Τρία χρόνια από την εκλογή Τραμπ και η αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ
Carlos Barria / Reuters

Την 8η Νοεμβρίου συμπληρώνονται τρία έτη από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Από τον Φράνκλιν Ρούσβελτ - ο οποίος προήδρευσε από την 4η Μαΐου του 1933 έως την 12η Απριλίου του 1945- και έκτοτε οι αποφάσεις κάθε Αμερικανού Προέδρου αφορούν, κατά το μάλλον ή το ήττον ακόμη κι αν δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό κρατών και ανθρώπων.

Το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, υιοθετεί εξωτερική πολιτική λιγότερων δεσμεύσεων, τόσο σε θεσμικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η αμερικανική πολιτικο-διπλωματική «άμπωτη» παρουσιάζεται από τον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου, ως το μέσο, «για να γίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες μεγάλες ξανά». Στην παρούσα συγκυρία, η διαχείριση και διαιώνιση της αμερικανικής ηγεμονίας χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης, σε σχέση με την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο.

Αναμφίβολα, η «πλημμυρίδα» των κυβερνήσεων Μπιλ Κλίντον (1993–2000) και Τζορτ Μπους (o νεότερος) (2001–2008) ήταν απόρροια της κυρίαρχης θέσης των Ηνωμένων Πολιτιών στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα. Η περίσσεια αμερικανική ισχύ, παρείχε τη δυνατότητα αξίωσης αναδιαμόρφωσης της διεθνούς τάξης με φιλελεύθερα προτάγματα την δεκαετία του ’90, καθώς και την προληπτική αντίδραση μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων (Αφγανιστάν, Ιράκ).

Ο επόμενος Πρόεδρος, Μπάρακ Ομπάμα (2009–2016) έπρεπε να διαχειριστεί την αντήχηση των δυο προηγούμενων προεδριών, υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης και εμφανών τάσεων ανακατανομής ισχύος στο διεθνές σύστημα. Η εξωτερική πολιτική του πρώην Αμερικανού Προέδρου βασίζονταν στη διατήρηση των αμερικανικών δεσμεύσεων και την φειδωλή χρήση στρατιωτικών μέσων. Η συγκεκριμένη στάση αποτύπωνε τη σωφροσύνη του ηγεμόνα, ο οποίος επιδιώκει να διαιωνίσει τη θέση του, χρησιμοποιώντας περισσότερο το εργαλείο της πειθούς και λιγότερο αυτό της επιβολής, «νομιμοποιώντας» τον ρόλο του κυρίως ανάμεσα στους συμμάχους του.

Ιστορικά, η θέση του εκάστοτε ηγεμόνα στο διεθνές σύστημα συνδέεται με το σύνολο των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει για την διατήρηση της σταθερότητας˙ εξ αυτού του γεγονότος αντλεί νομιμοποίηση ως ηγεμόνας. Ο νυν Αμερικανός Πρόεδρος, θεωρεί ότι η μείωση των δεσμεύσεων της Ουάσιγκτον θα διευκολύνουν την χώρα να ξαναγίνει primus solus. Δεν φαίνεται να πείθεται ότι όσο περισσότερο αποδεσμεύονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, τόση περισσότερη εν τέλει ισχύ θα χρειαστεί να δαπανήσουν για να διατηρήσουν τη θέση τους, πόσο μάλλον όταν αναδύονται νέες δυνάμεις στο διεθνές σύστημα.

Το κόστος διατήρησης κάθε ηγεμονικού συστήματος είναι υψηλό και γίνεται δύσκολη η διαχείρισή του, όταν αντιστρέφεται η σχέση μοιράσματος οφελών και επιμερισμού ζημιών προς τα συμμαχικά κράτη. Στη παρούσα δε συγκυρία, η αύξηση των υλικών δυνατοτήτων άλλων ισχυρών δρώντων, με προεξάρχουσα την Κίνα, δυσχεραίνει την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Το υψηλό οριακό κόστος σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο των επεμβάσεων στο Αφγανιστάν και κυρίως το Ιράκ, υπέσκαψαν την ηγεμονική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η προεδρία Ομπάμα με την σώφρονα πολιτική της κατόρθωσε και την οικονομία να ανατάξει, ενισχύοντας την υλική βάση του ηγεμόνα, και διπλωματικό κεφάλαιο να ανακτήσει, βελτιώνοντας την σχέση της Ουάσιγκτον με τους συμμάχους της.

Η τωρινή αμερικανική κυβέρνηση μάλλον εστιάζει στα βραχυπρόθεσμα οικονομικά και διπλωματικά -καθώς και άμεσα εκλογικά- οφέλη, με την απόφασή της για μερική αναδίπλωση από τις θεσμικές και πολιτικο-στρατιωτικές της δεσμεύσεις. Οι αξιώσεις ηγεμονικού διακανονισμού - με Κίνα και Ρωσία - και οι τάσσεις επιβολής προς τους συμμάχους, που θέλει να υλοποιήσει ο Ντόναλντ Τραμπ, μεσοπρόθεσμα και κυρίως μακροπρόθεσμα θα εξασθενίσει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα και με σχετικούς και με απόλυτους όρους.

Διαφαίνεται μια δυσκολία και ίσως αντιπαλότητα στα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ουάσινγκτον να καθορίσουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική στα πλαίσια ενός μεταβαλλόμενου και πιο «αποκεντρωμένου» διεθνούς συστήματος˙ η αμερικανική «προϋπηρεσία», ως ηγεμονικό κράτος, έχει λάβει χώρα μόνο υπό συνθήκες διπολισμού -ψυχροπολεμική περίοδος- και στον ιδιάζοντα και μεταβατικό μονοπολισμό της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Εφ’ όσον, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν την διατήρηση της ηγεμονίας τους, ίσως να είναι πιο σώφρον να επιζητούν την σύμπραξη των άλλων μη-αναθεωρητικών και συμμαχικών κρατών, παρά να επιδιώκουν ηγεμονικές διευθέτησες που εκ των πραγμάτων θα αναβαθμίζουν τη θέση των αναθεωρητικών κρατών.

Επίσης, πιθανόν να είναι επωφελέστερο, για τις Ηνωμένες Πολιτείες να προβαίνουν σε ενέργειες οι οποίες θα αυξάνουν για τους ανταγωνιστές της -βασικά την Κίνα- το κόστος αποδόμησης της αμερικανικής ηγεμονίας, παρά να υποσκάπτει την δική τους ηγεμονική σφαίρα, κάνοντας δυσκολότερη ακόμη και μια κατάσταση, στην οποία το αμερικανικό κρότος θα υποχωρούσε ως primus inter pares. Οι προσλαμβάνουσες της επιχειρηματικής προϋπηρεσίας του νυν Προέδρου μάλλον αφίστανται των απαιτήσεων σοφίας που επιτάσσουν οι πολιτικές περιστάσεις.

Δημοφιλή