Αμυνα, εξοπλισμοί, οικονομία, εγγυήσεις και ισορροπίες

Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν την τεχνογνωσία όχι μόνο της επιλογής του επιχειρησιακά βέλτιστου πολεμικού υλικού αλλά και αντίληψη των διεθνών ισορροπιών και των πραγματικών οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας.
Γαλλικό μαχητικό Rafale
Γαλλικό μαχητικό Rafale
Andy_Oxley via Getty Images

Διάχυτη η φημολογία περί επικείμενων κυβερνητικών ανακοινώσεων ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων. Ήδη σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ένα κονδύλιο 600 εκατομμυρίων ευρώ για κάλυψη άμεσων αμυντικών αναγκών περιλαμβάνεται στον υπό εγγραφή συμπληρωματικό προϋπολογισμό 6 δισεκατομμυρίων ευρώ για το τρέχον έτος. Έντονη επίσης και η φημολογία για τα υπό προμήθεια οπλικά συστήματα, συμφωνίες υποστήριξης (follow on support) αλλά και ενδεχόμενων πρωτόγνωρων συμφωνιών αμοιβαίας στρατιωτικής υποστήριξης (Ελλάδα-Γαλλία).

Για άλλη μια φορά η χώρα τρέχει ασθμαίνουσα να καλύψει το σταδιακά διαταραχθέν ισοζύγιο αμυντικής ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας. Οι αιτίες της διατάραξης πολλές, οι δικαιολογίες της αποτυχίας έγκαιρης αντίδρασης ακόμη περισσότερες όπως και οι ευθύνες πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων. Δεν είναι όμως ο σκοπός του σημερινού κειμένου η αναζήτηση των αιτίων και ο καταλογισμός των ευθυνών. Απλά ευελπιστούμε να δούμε αφενός να υλοποιούνται άμεσα οι βέλτιστες λύσεις -δεδομένων των συνθηκών- και αφετέρου την υιοθέτηση του ορθού σχεδιασμού και εφαρμογής μιας αμυντικής πολιτικής που το είδος της μακροχρόνιας απειλής που βιώνουμε, επιβάλει.

Αντιλαμβανόμαστε ότι ουδέποτε τα διαθέσιμα κονδύλια επαρκούν για την υλοποίηση όλων των προγραμμάτων που οι στρατιωτικές ηγεσίες (παγκοσμίως) προβάλουν. Επίσης είναι απολύτως κατανοητό και αποδεκτό ότι κάθε κράτος ασκεί και άλλες πτυχές της εθνικής πολιτικής του μέσω των εξοπλισμών. Ενίοτε δε αυτές οι λοιπές πτυχές (διπλωματική, αμυντική, οικονομική διάσταση) είναι σημαντικότερες αυτών καθαυτών των εξοπλισμών. Επιτυχία της εθνικής πολιτικής είναι η στον ορθό χρόνο και λογική τιμή, επιλογή των πλέον κατάλληλων επιχειρησιακά εξοπλιστικών προγραμμάτων που παράλληλα εξασφαλίζουν τις προαναφερθείσες -μη επιχειρησιακές- επιδιώξεις. Η επίτευξη αυτού του στόχου αποτελεί άθλο, δεδομένης μάλιστα και της υπάρχουσας (ως συνήθως για τα ελληνικά δεδομένα) χρονικής πίεσης που δημιουργούν οι ανελαστικές αμυντικές ανάγκες.

Σίγουρα τα Γενικά Επιτελεία γνωρίζουν σε άριστο βαθμό τις επιχειρησιακές ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων και τις δυνατότητες του κάθε προσφερομένου μέσου όπως αντιλαμβάνονται και τις εξωεπιχειρησιακές πραγματικότητες. Επισημαίνεται ότι το κάθε οπλικό σύστημα δεν αποτελεί ένα απλό άθροισμα των δυνατοτήτων του αλλά μια επιμέρους συνισταμένη ικανοτήτων (αλλά και αδυναμιών) πληθώρας άλλων συστημάτων και υποσυστημάτων που στο ιδιαίτερο επιχειρησιακό μας περιβάλλον και με το κατάλληλο δόγμα χρησιμοποίησης θα επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα στο συγκεκριμένο αντίπαλο.

Παραταύτα λογικό και αναπόφευκτο είναι η ύπαρξη διακλαδικών (υγιών) ανταγωνισμών αλλά και ορισμένων διαφορετικών τακτικών απόψεων που μεταφράζονται σε διαφορετικές προτιμήσεις οπλικών συστημάτων (ή των επιμέρους διαμορφώσεων τους). Πρέπει όμως να αναγνωρίζουμε ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, την τελευταία πεντηκονταετία, προχώρησαν σε προμήθεια, ένταξη και αξιοποίηση οπλικών συστημάτων που εκ των υστέρων συγκέντρωσαν τη διεθνή αποδοχή. Αντίστροφα πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν υπήρξε πάντα η ανάλογη επιτυχία στην εξασφάλιση της σε βάθους χρόνου ομαλής υποστήριξης αρκετών οπλικών συστημάτων. Πολλαπλοί οι λόγοι αυτής της αποτυχίας με προεξέχοντες την αλόγιστη εμμονή στους αριθμούς με περιφρόνηση της υποστήριξης, την απόκτηση υπερβολικής πολυτυπίας στην προσπάθεια τήρησης ισορροπιών ικανοποίησης όλων των προμηθευτών και την αγορά περιορισμένων αριθμών που καθιστούσε προβληματική και ενίοτε ασύμφορη την μακροχρόνια υπηρέτηση τους. Φυσικά τα παραπάνω προβλήματα γιγαντώνονταν ως συνέπεια της έλλειψης μιας μακροχρόνιας αμυντικής στρατηγικής με αποτέλεσμα ανά δεκαπενταετία σχεδόν να καταφεύγουμε στις λεγόμενες «πυροσβεστικές» λύσεις με όλα τα συναφή μειονεκτήματα. Αυτή η ελληνική τακτική, σε συνδυασμό και με τις άλλες παθογένειες της χώρας δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας υγιούς ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.

Σήμερα όμως θέλουμε τα καλύτερα οπλικά συστήματα, στο συντομότερο χρονικό διάστημα, με ελληνική συμπαραγωγή, με εξασφαλισμένη υποστήριξη, στις καλύτερες τιμές και με παροχή ακόμη και εγγυήσεων ασφαλείας από τις προμηθεύτριες χώρες! Επειδή αυτά όμως δεν συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο θα αναγκαστούμε και εμείς να προχωρήσουμε σε συμβιβασμούς λαμβάνοντας υπόψη και την ένδεια χρημάτων που μας συνοδεύει. Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι οποιαδήποτε προμήθεια νέου κύριου οπλικού συστήματος απαιτεί ικανό χρόνο, ακόμη και σε περίπτωση ετοιμοπαράδοτου υλικού, για την επιχειρησιακή αξιοποίηση του, αντιλαμβανόμαστε τη ανάγκη ισορροπίας μεταξύ των «τώρα», «αύριο» και «μεθαύριο».

Η απόκτηση κρισίμων ανταλλακτικών και η διενέργεια των επιθεωρήσεων/αναβαθμίσεων που θα επιτρέψουν την αύξηση της διαθεσιμότητας των οπλικών μας συστημάτων και της αποτελεσματικότητας των πυρομαχικών αναφέρεται στο «τώρα».

Η ένταξη ετοιμοπαράδοτων οπλικών συστημάτων, που απαιτεί και αυτή ορισμένο χρόνο επιχειρησιακής αξιοποίησης, αναφέρεται στο «αύριο», συχνά δε αποκαλείται και ως «ενδιάμεση» λύση. Δυστυχώς στην ελληνική πραγματικότητα και για ορισμένα οπλικά συστήματα αναζητούμε την «άμεση» λύση και όχι πλέον την «ενδιάμεση»! Σίγουρα οποιαδήποτε «ενδιάμεση» λύση πρέπει να αποτελεί και μια γέφυρα μεταξύ του «σήμερα» και του «μεθαύριο». Αναφερόμενοι δε στο «μεθαύριο» μιλάμε για μια περίοδο για την οποία έπρεπε να έχουμε αρχίσει να σχεδιάζουμε από το «προχθές».

Αυτή η διαδικασία πράγματι συμβαίνει σε επίπεδο σχεδιασμού στα Γενικά Επιτελεία όπου δεκάδες στελέχη ενημερώνονται συνεχώς και ξοδεύουν εκατοντάδες εργατοώρες προετοιμάζοντας εισηγήσεις για τις επόμενες κινήσεις μας (καμιά φορά αδικούμε όλες αυτές τις προσπάθειες χαρακτηρίζοντας τις ως άχρηστες γραφειοκρατικές ενέργειες). Πως όμως τα Επιτελεία να προχωρήσουν στον σχεδιασμό και κυρίως στην υλοποίηση μιας αμυντικής-εξοπλιστικής πολιτικής όταν είναι αδύνατη η μακροχρόνια πρόβλεψη και δέσμευση ενός σταθερού ποσού για τις ανάγκες αυτές; Επιπλέον, ενώ υπάρχει από το «προχθές» η ανάλογη προετοιμασία στο επίπεδο των ενόπλων δυνάμεων, συνήθως οι πολιτικές ηγεσίες δεν λαμβάνουν έγκαιρα («χθες») τις αναγκαίες αποφάσεις για το «μεθαύριο». Δυστυχώς η αναποφασιστικότητα αυτή -για πολλαπλούς γνωστούς λόγους- χαρακτηρίζει την πλειονότητα των πολιτικών μας ηγεσιών (με συνυπευθυνότητα και μέρους της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας) και μόνο όταν εμφανιστεί ο από μηχανής θεός, βλέπε «Figen Akat»1 και «Oruç Reis», εφαρμόζεται η γνωστή ελληνική ρήση «τρεχάτε ποδαράκια μας».

Σήμερα πλέον δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Καλοπροαίρετοι οπαδοί της επίτευξης αμοιβαίας ικανοποιητικής λύσης με την Τουρκία ή ριζικής αλλαγής των συνθηκών στη χώρα αυτή, ή μιας υπέρ ημών δυναμικής επέμβασης γήινων ή εξωγήινων δυνάμεων, μάλλον ζουν εκτός πραγματικότητος. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν την τεχνογνωσία όχι μόνο της επιλογής του επιχειρησιακά βέλτιστου πολεμικού υλικού αλλά και αντίληψη των διεθνών ισορροπιών και των πραγματικών οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Αξιολογούν τη σχετική αξία κάθε οπλικού συστήματος αντιλαμβανόμενες όμως και την σημασία των διεθνών εγγυήσεων και της υποστήριξης σε πολλαπλά επίπεδα. Μπορούμε κάλλιστα να τις εμπιστευθούμε για την επιλογή των απαραίτητων αμυντικών προμηθειών σε μια αρμονική συνεργασία με τους αντίστοιχος εμπλεκόμενους φορείς για οικονομικά θέματα και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Σε τελευταία ανάλυση οι ένοπλες δυνάμεις θα πολεμήσουν με τα συστήματα αυτά και είναι οι άνθρωποι που μας βγάζουν καθημερινά ασπροπρόσωπους επιχειρώντας ενίοτε με υποδεέστερα μέσα έναντι ενός υπεράριθμου αντιπάλου. Ήρθε πλέον η ώρα να αφουγκραστούμε πραγματικά τις ανάγκες και αγωνίες τους και να αναλάβουμε το αναγκαίο κόστος.

1 Το τουρκικό πλοίο που προσάραξε στις 25 Δεκεμβρίου 1995 σε αβαθή ύδατα εγγύς στην Ανατολική Ίμια.

Δημοφιλή