Ανάκληση τούρκων πρέσβεων σε ΗΠΑ και Ισραήλ: Κίνηση ματ με πολλούς αποδέκτες

Ανάκληση τούρκων πρέσβεων σε ΗΠΑ και Ισραήλ: Κίνηση ματ με πολλούς αποδέκτες
OZAN KOSE via Getty Images

Τα χθεσινά εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, αλλά και τα αιματηρά επεισόδια στην μεθόριο Ισραήλ-Γάζας που στοίχισαν τη ζωή σε πάνω από 50 παλαιστινίους νεαρούς διαδηλωτές, προκάλεσαν ποικίλες διεθνείς αντιδράσεις. Η πιο ηχηρή ήρθε από την Άγκυρα με τον Πρόεδρο Ερντογάν να ανακαλεί τον Τούρκο πρέσβη όχι μόνο από το Τελ Αβίβ, αλλά και από την Ουάσινγκτον. Μάλιστα, η σημερινή αναχώρηση των τούρκων πρέσβεων από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ αποκτά ιδιαίτερη συμβολική σημασία, μιας και σήμερα είναι η Ημέρα της Νάκμπα – ημέρα κατά την οποία είχε αρχίσει πριν από 71 χρόνια ο πρώτος Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος του 1948.

“Η ανάκληση των Τούρκων πρέσβεων από Ισραήλ και ΗΠΑ αποτελεί μία μελετημένη «κίνηση ματ» με πολλαπλούς αποδέκτες”

Ο Πρόεδρος Ερντογάν, αιτιολόγησε αυτήν την εντυπωσιακή του απόφαση ως εξής: Η ανάκληση του Τούρκου πρέσβη από το Τελ Αβίβ έγινε εξ αιτίας του τρόπου με τον οποίον αντιμετώπισαν οι ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας τους Παλαιστινίους διαδηλωτές στη Γάζα. Αντίστοιχα, η ανάκληση του πρέσβη από την Ουάσινγκτον προκλήθηκε από την πραγμάτωση της προεκλογικής υπόσχεσης του Προέδρου Τραμπ να μεταφέρει την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, αναγνωρίζοντάς την ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Παράλληλα, κατηγόρησε το Ισραήλ και τις ΗΠΑ ως τους μόνους υπεύθυνους για την ένταση που προκλήθηκε, δηλώνοντας για άλλη μια φορά την αλληλεγγύη της Τουρκίας προς τον Παλαιστινιακό λαό.

Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι η απόφαση της Τουρκίας αποτελεί μία ακόμα ένδειξη του παρορμητικού χαρακτήρα του Προέδρου της. Η ανάκληση των Τούρκων πρέσβεων από Ισραήλ και ΗΠΑ αποτελεί μία μελετημένη «κίνηση ματ» με πολλαπλούς αποδέκτες.

Κατ’ αρχάς, είναι γεγονός ότι μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον υποβόσκει τα τελευταία χρόνια σημαντική ένταση για πολλούς λόγους: Τουρκία και ΗΠΑ δεν βλέπουν με τον ίδιο τρόπο τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της Συρίας, και ειδικότερα στην ισχύ που θα έχει το κουρδικό στοιχείο, τόσο σε συριακό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες σαφώς ενοχλούνται από την συνεννόηση μεταξύ Τουρκίας, Ρωσίας και Ιράν ως προς την αντιμετώπιση του συριακού εμφυλίου. Πέραν των άλλων όμως, η Άγκυρα επιμένει ότι ο ιεροκήρυκας Φετουλλάχ Γκιουλέν είναι ο κύριος υποκινητής του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουνίου 2016 και ότι ουσιαστικά προστατεύεται από τις αμερικανικές αρχές, οι οποίες και αρνούνται να τον εκδώσουν για να δικασθεί στα τουρκικά δικαστήρια.

“Η Άγκυρα επιδιώκει με αυτόν τον ηχηρό τρόπο να θέσει νέες «κόκκινες γραμμές» στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους δυτικούς της εταίρους, με στόχο να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν και από εχθρούς”

Τουρκία - Δύση

Με τη χθεσινή απόφαση Ερντογάν, οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ γνωρίζουν την χειρότερή τους στιγμή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία ανακαλεί τον Πρέσβη της από την πρωτεύουσα της αμερικανικής υπερδύναμης. Είναι η πρώτη φορά που χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ προχωρεί σε μία τέτοια κίνηση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, και η δεύτερη φορά στην Ιστορία της βορειοατλαντικής συμμαχίας που δύο χώρες-μέλη της βιώνουν μία τέτοιου είδους διπλωματική κρίση (να σημειωθεί ότι η πρώτη φορά που συνέβη κάτι παρόμοιο ήταν το 1974, όταν η Ελλάδα ανακάλεσε τον πρέσβη της στην Άγκυρα εξ αιτίας της εισβολής στην Κύπρο). Είναι αναμφίβολο πια ότι ύστερα από αυτήν την εξέλιξη, η Τουρκία σαφώς θέτει τον εαυτό της ένα ακόμα βήμα πιο μακριά από την Δύση. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι ήρθε τόσο γρήγορα – και τόσο εύκολα – ένα «τέλος εποχής» στις σχέσεις της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα επιδιώκει με αυτόν τον ηχηρό τρόπο να θέσει νέες «κόκκινες γραμμές» στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους δυτικούς της εταίρους, με στόχο να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν και από φίλους και από εχθρούς. Όσοι νομίσουν ότι η Τουρκία θα αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί σε μία επικίνδυνη αντιδυτική ατραπό, πλανώνται.

Η ανάκληση του Τούρκου πρέσβη από το Τελ Αβίβ σηματοδοτεί την απαρχή μίας νέας περιόδου διπλωματικής ψυχρότητας με το Ισραήλ. Η ισραηλινή πλευρά, έχοντας πλέον συνηθίσει τις ηχηρές δηλώσεις Ερντογάν τα τελευταία οκτώ χρόνια, φαίνεται να θέλει να τηρήσει στάση αναμονής. Η ευφορία που επικρατεί στο Ισραήλ ύστερα από τα εγκαίνια της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ, δεν έφερε την αναχώρηση του Τούρκου πρέσβη στους πρώτους τίτλους της επικαιρότητας. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Αναμένεται να συνεχισθεί ο πόλεμος δηλώσεων μεταξύ Ερντογάν και Νετανιάχου. Ο βαθμός της οξύτητας των δηλώσεων θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στο ίδιο το Ισραήλ, τη στιγμή που αναμένονται ευρείες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εκ μέρους των Παλαιστινίων είτε στην Γάζα, είτε στην Δυτική Όχθη, είτε στην ίδια την Ιερουσαλήμ κατά τις αμέσως επόμενες μέρες.

Τουρκία - Σαουδική Αραβία

Όμως, η χθεσινή απόφαση της Τουρκίας έχει και άλλους παράλληλους αποδέκτες.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν την περίοδο η Τουρκία ασκεί την Προεδρία του Οργανισμού Ισλαμικής Συνδιασκέψεως. Η Άγκυρα ουσιαστικά εμφανίζει τον εαυτό της ως «βασιλικότερη του βασιλέως» σε σχέση με την μετριοπαθή στάση που τηρεί έναντι του Ισραήλ η πλειοψηφία των αραβικών σουνιτικών χωρών της περιοχής. Ειδικότερα, η έντονη φιλοπαλαιστινιακή στάση που υιοθετεί η Τουρκία, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την επικριτική στάση που εκφράζει τελευταία ολοένα και περισσότερο η Σαουδική Αραβία έναντι τόσο της Παλαιστινιακής Αρχής του Μαχμούντ Αμπάς όσο και έναντι της Χαμάς στη Γάζα.

“Η Τουρκία, ως προεδρεύουσα της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης, αναδεικνύεται ως η μόνη «πραγματικά πατριωτική φωνή» υπέρ του Παλαιστινιακού λαού”

Η αμέριστη διπλωματική στήριξη που προσφέρει η Άγκυρα προς τους Παλαιστινίους – χωρίς βέβαια να αναφέρεται ειδικά στην Φατάχ ή στην Χαμάς – ουσιαστικά δυσκολεύει πολύ το Ριάντ να επικαιροποιήσει την ειρηνευτική του πρόταση για το Παλαιστινιακό, που είχε υιοθετηθεί από τον Αραβικό Σύνδεσμο στη Βηρυτό το 2002, και που τότε είχε βρει θετική απόκριση και εκ μέρους του Ισραήλ. Η Τουρκία, ως προεδρεύουσα της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης, αναδεικνύεται ως η μόνη «πραγματικά πατριωτική φωνή» υπέρ του Παλαιστινιακού λαού – κάτι που όχι μόνο δυσχεραίνει τη θέση της Σαουδικής Αραβίας στον αραβικό κόσμο, αλλά συγχρόνως, ενισχύει ηθικά την καθαρά αντισαουδαραβική ρητορική του σιιτικού Ιράν. Ο χρόνος θα δείξει εάν τελικά ο Τούρκος Πρόεδρος προτίθεται να εμπλακεί ενεργά στον περιφερειακό ανταγωνισμό Ριάντ-Τεχεράνης, δοκιμάζοντας ακόμα περισσότερο την ανοχή όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών του Προέδρου Τραμπ.

Κύπρος και ενεργειακά

Τέλος, προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον οι χθεσινές δηλώσεις Ερντογάν, σύμφωνα με τις οποίες η χώρα του προτίθεται να αποστείλει ανθρωπιστική βοήθεια προς τους κατοίκους της Γάζας. Αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο να δούμε ένα νέο Mavi Marmara να ταράζει τα εύθραυστα νερά της Ανατολικής Μεσογείου. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όχι μόνο θα επιφέρει νέα σοβαρή ένταση με το Ισραήλ, αλλά θα εμπλέξει το ενεργειακό σκηνικό που στήνεται στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου.

“Ο καταλυτικός λόγος που η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκε να διευρύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ, ήταν η προσπάθεια της Τουρκίας να θέλει να νομιμοποιήσει – και δη με «ανθρωπιστικό πρόσημο» – την παρουσία της στην Βόρειο Κύπρο”

Υπενθυμίζεται ότι τον Μάιο του 2010, η τελευταία στάση του Mavi Marmara πριν την άφιξή του στη Γάζα είχε προγραμματισθεί να είναι το παράνομο λιμάνι της Αμμοχώστου. Τότε, η τουρκική κυβέρνηση και τα ελεγχόμενα από την εκείνη ΜΜΕ παραλλήλιζαν τον εμπορικό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας εκ μέρους του Ισραήλ με το εμπάργκο που έχει επιβάλει η διεθνής κοινότητα έναντι της «ΤΔΒΚ». Εμμέσως πλη σαφώς οι ελληνοκύπριοι εξισούνταν με ενέργειες του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων της Γάζας. Άλλωστε, δυνάμει αυτού του παραλληλισμού «ερρίφθη ο κύβος» στη Λευκωσία, παρακινώντας τον τότε Κύπριο Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια να αποφασίσει να απαγορεύσει την διέλευση του Mavi Marmara από τα κυπριακά χωρικά ύδατα – εκπλήσσοντας τους πάντες, συμπεριλαμβανομένης και της κοινής γνώμης στην Ελλάδα.

Μπορεί να θεωρούμε αυτονόητο το γεγονός ότι η Κύπρος ανέπτυξε τις σχέσεις της με το Ισραήλ εξ αιτίας του φυσικού αερίου ή της κρίσης που σημειώθηκε στις σχέσεις του Ισραήλ με την Τουρκία. Ωστόσο, τείνουμε να λησμονούμε ότι ο καταλυτικός λόγος που η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκε να διευρύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ, ήταν η προσπάθεια της Τουρκίας να θέλει να νομιμοποιήσει – και δη με «ανθρωπιστικό πρόσημο» – την παρουσία της στην Βόρειο Κύπρο, θέλοντας να αξιοποιήσει προς το συμφέρον της τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας. Έτσι, πέραν των φιλοδυτικών σουνιτικών χωρών-μελών της Ισλαμικής Συνδιάσκεψης, στους αποδέκτες αυτής της «κίνησης ματ» της Τουρκίας συμπεριλαμβάνεται και η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία πρέπει να είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει για ακόμα μια φορά τις τουρκικές προκλήσεις. Η εμπειρία που είχε αποκτήσει η Λευκωσία τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2010, θα πρέπει να αποτελέσει πολύτιμο οδηγό για το πώς θα διαχειρισθεί την κατάσταση στο μέλλον. Για την ώρα πάντως, απαιτείται παρατηρητικότητα.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει προβεί σε επίσημες ανακοινώσεις – τις οποίες και αναμένουν να αξιολογήσουν οι ισραηλινοί και αμερικανοί διπλωμάτες . Την ίδια στιγμή, θεωρείται σίγουρο ότι η φετινή Ημέρα της Νάκμπα και οι κηδείες των δεκάδων Παλαιστινίων που έχασαν χθες τη ζωή τους στη Γάζα, θα προσθέσουν κι άλλο λάδι στη φωτιά.

Όσο για την Τουρκία του Ερντογάν, αξιοποιώντας το παλαιστινιακό εθνικό συναίσθημα - δείχνει αποφασισμένη να εμπλακεί ακόμα περισσότερο στην διένεξη Ισραήλ-Παλαιστινίων, προκειμένου να πραγματώσει τους εξής στόχους: 1) Να επιβάλλει το ρόλο που εκείνη πιστεύει πως πρέπει να παίζει στη Συρία, 2) Να προωθήσει τους δικούς της σχεδιασμούς στην Ανατολική Μεσόγειο, θέλοντας να αναιρέσει τις επιδιώξεις του Ισραήλ, της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ε.Ε. όσον αφορά στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής, και, τέλος 3) Να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στον μουσουλμανικό κόσμο, εκθέτοντας διπλωματικά και ηθικά τον περιφερειακό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος ολοένα και αναβαθμίζεται με την ενθάρρυνση της διακυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ.

Δημοφιλή