8 Λόγοι που λέμε «όχι» στη Βουλγαρία

Οι βασικές προϋποθέσεις για να οριστεί κάποιος κάτοικος εξωτερικού περιλαμβάνουν τη συνήθη διαμονή για διάστημα άνω των 183 ημερών ετησίως στο εξωτερικό καθώς και την ύπαρξη οικονομικών και ζωτικών συμφερόντων στην αλλοδαπή. Η δυσαρμονία μεταξύ πραγματικών γεγονότων και φορολογικού στάτους μπορεί να δημιουργεί ζήτημα εικονικότητας. Αναλυτικότερα, αν αποφασιστεί έλεγχος ενός ΑΦΜ κατοίκου εξωτερικού και αποδειχθεί ότι διαμένει ή διατηρεί την οικογενειακή του εστία στην Ελλάδα, θα κληθεί να δηλώσει αναδρομικά το παγκόσμιο εισόδημά του στην Ελλάδα και να επιβαρυνθεί με όλα τα αναλογούντα πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Stoyan Nenov / Reuters

Όλοι μας έχουμε παρατηρήσει ένα κατακλυσμό διαφημίσεων στο internet (ευτυχώς όχι στη Huffington Post) για την ίδρυση επιχειρήσεων στη Βουλγαρία. Τα σχετικά γραφεία προσφέρουν μία σειρά από λογιστικές και φορολογικές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν «λύσεις» σε εταιρικό και προσωπικό επίπεδο, υπόσχονται χαμηλούς εταιρικούς φορολογικού συντελεστές, απόκτηση φορολογικής κατοικίας στη Βουλγαρία και άλλες «ευκολίες».

Η βιομηχανία αυτή σε σχέση με τη συγκεκριμένη χώρα είναι καθόλα τοξική και πρέπει να αποφεύγεται για τους ακόλουθους λόγους.

1. Brand Name

Η χώρα εγκατάστασης μίας επιχείρησης παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της. Αν κάποιος δεν δραστηριοποιείται στην αγορά της Βουλγαρίας, όπου προφανώς η χρήση μίας ημεδαπής οντότητας είναι πολλές φορές επιβεβλημένη, επενδύει σε μία δικαιοδοσία με μέτρια φήμη που πιθανώς να έχει αρνητικό αντίκτυπο στο εταιρικό του προφίλ. Ενδεικτικά, για την προσέλκυση πελατών και επενδυτών η Βουλγαρία δεν χαίρει της εκτίμησης της Αγγλίας, της Μάλτας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας ακόμα και της Κύπρου, στην οποία είναι εγκατεστημένες γνωστές πολυεθνικές εταιρείες από όλο τον κόσμο.

2. Δυσκολία στην επικοινωνία

Όποιος δραστηριοποιείται στη Βουλγαρία μπορεί να επιβεβαιώσει τα προβλήματα που υπάρχουν στην επικοινωνία με τα εκάστοτε γραφεία συμβουλευτικών υπηρεσιών λόγω διαφορετικής γλώσσας και κουλτούρας. Τα γραφειοκρατικά προβλήματα επεκτείνονται και σε επίπεδο νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία είναι στα βουλγάρικα και όλα χρειάζονται μετάφραση και επικύρωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετές εταιρείες κυρίως της Βορείου Ελλάδος του κλάδου λογιστικής υποστήριξης και συμβουλευτικών υπηρεσιών έχουν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία με στόχο να εξυπηρετήσουν και να επωφεληθούν από το μεγάλο κύμα εισροής κεφαλαίων στη γείτονα χώρα. Παρόλα αυτά, το επίπεδο υπηρεσιών τις περισσότερες φορές είναι χαμηλό και όπως προαναφέρθηκε περιορίζεται σημαντικά από τις υφιστάμενες διοικητικές δομές.

3. Δυνατότητα αμφισβήτησης της χώρας φορολόγησης (φορολογική κατοικία)

Το τοπίο είναι ιδιαίτερα θολό και σε επίπεδο φορολογικής κατοικίας μίας βουλγάρικης εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, βάσει του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), ένα νομικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας για οποιοδήποτε φορολογικό έτος, εφόσον:

α) συστάθηκε σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο,

β) έχει την καταστατική έδρα του στην Ελλάδα ή

γ) ο τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης είναι στην Ελλάδα.

Προφανώς, οι προϋποθέσεις α) και β) δεν πληρούνται στην περίπτωση μίας βουλγάρικης εταιρείας αλλά η προϋπόθεση γ) χρήζει περαιτέρω ανάλυσης, για αυτό παρέχεται και η ακόλουθη παράγραφος του ν. 4172/2013.

Ο «τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης» είναι στην Ελλάδα με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τα εξής:

α) τον τόπο άσκησης καθημερινής διοίκησης,

β) τον τόπο λήψης στρατηγικών αποφάσεων,

γ) τον τόπο ετήσιας γενικής συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων,

δ) τον τόπο τήρησης βιβλίων και στοιχείων,

ε) τον τόπο συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου ή όποιου άλλου εκτελεστικού οργάνου διοίκησης,

στ) την κατοικία των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή όποιου άλλου εκτελεστικού οργάνου διοίκησης.

Σε συνδυασμό με τη συνδρομή των παραπάνω περιστατικών και συνθηκών είναι δυνατόν να συνεκτιμάται και η κατοικία της πλειοψηφίας των μετόχων ή εταίρων.

Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η εφορία έχει στη διάθεσή του το απαραίτητο νομικό οπλοστάσιο, ώστε να χαρακτηρίσει μία βουλγάρικη εταιρεία ως φορολογικό κάτοικο Ελλάδας και εν συνεχεία να κληθεί να φορολογηθεί στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά της (άρθρο 3 του ν. 4172/2013). Σε ένα τέτοιο σενάριο, η βουλγαρική φορολογική αρχή δεν έχει κανένα λόγο να διεκδικήσει την εκάστοτε ελληνικών συμφερόντων βουλγαρική εταιρεία ως φορολογικό της κάτοικο, δεδομένου ότι εισπράττει τον αναλογούντα εταιρικό φόρο (10%), ενώ παράλληλα η ελληνική φορολογική αρχή αξιώνει τη διαφορά από τον ελληνικό εταιρικό φόρο (29% - 10%).

4. Περί φορολογικής κατοικίας φυσικών προσώπων

Μεγάλος αριθμός Ελλήνων με επιχειρηματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία, έχει επιλέξει και τη μεταβολή της φορολογικής κατοικίας σε επίπεδο φυσικού προσώπου. Υπενθυμίζεται ότι ένας Κάτοικος Εξωτερικού φορολογείται στην Ελλάδα μόνο για εισοδήματα που προκύπτουν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει υποχρέωση δήλωσης στην ημεδαπή τόκων, μερισμάτων, κερδών και άλλων εισοδημάτων από το εξωτερικό.

Οι βασικές προϋποθέσεις για να οριστεί κάποιος κάτοικος εξωτερικού περιλαμβάνουν τη συνήθη διαμονή για διάστημα άνω των 183 ημερών ετησίως στο εξωτερικό καθώς και την ύπαρξη οικονομικών και ζωτικών συμφερόντων στην αλλοδαπή. Η δυσαρμονία μεταξύ πραγματικών γεγονότων και φορολογικού στάτους μπορεί να δημιουργεί ζήτημα εικονικότητας. Αναλυτικότερα, αν αποφασιστεί έλεγχος ενός ΑΦΜ κατοίκου εξωτερικού και αποδειχθεί ότι διαμένει ή διατηρεί την οικογενειακή του εστία στην Ελλάδα, θα κληθεί να δηλώσει αναδρομικά το παγκόσμιο εισόδημά του στην Ελλάδα και να επιβαρυνθεί με όλα τα αναλογούντα πρόστιμα και προσαυξήσεις.

Ένας ακόμα παράγοντας που θέτει τους φορολογικούς κατοίκους Βουλγαρίας στο στόχαστρο των ελέγχων είναι η ένταξη της εν λόγω χώρας στα κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (εταιρικός φορολογικός συντελεστής χαμηλότερος άνω του 50% σε σχέση με τον ελληνικό). Εν ολίγοις, η φορολογική διοίκηση αντιμετωπίζει με μεγαλύτερο σκεπτικισμό τις περιπτώσεις μεταβολής ή ύπαρξης φορολογικής κατοικίας σε κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, διότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα εικονικότητας με στόχο τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης.

5. Διατάξεις περί Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών (άρθρο 66 του ν. 4172/2013)

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, στο φορολογητέο εισόδημα φορολογούμενου (φυσικού ή νομικού προσώπου) μπορεί να συμπεριληφθεί το μη διανεμηθέν εισόδημα νομικού προσώπου που είναι φορολογικός κάτοικος άλλης χώρας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ο φορολογούμενος, μόνος του ή από κοινού με συνδεδεμένα πρόσωπα, κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ποσοστό άνω του 50% αλλοδαπής νομικής οντότητας,

β) το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο υπόκειται σε φορολογία σε μη συνεργάσιμο κράτος ή κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς,

γ) άνω του 30% του καθαρού εισοδήματος προ φόρων που πραγματοποιεί το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες:

- τόκοι,

- δικαιώματα ή εισόδημα πνευματικής ιδιοκτησίας,

- μερίσματα και εισόδημα από τη μεταβίβαση μετοχών,

- εισόδημα από κινητά περιουσιακά στοιχεία,

- εισόδημα από ακίνητη περιουσία,

- εισόδημα από ασφαλιστικές, τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.

δ) το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα δεν είναι εταιρεία, της οποίας η κύρια κατηγορία μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά.

Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο άρθρο εφαρμόζεται για εταιρείες εγκατεστημένες στην ΕΕ μόνο αν η εγκατάσταση ή η οικονομική δραστηριότητα του νομικού προσώπου συνιστά επίπλαστη κατάσταση που δημιουργήθηκε με ουσιαστικό σκοπό την αποφυγή του αναλογούντος φόρου.

Συνεπώς, τα κέρδη βουλγαρικών εταιρειών που λαμβάνουν «παθητικά εισοδήματα» και ανήκουν σε ελληνικές εταιρείες ή Έλληνες φορολογικούς κατοίκους, δύνανται να φορολογούνται στην Ελλάδα εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις α έως δ.

6. Τεχνητές διευθετήσεις

Η ίδρυση μίας βουλγάρικης εταιρείας, εφόσον στερείται οικονομικής ή εμπορικής ουσίας, μπορεί να νοηθεί ως «τεχνητή διευθέτηση», κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 του ν. 4174/2013 (όπως τέθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 46 του ν. 4223/2013). Πιο συγκεκριμένα, ως «διευθέτηση» νοείται κάθε συναλλαγή, δράση, πράξη, συμφωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή γεγονός, και μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.

Ο χαρακτηρισμός και η ένταξη μίας εταιρείας στην κατηγορία της τεχνητής διευθέτησης, επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να την αγνοήσει κατά τον προσδιορισμό φόρου, εφόσον αποβλέπει σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα. Το φορολογικό πλεονέκτημα προσδιορίζεται από τη σύγκριση του ύψους του οφειλόμενου φόρου από τον φορολογούμενο, λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω διευθέτηση, με το ποσό που θα όφειλε ο ίδιος φορολογούμενος υπό τις ίδιες συνθήκες, εν απουσία της εν λόγω διευθέτησης. Συνεπώς, αν η Διοίκηση τεκμηριώσει ότι μία βουλγάρικη εταιρεία συστάθηκε για σκοπούς μεταφοράς φορολογητέας ύλης και όχι στα πλαίσια αποτελεσματικότερης άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί και σε αυτή την περίπτωση να τη φορολογήσει στην Ελλάδα.

7. Αναγνώριση εξόδων από χώρες με προνομιακό καθεστώς

Κατά κανόνα, για τον προσδιορισμό του εταιρικού κέρδους εκπίπτουν οι δαπάνες οι οποίες:

α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της,

β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση,

γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.

Αναφορικά με τις δαπάνες που καταβάλλονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποτελεί φορολογικό κάτοικο κράτους με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως η Βουλγαρία, ο φορολογούμενος οφείλει σε περίπτωση ελέγχου να αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή. Σημειώνεται ότι από τις συγκεκριμένες χώρες δεν αποκλείονται τα κράτη μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ.

Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι οι συναλλαγές με βουλγάρικες εταιρείες αντιμετωπίζονται από το νομοθέτη με σκεπτικισμό και ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης της πραγματοποίησης των συναλλαγών προς όφελος της επιχείρησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της αγοραίας τιμής συνδέεται τόσο με την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών (άρθρα 50 και 51 του ν. 4172/2013) όσο και με τη δυνατότητα αναγνώρισης μίας δαπάνης. Συνεπώς, κατά τις συναλλαγές με χώρες που εδρεύουν σε κράτη με προνομιακό καθεστώς η αξία της συναλλαγής εξετάζεται συνδυαστικά με την πραγματική της υπόσταση.

8. Μελλοντική αντιμετώπιση από τις Ελληνικές φορολογικές αρχές

Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω παραμέτρους της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας και με δεδομένο το μεγάλο ντόρο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για τη μετεγκατάσταση/μετοικεσία στη Βουλγαρία, είναι σίγουρο ότι όλες οι συναλλαγές με τη Βουλγαρία θα βρεθούν υψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων του Υπουργείου Οικονομικών. Αυτό μπορεί να αφορά οικονομικές συναλλαγές, κινήσεις κεφαλαίων, αλλαγές φορολογικής κατοικίας και άλλες δραστηριότητες.

Η μαζική φυγή από την Ελλάδα, φυσικά δεν είναι πρόβλημα της Βουλγαρίας, αλλά της ίδιας της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής. Αν η Ελλάδα έδινε τα ίδια, ή ακόμα και λίγο λιγότερα φορολογικά κίνητρα, θα ήταν πρώτη προτίμηση όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους ίδιους τους Βούλγαρους που αναζητούν μία χώρα με καλύτερες υποδομές, επιχειρηματική κουλτούρα και παράδοση στο εμπόριο.

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια η υπερφορολόγηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και του προσωπικού πλούτου αναστέλλει κάθε τέτοια προοπτική και το χειρότερο είναι ότι επειδή οι καμπύλες της οικονομίας και του επιχειρείν διαρκούν από 5 έως 10 έτη, θα χρειαστεί να μπούμε στην επόμενη δεκαετία για να περιμένουμε μία στρατηγική τοποθέτηση του επιχειρηματικού κόσμου στην Ελλάδα.

Δημοφιλή