευε να την συγκρατήσει στα όρια εμπορικών σχέσεων–, θα είναι εξαρτημένη μεταβλητή των στρατηγικών εξελίξεων.

Πιο ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας

U.S. President Donald Trump listens to Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis in the Oval Office of the White House in Washington, U.S., January 7, 2020. REUTERS/Jonathan Ernst
U.S. President Donald Trump listens to Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis in the Oval Office of the White House in Washington, U.S., January 7, 2020. REUTERS/Jonathan Ernst
Jonathan Ernst / Reuters

Ολοκληρώνοντας, όσον αφορά την Ελλάδα, ιδιαίτερα με δεδομένη την όξυνση του Τουρκικού αναθεωρητισμού, δεν έχει την πολυτέλεια να μην εκτιμήσει δεόντως το πώς εξελίσσονται τα πράγματα και να μην κινηθεί με προσοχή εντός νέων συγκεκριμένων προσανατολισμών στρατηγικής ενδυνάμωσής της. Πρωτίστως απαιτείται να είναι προετοιμασμένη για ελιγμούς στο Ευρωπαϊκό και Ευρωατλαντικό επίπεδο. Καθόλα θεμιτούς γιατί όταν λαμβάνουν χώρα μεγάλες και δομικές αλλαγές ένα κράτος δεν έχει την πολυτέλεια να παραμένει αδρανές. Οι στάσεις, δηλώσεις και αποφάσεις των Αμερικανών, των Βρετανών, των Γάλλων και των Γερμανών προδίδουν ότι αποφάσεις αλλαγών και μετασχηματισμών θα αφορούν, πρωτίστως, τρία πεδία. Τις στρατηγικές σχέσεις εντός του πολυπολικού διεθνούς συστήματος και ιδιαίτερα όσον αφορά την θέση και τον ρόλο της Γερμανίας. Τις Ευρωπαϊκές και Ευρωστρατηγικές σχέσεις για επαναπροσδιορισμό των θεσμών, τον ρόλο τους και τον προσανατολισμό τους. Και τους οικονομικούς και εμπορικούς οργανισμούς.

Για το τελευταίο, είναι χαρακτηριστική η δήλωση του υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ κατά την διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον. Όπως το έθεσε:

«Όπως είδαμε στη χώρα μας, καθώς ο Πρόεδρός μας μείωσε τους φόρους και ήρε τις περιοριστικές ρυθμίσεις, δημιουργήθηκαν ευκαιρίες για όσους αναλαμβάνουν επιχειρηματικό ρίσκο να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους. Ξέρω τι σημαίνει αυτό για κάθε πολίτη αυτής της χώρας και γνωρίζω ότι αυτό θα συμβεί και στην Ελλάδα: Αναλογιστείτε αυτή τη θετική αλληλουχία γεγονότων, καθώς η Ελλάδα δείχνει σε όλη την Ευρώπη το δρόμο για την οικονομική ανάπτυξη».

Παρακολουθώντας το πώς λειτούργησαν οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια όσον αφορά πολλά εμπορικά και οικονομικά ζητήματα αλλά και πως κινείται στρατηγικά με το να ενθαρρύνει την Βρετανία να επανέλθει στον προγενέστερο ρόλο της [Τσώρτσιλ 1946: «είμαστε μαζί σας (για κάποιου είδους ζώνη ελεύθερων συναλλαγών) αλλά όχι ένας από εσάς»], τα επόμενα χρόνια η Ουάσιγκτον θα είναι ο εξωτερικός ρυθμιστής και αν χρειαστεί ο εξισορροπητής των Ευρωστρατηγικών εξελίξεων. Υπό τέτοιες συνθήκες τα λιγότερο ισχυρά κράτη της Ευρώπης για να εκπληρώσουν τα εθνικά συμφέροντά τους απαιτείται α) να έχουν σωστή γνώση και επίγνωση των εξελίξεων, β) να ελίσσονται εξεζητημένα και επιδέξια, γ) να αποφεύγουν τις Συμπληγάδες των ανταγωνισμών και δ) την κατάλληλη στιγμή να τοποθετούνται με τρόπο που θα τους βρίσκει με την άποψη που κυριάρχησε και προσδιόρισε τις αποφάσεις. Ισχυρό κράτος, αξιόπιστη εθνική αποτρεπτική στρατηγική και κρατικά επιτελεία είναι προϋπόθεση ορθών προσανατολισμών και ορθών αποφάσεων.

Δημοφιλή